«Το γεύμα» της Λείας Βιτάλη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπίτου: Οι ομάδες σώζουν το θέατρο

Είναι τόση η ένταση που αναπτύσσεται επί σκηνής, που πολύ δύσκολα θα μείνει κανείς αδιάφορος ή ανεπηρέαστος

Διανύουμε μια τερατική, εκτρωματική σεζόν που δεν λέει να τελειώσει: δεν μπορώ να θυμηθώ πότε άλλοτε είχαμε τόσες πρεμιέρες μέσα στον Απρίλιο και τον Μάιο, πότε τόσοι εξαντλημένοι καλλιτέχνες έδιναν ό,τι καλύτερο είχαν με τέτοια αγωνία αν το κοινό, αλλά και η κριτική, θα τους ακολουθήσουν στο σισύφειο έργο τους σε μια περίοδο όπου κανονικά θα ολοκλήρωναν -ή θα είχαν ήδη ολοκληρώσει- τη σκληρή τους προσπάθεια. Αποκλειστικός υπεύθυνος γι’ αυτή την εκτροπή είναι φυσικά το υπουργείο πολιτισμού –χωρίς κεφαλαία αρχικά, όλα μικρά.

Αφού επέδειξε λιγότερο κι από πλημμελώς την ενίσχυσή του προς τους καλλιτέχνες  μέσα στα δύο δύσκολα χρόνια της και απλά αύξησε το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων, μοιράζοντας ελάχιστα σε πολλούς για να κλείσει στόματα, τώρα έρχεται σαν μικροπρεπής τοκογλύφος ή παντοπώλης που βιάζεται να εισπράξει τα βερεσέδια και να κλείσει τα μπακαλοτέφτερα, και υποχρεώνει τους θιάσους, για να μην φανούν ασυνεπείς προς τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, να ανεβάσουν άρον-άρον σε μια -σκάρτη- χρονιά τις παραστάσεις για τις οποίες επιχορηγήθηκαν σε δύο ή τρεις –ίσως το ρεκόρ κατέχουν οι 4frontal με τρεις παραστάσεις φέτος!

Είναι προς τιμήν των ομάδων πως στις περισσότερες των περιπτώσεων οι δουλειές τους δεν έχουν ίχνος λογικής ξεπέτας, δεν γίνονται απλά για να γίνουν και να δικαιολογήσουν τα πενιχρά ποσά που εισέπραξαν, αλλά αποτελούν σοβαρές καταθέσεις, αληθινές δημιουργίες. Πάντως οι μόνοι ωφελημένοι από την κατάσταση είναι οι ιδιοκτήτες θεατρικών αιθουσών προς ενοικίαση: αν στους απελπισμένους επιχορηγηθέντες του θεάτρου προστεθούν και αυτοί του χορού, καταλαβαίνει κανείς πως έκαναν την τύχη τους.

Είναι λοιπόν οι ομάδες που καλούνται να διασώσουν την τιμή του ελληνικού θεάτρου, κι ευτυχώς υπάρχουν αρκετές που το κατορθώνουν. Χωρίς ενδοιασμούς θα συμπεριλάβω σε αυτές την ομάδα ΑΣΙΠΚΑ που παρουσιάζουν «Το γεύμα» της Λείας Βιτάλη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπίτου. Και δεν είναι όλα ευνοϊκά σε αυτήν τους την προσπάθεια. Είναι προφανές πως το κεντρικό θέμα του έργου, αυτό του βιασμού και της γυναικοκτονίας, γνωρίζει και πάλι μια θλιβερή επικαιρότητα. Κι είναι ίσως το πιο ουσιαστικό θέμα που μπορεί κανείς να διαπραγματευτεί: πρόκειται για μια εγκληματική συμπεριφορά που στόχο της έχει a priori  το 50% του πληθυσμού.

Πέραν αυτού, όμως, το κείμενο παρουσιάζει εμφανείς αδυναμίες: εκτός από αρκετά σημεία που δείχνουν πότε γράφτηκε, καθιστώντας το παρωχημένο –π.χ. οι συνεχείς αναφορές στο χρηματιστήριο, η ψευδαίσθηση ευμάρειας και επιτυχίας που όζει δεκαετία του ’90 , άντε του 2000- είναι κραυγαλέα σχηματικό: οι χαρακτήρες που συγκεντρώνουν και αποδίδουν ο ένας στον άλλο όλα τα ελαττώματα της νεοελληνικής κοινωνίας μαζεμένα, καθίστανται έτσι τύποι, καρικατούρες, πρόσωπα σχηματικά. Δεν νομίζω πως είναι περίεργο που το έργο, βραβευμένο πριν από σχεδόν 25 χρόνια, έκτοτε μάλλον σπάνια παίζεται.

Αυτές όμως οι αδυναμίες του κειμένου μάλλον καθιστούν μεγαλύτερο το επίτευγμα της παράστασης και των ηθοποιών της: αν και χρησιμοποιούν τη μάλλον ολισθηρή οδό του ρεαλισμού, κατορθώνουν να εμφυσήσουν ζωή σε πρόσωπα σχεδόν χάρτινα, κι αυτό χάρις στην αφοσίωση, τον δυναμισμό και τη σκληρή τους δουλειά. Στήνουν τις ερμηνείες τους πάνω σε σωματικές δράσεις, και στην αλληλεπίδραση μεταξύ τους, που λειτουργεί διαρκώς και με απόλυτη ακρίβεια. Είναι γνωστό πως απεχθάνομαι κάθε νατουραλιστική τάση στο θέατρο. Όμως είναι τόση η ένταση που αναπτύσσεται επί σκηνής, που πολύ δύσκολα θα μείνει κανείς αδιάφορος ή ανεπηρέαστος. Αρκεί κανείς να παρατηρήσει το κοινό μετά το τέλος της παράστασης, αλλά και τους ίδιους τους ηθοποιούς κατά την υπόκλιση, και θα καταλάβει πολλά.

Φυσικά και θα ήθελα να δω την ίδια ομάδα σε ένα κείμενο πιο ουσιαστικό. Προς θεού, δεν υπαινίσσομαι πως επέλεξαν το συγκεκριμένο έργο για λόγους οπορτουνιστικούς, λόγω της θλιβερής επικαιρότητας που -δυστυχώς- μοιάζει να μην χάνει ποτέ, καθώς η βία κατά των γυναικών, σεξουαλική ή μη, και η πατριαρχική επιβολή παραμένουν ζητήματα της καθημερινότητάς μας. Ίσως, μάλιστα, όταν γράφτηκε «Το γεύμα» η καταγγελτικότητά του να ήταν πιο τολμηρή και δραστική από ότι μοιάζει σήμερα. Και σίγουρα θεωρώ την ειλικρίνεια του σκηνοθέτη και των ηθοποιών αδιαπραγμάτευτη. Όμως σήμερα το έργο δείχνει τα χρόνια του και τους αδικεί.

Όλοι οι ηθοποιοί έδωσαν ό,τι καλύτερο μπορούσαν και είναι άξιοι επαίνων. Ως πρώτη μεταξύ ίσων θα ξεχώριζα την Άλκηστη Πολυχρόνη, λόγω της πάντα εξαιρετικής της κίνησης. Όμως θα παρακολουθώ με ενδιαφέρον την εξέλιξη όλων. Τους αναφέρω αλφαβητικά: Θεοδώρα-Έλλη Αθανασοπούλου, Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας, Δημήτρης Καστανιάς, Θανάσης Κριτσάκης, Ελένη Μιχαηλίδου. Συγκρατήστε τα ονόματά τους, το αξίζουν.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.