H αναφορά στο ξεκίνημα του “Corpus Christi”, ότι η ταινία είχε την έμπνευσή της σε ένα πραγματικό γεγονός, αίρει αμέσως μία από τις λίγες πιθανές ενστάσεις που θα μπορούσε να έχει κανείς απέναντί του: την αναληθοφάνεια. Ένας νεαρός τρόφιμος αναμορφωτηρίου απολύεται υπό όρους και βρίσκεται να παριστάνει επιτυχώς τον ιερέα σε ενορία της πολωνικής επαρχίας. Τίποτα πιο αναληθοφανές από την ίδια τη ζωή λοιπόν, κι όταν κάτι παρόμοιο έχει συμβεί στα αλήθεια, μπορείς ως δημιουργός να χτίσεις επάνω του τη δική σου μυθοπλασία. χωρίς ενοχές, κρατήματα και δεύτερες σκέψεις: για το σκέλος της πειστικότητας καθάρισε για λογαριασμό σου η πραγματικότητα.
H ζωή στο αναμορφωτήριο δεν είναι και η ιδανικότερη για τον Ντάνιελ, ούτε στερείται κινδύνων για την σωματική του ακεραιότητα. Έχει βρει όμως μέσα σε αυτό το περιβάλλον ένα καταφύγιο και μια ενδεχόμενη κλίση του. Ο ιερέας του αναμορφωτηρίου είναι άνθρωπος αφοσιωμένος στην αποστολή του και μιλά στους νεαρούς κατάδικους σε μια γλώσσα που καταλαβαίνουν. Ο Ντάνιελ τον βοηθά στις λειτουργίες και θα ήθελε όταν ξαναβγεί στην κοινωνία να μπει σε μια ιερατική σχολή. Ο ιερέας του εξηγεί ότι αυτό δεν γίνεται, επειδή οι ιερατικές σχολές δεν δέχονται στις τάξεις τους καταδίκους. Κι ακόμη κι αν μπορούμε να βρούμε μια λογική πίσω από έναν τέτοιο αποκλεισμό, το γεγονός παραμένει ότι πρόκειται για έναν αποκλεισμό που έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με μια από τις βασικότερες διδασκαλίες της χριστιανικής θρησκείας, καθώς η αμαρτία παραμένει πάνω στον αμαρτωλό ως ασυγχώρητο εφ όρου ζωής κώλυμα. Ο αναμάρτητος λοιπόν πρώτος τον λίθον βαλέτω, αλλά ο καταδικασθείς για σοβαρό αδίκημα απαγορεύεται να γίνει ιερέας της εκκλησίας μας.
Όταν ο Ντάνιελ απολυθεί από το αναμορφωτήριο πριν ολοκληρώσει την έκτιση της ποινής του, ο όρος είναι να εργαστεί σε ένα εργοστάσιο ξυλείας σε μια μακρινή κωμόπολη. Φτάνοντας όμως εκεί μια σειρά συμπτώσεων και παρεξηγήσεων θα τον φέρουν στην απροσδόκητη θέση να αναλάβει προσωρινός αντικαταστάτης του τοπικού ιερέα, ο οποίος αδυνατεί να τελέσει τα καθήκοντά του λόγω αλκοολισμού. Κι έτσι ο Ντάνιελ, που θα ήθελε μια μέρα να γίνει παπάς, αλλά απαγορεύεται να γίνει παπάς, αρχίζει να υποδύεται τον παπά, τελώντας τα ιερά μυστήρια, άλλοτε με τη βοήθεια του Google, άλλοτε με όσα είχε συγκρατήσει από τις λειτουργίες στο αναμορφωτήριο κι άλλοτε αυτοσχεδιάζοντας.
Είναι ένας μασκαράς κι ένας απατεώνας; Όπως το πάρει κανείς. Μπαίνει στον ρόλο του με μεγάλη ζέση και αν εξαπατά ως προς την ταυτότητα και την ιδιότητά του, αν εξαπατά ως προς τους εκκλησιαστικούς τύπους, κάθε άλλο παρά εξαπατά ως προς την ουσία, κάθε άλλο παρά εξαπατά ως προς αυτό που θα έπρεπε να είναι η καρδιά της σχέσης μας με τον Θεό ή εν πάση περιπτώσει της σχέσης μας με το καλό και το δίκαιο.
Το “Corpus Christi” διαδραματίζεται σε μια Πολωνία που η επιρροή της καθολικής θρησκείας στην κοινωνία, ιδιαίτερα στην επαρχία, φαίνεται να παραμένει ισχυρή. Διαδραματίζεται σε μια κεντρική Ευρώπη των χωρών του Βίζενγκραντ, που έχουν κλείσει τα σύνορά τους όχι μόνο στις προσφυγικές ροές, αλλά σε οτιδήποτε νιώθουν ότι απειλεί τις παραδόσεις τους και την «καθαρότητά» τους. Ακόμη και στο αναμορφωτήριο θα δούμε μόνο κατάλευκους Πολωνούς, προφανώς καθαρή φουλ είναι και η συγκεκριμένη επαρχιακή κωμόπολη. ‘Οχι όμως και καθαρή από δράματα. Την περασμένη χρονιά ένα πολύνεκρο τροχαίο δυστύχημα δεν συντάραξε μόνο τους κατοίκους, τους δίχασε κιόλας, χωρίζοντας τις οικογένειες των θυμάτων από τις οικογένειες των φερόμενων ως υπαιτίων του τροχαίου. Κάθε καθαρότητα χρειάζεται και τους μιαρούς της, κάθε κανονικότητα και όσους εξαιρούνται απ’ αυτήν, κάθε κοινότητα και τους απόκληρους της. Ο Ντάνιελ, ένας απόκληρος που φορά τα ράσα του παπά, αποφασίζει ότι αποστολή ενός αληθινού ιερέα θα έπρεπε να είναι όχι μόνο να λέει παρηγορητικά και ζεστά σε όλους, αλλά όπου χρειαστεί να συγκρουστεί κιόλας. Ο δήμαρχος είναι και ο μεγάλος επιχειρηματίας της περιοχής, το εργοστάσιο ξυλείας είναι δικό του, επεκτείνεται διαρκώς, οι ώρες λειτουργίας του δεν αποτελούν πρόβλημα, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ένα εργοστάσιο που στελεχώνεται σε μεγάλο βαθμό κι από απόκληρους καταδικασμένους θα έχει και χαμηλότερο εργασιακό κόστος. Ο δήμαρχος δεν θέλει συγκρούσεις, δεν θέλει να διαταραχτεί η ηρεμία της κοινότητας, θέλει τα θύματα να παραμείνουν θύματα και οι δακτυλοδεικτούμενοι απόκληροι, δακτυλοδεικτούμενοι απόκληροι. «Μπορεί να έχεις εξουσία, αλλά εγώ έχω δίκιο», θα του πει ο Ντάνιελ. «Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά εγώ έχω την εξουσία», θα του απαντήσει ο δήμαρχος.
Στην πεντάδα των υποψηφίων για όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το “Corpus Christi”, συνδυάζει μια ενδιαφέρουσα θεματική με ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και έχει επίσης ως μεγάλο ατού τη γεμάτη ενέργεια και ένταση παρουσία του πρωταγωνιστή της Μπάρτοζ Μπιελένια, ο οποίος έχει εμφάνιση, σουλούπι και μάτια βγαλμένα από το “Trainspotting” μέχρι που φορά τα ράσα και μεταμορφώνεται σε έναν ιερέα ο οποίος βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο σώμα του Χριστού από ό,τι οι πρόσφατοι «Δύο Πάπες».
Την προηγούμενη εβδομάδα το «1917» είχε μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές του στη διασκευή ενός παραδοσιακού τραγουδιού. Στο “Corpus Christi” συμβαίνει το ίδιο, μια ηρωίδα τραγουδά ένα τραγούδι που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ελληνικό δημοτικό. Και που είναι σίγουρα υπέροχο:
«Στην άλλη πλευρά της λίμνης / υπάρχει ένα μικρό πράσινο δέντρο. Σε αυτό το δέντρο το μικρό, το πράσινο /τρία πουλάκια τραγουδούν. Σε αυτό το δέντρο το μικρό, το πράσινο / τρία πουλάκια τραγουδούν. – Δεν ήτανε πουλάκια /Τρία αδέλφια ήτανε / Που τσακώνονταν για ένα κορίτσι / ποιος θα το κερδίσει. / Που τσακώνονταν για ένα κορίτσι, / ποιος θα το κερδίσει. – Ο πρώτος λέει: «Δική μου είσαι». / Ο δεύτερος λέει: «Αν η μοίρα το θελήσει». / Κι ο τρίτος λέει: «Καλή μου, / γιατί είσαι τόσο λυπημένη;». / Κι ο τρίτος λέει: «Καλή μου, / γιατί είσαι τόσο λυπημένη;». – «Πως να μην είμαι λυπημένη; / Πρέπει να παντρευτώ έναν γέρο / Λίγος χρόνος μου απομένει. / Δυο Κυριακές ακόμη / μπορώ να είμαι μαζί σου, αγάπη μου. / Δυο Κυριακές ακόμη /μπορώ να είμαι μαζί σου, αγάπη μου».