Όσες φορές κι αν έχω δει στην πορεία των χρόνων το “Chinatown“, τόσες φορές με έχει καθηλώσει, αλλά και τόσες φορές θα ήταν ψέμα να πω ότι καταλαβαίνω ακριβώς – ακριβώς όλα όσα συμβαίνουν στο σκέλος της ταινίας που αφορά τις δολοπλοκίες για την παροχή νερού και τα υδραγωγεία. ‘Η εν πάση περιπτώσει, ακόμη και τις φορές που την ώρα που το βλέπω νομίζω πως καταλαβαίνω, μετά δεν μπορώ να συγκρατήσω την εξήγηση στο μυαλό μου, με αποτέλεσμα κάθε φορά που το ξαναβλέπω να προσπαθώ να βγάλω άκρη απ’ την αρχή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το σενάριο του Ρόμπερτ Τάουνι έχει για κάτι να απολογηθεί κι ότι θα έπρεπε να μπει κάποιος αστερίσκος στην καθολική και διαχρονική αναγνώριση που απολαμβάνει, αυτό μάλλον σημαίνει πως το σενάριο του Ρόμπερτ Τάουνι δεν καλύπτει απλώς τις προδιαγραφές ενός σπουδαίου κινηματογραφικού σεναρίου, αλλά έχει και την πολυτέλεια να μην αρκείται σε αυτές, να πηγαίνει πέρα απ’ αυτές, έχοντας χτίσει μια ίντριγκα ακόμη πιο περίπλοκη, ακόμη πιο βαθιά, ακόμη πιο ψαγμένη, μια ίντριγκα που αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι πολύ λίγοι κινούν τα νήματα της ζωής των πάρα πολλών.
Από εκεί κι ύστερα, τι να πει κανείς για αυτή την ταινία του Πολάνσκι που δεν έχει ήδη ειπωθεί; Ο Πολάνσκι κόβει πολλά περισσότερα από τη μύτη του ήρωά του, ο Πολάνσκι σαν να μαχαιρώνει κι εμάς κάθε φορά που φτάνουμε στην αποκάλυψη του πιο μεγάλου μυστικού της ταινίας. Ήμασταν ως θεατές σαν τον ήρωά του “nosy”, περίεργοι, και τώρα ήρθε η σειρά μας να κοπούμε και να ματώσουμε. Ένα μυστικό που όσες φορές κι αν έχεις δει την ταινία (και που σε αντίθεση με τις ραδιουργίες για τα υδραγωγεία και το νερό της πόλης φυσικά και θυμάσαι) καταφέρνει να παραμένει σπαρακτικό: ίσως γιατί οι ατάκες που το αποκαλύπτουν είναι συγκλονιστικές (ειδικά αυτό το “and” της ταυτότητας), ίσως γιατί αυτή είναι μια ακόμη διαφορά που ξεχωρίζει μια συνολικά μεγάλη ταινία που έχει κι ένα μυστικό στην καρδιά της, από τον σωρό των ταινιών εκείνων που όλος τους ο λόγος ύπαρξης είναι το μυστικό τους, όπως ας πούμε όλος ο λόγος ύπαρξης των ανεκδότων είναι το αστείο στο τέλος. Ένα ανέκδοτο άπαξ και το ακούσεις, μετά δεν έχεις λόγο να το ξανακούσεις, ξέρεις τι θα γίνει, ξέρεις περί τίνος πρόκειται. Ταινίες όπως το “Chinatown”όμως έχεις όλους τους λόγους να τις δεις και να τις ξαναδείς,
Για τον ανθρωπότυπο του ολιγάρχη μεγαλοκαπιταλιστή Τζον Χιούστον, όλα είναι πόροι προς εκμετάλλευση και χειραγώγηση και απόλαυση και κέρδος: το νερό, οι άνθρωποι, οι πόλεις. Δεν μπορεί να τον αποτρέψει κανένας ποινικός νόμος, καμία κοινωνική συνείδηση, κανένα ταμπού. Δεν είναι ακριβώς απληστία. Δεν είναι ότι θέλει περισσότερα. Είναι ότι σε αυτό το παιχνίδι, δεν υπάρχει η έννοια του ως εδώ, του φτάνει. Είναι ότι αυτό το παιχνίδι έχει δομηθεί πάνω στο δεν φτάνει. Είναι ότι αυτό το παιχνίδι έχει δομηθεί στο ότι αν γινόταν να κατέληγε όλος ο πλούτος της γης στα χέρια ενός ανθρώπου, αυτός θα ήταν ο τελικός νικητής. Είναι ότι αυτό το παιχνίδι έχει δομηθεί πάνω σε μια διαρκή εκμετάλλευση, μόχλευση και απομύζηση. «Τι παραπάνω μπορείς να αγοράσεις που δεν μπορείς ήδη;», τον ρωτά ο Νίκολσον. «Το μέλλον», του απαντά. Δεν είναι ένας άνθρωπος που σε πολύ μεγάλη ηλικία προσπαθεί μέσω όσων κάνει να αποκτήσει μια ψευδαίσθηση αθανασίας. Αντίθετα είναι η ως το τέλος συνέχιση ενός τρόπου ζωής, του μόνου τρόπου ζωής που ξέρει αυτός ο ανθρωπότυπος.
Η ανομία και η διαπλοκή του μεγάλης εικόνας, η ανομία και η διαπλοκή για την υδραγώγηση της ευρύτερης περιοχής του Λος Άντζελες, διαπλέκεται με τη διαπλοκή και την ανομία της επιμέρους μικρότερης εικόνας, με τη διαπλοκή και την ανομία της Τσάινατάουν. Δεν πρόκειται όμως τόσο για καθρέφτισμα της μιας εικόνας στην άλλη. Γιατί αν το ένα βασικό σεναριακό στοιχείο του “Chinatown” αφορά την απτή διαπλοκή της οικονομικής εξουσίας στα υψηλότερα στρώματα, η Τσάινατάουν ως συνοικία του Λος Άντζελες έχει στην ταινία κυρίως συμβολική διάσταση. Είναι ένας τόπος που στοιχειώνει τον ήρωα από την προηγούμενη ζωή του. Ένας τόπος που το λάθος ήδη έχει γίνει. Ένας τόπος από τον οποίο έφυγε σαν καταραμένος. Ένας τόπος στον οποίο η μοίρα τον καλεί να επιστρέψει. Κι ανταποκρίνεται στο κάλεσμά της, γιατί πάντα σκαλιζόμαστε πάνω στην γκλίτσα της μοίρας. Και λέει ας πάω, αυτή τη φορά δεν θα προκαλέσω το κακό το οποίο ακριβώς προσπαθώ να αποφύγω να συμβεί. Η Τσάινατάουν είναι το δαιμονοποιημένο παρελθόν από το οποίο θέλουμε να ξεφύγουμε και στο οποίο επιστρέφουμε όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος.
Η Ντάναγουέι περιποιείται το τραύμα του Νίκολσον, ο επίδεσμος βγαίνει από τη μύτη, το κόψιμο αποκαλύπτεται βαθύ, αλλά όσο εκείνη ασχολείται με το τραύμα του, εκείνος ασχολείται με τα μάτια της: «Υπάρχει κάτι μαύρο στο πράσινο μέρος του ματιού σου». Δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο να κοιτάς άφοβα από τόσο κοντά πράσινα μάτια, δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο να τα κοιτάς τόσο παρατηρητικά, ώστε να διακρίνεις και τις μικρές τους αποχρώσεις. Θα του απαντήσει ότι είναι ένα ελάττωμα στην ίριδα. «Ελάττωμα;», θα τη ρωτήσει; «Ναι, κάτι σαν σημάδι εκ γενετής». Θα φιληθούν με τη μουσική του Τζέρι Γκόλντσμιθ να ντύνει το φιλί τους.