«Το Δείπνο μου με τον Αντρέ» του Λουί Μαλ & «Οι Γέφυρες του Μάντισον» του Κλιντ Ίστγουντ: Εστέτ και λαϊκό, εγκεφαλικό και συναισθηματικό σινεμά

Το χερούλι στη βροχή

Οι επανεκδόσεις παλαιότερων, (περισσότερο ή λιγότερο) κλασικών ταινιών, μια απ’ τις γόνιμες παραδόσεις του ελληνικού καλοκαιριού, αποτελούν μια ευκαιρία για άλλους να πρωτοέρθουν σε επαφή και για άλλους να ξαναδούν και να ξαναθυμηθούν έργα που κρατούν τη δική τους ξεχωριστή θέση στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ας πούμε λοιπόν εδώ μερικά λόγια για δυο από τις επανεκδόσεις της τελευταίας εβδομάδας, «Το Δείπνο μου με τον Αντρέ» του 1981 και τις πολύ πιο γνωστές και δημοφιλείς «Γέφυρες του Μάντισον» του 1995.

Υπάρχει κάτι αναμφίβολα τολμηρό και μαζί γοητευτικό στην απόφαση να γυρίσεις ένα φιλμ σαν το «Δείπνο μου με τον Αντρέ». Το να βάζεις δυο ανθρώπους να συζητάνε επί σχεδόν δυο ώρες σερί, με την απουσία οποιασδήποτε άλλης δράσης, παρέκβασης ή διαλείμματος, κινηματογραφώντας τους μόνο στο τραπέζι του εστιατορίου που τρώνε, σημαίνει ότι παραδίδεις εξ ολοκλήρου τα κλειδιά στο περιεχόμενο της συζήτησης, στον λόγο. Ένας άλλος σκηνοθέτης θα αγχωνόταν και θα προσπαθούσε να παρέμβει περισσότερο, ο Λουί Μαλ δεν είχε τέτοια κόμπλεξ και δεν χρειαζόταν να αποδείξει τίποτα, με αποτέλεσμα ναι σκηνοθετήσει εκ των πραγμάτων μια ταινία – στοίχημα.

Και μόνο που επαναπροβάλλεται πάνω από τέσσερις δεκαετίες μετά, σημαίνει ότι το στοίχημα κερδήθηκε. Κι ήταν ένα στοίχημα ακόμη μεγαλύτερης δυσκολίας, καθώς σε μεγάλο μέρος του «Δείπνου μου με τον Αντρέ» ουσιαστικά δεν παρακολουθούμε καν συζήτηση, αλλά έχουμε έναν άνθρωπο, τον Αντρέ Γκρέγκορι, που μιλάει ακατάπαυστα. Απέναντί του ο Γουάλας Σον απλά αντιδρά, του δίνει πολύ μικρές πάσες για να συνεχίσει, κατά βάση ακούει, μέχρι να αναδειχθεί στο τελευταίο μέρος της κουβέντας σε κυριολεκτικό συζητητή και να αρθρώσει τις δικές του σκέψεις, αντιρρήσεις, οπτική.  

Το «Δείπνο μου με τον Αντρέ» είναι γραμμένο απ’ τους δυο συνομιλητές και βασισμένο αρκετά πάνω στην πραγματική ζωή τους. Ωστόσο εκείνο που μας αφορά εμάς ως αποδέκτες ενός έργου τέχνης δεν είναι ο βαθμός αντιστοίχισης, δεν είναι ο τυχόν αληθινός «Γουόλι» και ο τυχόν αληθινός Αντρέ, εκείνο που μας αφορά είναι ο Γουόλι και ο Αντρέ του «Δείπνου», οι ήρωες που παρουσιάζονται εκεί – και αυτούς τους ήρωες αφορά και η αμέσως πιο κάτω κριτική.

Επιτυχημένος πρωτοποριακός θεατρικός σκηνοθέτης ο Αντρέ, τα παρατάει ξαφνικά όλα και χάνεται για λίγα χρόνια απ’ το προσκήνιο. Ο Γουόλι, έχοντας συνεργαστεί στο παρελθόν μαζί του, τον ξαναβρίσκει χωρίς να το πολυθέλει μέσω ενός κοινού γνωστού. Mε το δείπνο θα κάνουν αυτό που λέμε κατς απ. Ο Αντρέ αρχίζει να του εξηγεί πού είχε χαθεί. Του περιγράφει ταξίδια του στην Ευρώπη, την Αφρική και την Άπω Ανατολή, σε μια προσπάθεια του να έρθει σε επαφή με ουσιαστικότερες αλήθειες της ύπαρξης. Τον βασανίζει και τον απασχολεί ο εαυτός του, oι ρυθμοί και ο τρόπος που ζούμε στις δυτικές κοινωνίες, ο τρόπος που σχετιζόμαστε. Συνιστούν άραγε πολυτέλεια τέτοιες αναζητήσεις; Όχι, θα έπρεπε να μας αφορούν όλους – μας αφορούν βασικά όλους θέλουμε δε θέλουμε, είτε τις βγάζουμε στην επιφάνεια είτε τις έχουμε θαμμένες, με αποτέλεσμα να μας χτυπούν υπόγεια, με καταθλίψεις ή άλλες μορφές ψυχικής αποσταθεροποίησης και απουσίας γαλήνης. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο «αλλά»: ότι όλα όσα περιγράφει ο Αντρέ γίνονται πάνω στο έδαφος μιας πολυτέλειας. Οι αναζητήσεις μπορεί να μην είναι πολυτελείς, αλλά χρειάζονται το έδαφος της συγκεκριμένης πολυτέλειας για να καρποφορήσουν, χρειάζονται την πολυτέλεια της οικονομικής άνεσης, της έλλειψης οικονομικού άγχους, της άνεσης να μπορείς να παρατάς τη δουλειά σου και την οικογένειά σου για κάποια χρόνια σκαρώνοντας υπαρξιακά τουρ αυτογνωσίας ανά την υφήλιο.

Ο Αντρέ μπορεί να κατηγορεί βάσιμα και πειστικά την αλλοτρίωση μας και τον τρόπο που ζούμε στον αυτόματο, αλλά αυτή η πιο καθαρή ύπαρξη που ονειρεύεται τι θα συνεπαγόταν άραγε από πλευράς επιβίωσης; Ότι θα έπρεπε να ζούμε ως τροφοσυλλέκτες ή ως κυνηγοί; Και πάλι θα υπήρχε ένας αγώνας καθημερινής επιβίωσης. Έτσι ο Αντρέ καταλήγει να μου μοιάζει με τουρίστας που πηγαινοέρχεται από την πολυτέλεια της Νέας Υόρκης στις διάφορες new age εξορμήσεις του. Και σε αυτόν τον βαθμό πολλές από τις παρατηρήσεις του -μολονότι από μόνες τους παραμένουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες- μου μοιάζουν και δήθεν. Και όχι μόνο σε έναν, αλλά σε όλους τους βαθμούς, όλα όσα περιγράφει και όλα εκείνα για τα οποία με θέρμη μιλά μου μοιάζουν εντελώς εγκεφαλικά.

Όπως και η ίδια η ταινία. Κι αυτή είναι κι η βασική μου ένσταση απέναντί της. Ότι λειτουργεί μεν ως μια εξαιρετική κιβωτός σκέψεων, αλλά έχουμε να κάνουμε με σκέτες σκέψεις. Ακόμη και όταν ο λόγος πηγαίνει στο συναίσθημα, δεν μετατρέπεται σε συναισθηματικό λόγο, αλλά σε σκέψεις πάνω στο συναίσθημα. Μπορεί κανείς να κρατήσει πολλές απ’ αυτές, μπορεί να επανέρχεται σε αυτές, αλλά η ταινία παραμένει στεγνή και αεροστεγής. 

Φαινομενικά -και ενδεχομένως και όχι μόνο φαινομενικά- σε σύγκριση με το «Δείπνο μου με τον Αντρέ», «Οι Γέφυρες του Μάντισον» είναι ένα λιγότερο βαθύ και ψαγμένο έργο. Κι είναι σαφώς πολύ πιο συμβατικό σινεμά, τόσο κατασκευαστικά όσο και θεματικά. Αλλά η βασική τους διαφορά -και η διαφορά που με τσίγκλισε να γράψω και για τις δύο μαζί- είναι η συγκεκριμένη αντιδιαστολή: «Οι Γέφυρες του Μάντισον» είναι μια ταινία βουτηγμένη στο συναίσθημα. Όσο εστέτ σινεμά είναι το «Δείπνο» τόσο λαϊκό σινεμά είναι οι «Γέφυρες», όσο εγκεφαλική κατασκευή είναι το «Δείπνο» τόσο σε μια διαρκή ροή συναισθήματος βρισκόμαστε με τις «Γέφυρες».

Άιοβα 1965, η Μέριλ Στριπ έχει έναν δεκαεπτάχρονο γιο, μια δεκαεξάχρονη κόρη, έναν άντρα που κρατά το οικογενειακό αγρόκτημα συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση εκατό ετών, άντρα που την γνώρισε στην Ιταλία όταν υπηρετούσε, που την έφερε μαζί του από την Ιταλία, που δεν την άφησε να δουλεύει ως δασκάλα σε σχολείο, γιατί τα παιδιά, το σπίτι κλπ. Γενικότερα η ζωή στις ΗΠΑ δεν ήταν όπως την ονειρευόταν, χωρίς πάντως να σημαίνει κι ότι έζησε και ζει μια δυστυχισμένη ζωή. Ρουτινιασμένη πολύ ναι.

Τώρα έχει τουλάχιστον πέντε μέρες να πάρει μια ανάσα από τις υποχρεώσεις και την αέναη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων περνώντας λίγο χρόνο μόνη της. Ο άντρας της με τα παιδιά της θα λείψουν σε γειτονική Πολιτεία, μπορούσε να πάει μαζί τους, αλλά προτίμησε να απολαύσει λίγο την μοναξιά. Ο Κλιντ Ίστγουντ είναι φωτογράφος που έρχεται στην περιοχή να φωτογραφίσει γέφυρες της κομητείας του Μάντισον, θα σκάσει στο κατώφλι της, μια βαθιά ρομαντική ιστορία θα γεννηθεί.

Και στο σημείο αυτό θα αντιγράψω κάτι που είχα γράψει λίγο παλιότερα στο Facebook. Το είχα γράψει μεταξύ σοβαρού και αστείου, δεν το εννοούσα εκατό τοις εκατό και δεν θέλω να διαβαστεί ως η απόλυτη θέση μου για τους ήρωες, ειδικά ως προς την ποιότητα των συναισθημάτων της ηρωίδας, Από την άλλη εννοώ εντελώς σοβαρά όσα λέω για το τίνος ο έρωτας έχει μεγαλύτερη αξία ή εν πάση περιπτώσει τίνος ο έρωτας θα έπρεπε να είναι ο υπεράνω υποψίας. Το αντιγράφω λοιπόν (και για όσους δεν έχουν δει την ταινία, ας βάλω και το απαραίτητο spoiler alert). 

«Την προτελευταία από τις τέσσερις βραδιές τους, η Μέριλ Στριπ ζητάει απ’ τον Κλιντ Ίστγουντ εξηγήσεις: τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους; Είναι λοιπόν κι εκείνη μια ακόμα από τις πολλές ερωτικές του περιπέτειες, μια από τις πολλές γυναίκες που έχει συναντήσει σε διάφορα σημεία της γης, ένα ακόμα σημάδι στον χάρτη, τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι του έχει συμβεί στην Αφρική ή στην Ρουμανία; Ο Κλιντ λιώνει, μελώνει, απολογείται: αν σε έκανα να πιστέψεις ότι το μεταξύ μας είναι για μένα μια ακόμη επανάληψη της φάσης μου, αν δεν σε έκανα να καταλάβεις ότι όλα μου τα χρόνια τα ζούσα έτσι ώστε να με φέρει ο δρόμος μου έξω από την πόρτα σου και να σε συναντήσω, τότε κάτι έχω κάνει πάρα πολύ λάθος. Η Μέριλ πείθεται. Σε ένα παράλληλο σύμπαν ο Κλιντ θα την τρολάριζε λέγοντας ότι μπορώ να σου πω την ίδια ατάκα και στα ρουμάνικα.

Αλλά στο δικό τους σύμπαν, στο σύμπαν των «Γεφυρών του Μάντισον», υπάρχει μια θεμελιώδης παρανόηση: δεν θα έπρεπε να είναι εκείνος που έχει να αποδείξει – εκείνη θα έπρεπε να είναι. Αν ένας άνθρωπος που έχει ένα σωρό ερωτικές ιστορίες κάθεται και κολλάει σε μία, πάει να πει ότι όντως για τον ίδιο “This kind of certainty comes once in a lifetime”. Αν όμως ένας άνθρωπος που είναι εγκλωβισμένος στους ρόλους της νοικοκυράς, της συζύγου, της μάνας, της γυναίκας της επαρχίας, της γυναίκας που ζει στην κοινότητα των ανθρώπων με την μικροαστική ηθική, έχει ξαφνικά τέσσερις μέρες ελευθερίας από οικογενειακές υποχρεώσεις και τον πρώτο ξένο που εμφανίζεται στην πόρτα της τον ερωτεύεται αβάσταχτα, τότε με ποιες ακριβώς άλλες ευκαιρίες και εμπειρίες έχει να συγκρίνει αυτό που τώρα νιώθει; Ο Κλιντ έχει να συγκρίνει με πολλές.

Για εκείνον ο τόπος και ο χρόνος που βρίσκεται τώρα είναι καταρχάς ίδιας υφής τόπος και χρόνος με ένα σωρό προηγούμενους. Κι αν τον μεταλλάσσει κάτι, είναι το συναίσθημά του. Για εκείνην συντρέχουν εξαρχής στο πρόσωπό του δύο παράγοντες σχεδόν πρωτόγνωροι: πρώτον, σκάει πάνω της στο ρεπό που έχει από την υπόλοιπη ζωή της και στη ρωγμή της κανονικότητάς της και δεύτερον, είναι ένας εντελώς άγνωστος, ένας έξω από την κοινότητά της. Μπορεί να μην έχει φύγει από τον τόπο της, αλλά η ξαφνική ελευθερία που έχει, είναι για αυτήν σαν ταξίδι. Τώρα μπορεί να ζήσει για τέσσερις μέρες ελεύθερα.

 

Μα είχε κάτι τέτοιο κατά νου; Όχι, ούτε κατά διάνοια. Αλλά εμφανίστηκε μπροστά της την πιο κατάλληλη στιγμή, την πιο ευεπίφορη στιγμή, την μόνη βασικά στιγμή που θα μπορούσε να αφεθεί και να το ζήσει. Και είναι έτοιμη να αφεθεί. Θέλει τσιγάρο, θέλει αναψυκτικό, θέλει παγωμένο τσάι, θέλει μπύρα, θέλει μπράντι, θέλει να τον πάει να του δείξει που είναι η γέφυρα, θέλει να τον φέρει σπίτι, θέλει να τον ποτίσει, θέλει να τον ταϊσει, θέλει να κοιμηθεί μαζί του, θέλει να τον ξελογιάσει. Τον ξελογιάζει. Και ξελογιάζεται κι η ίδια. Και της λέει έλα μαζί μου, τα παιδιά σου είναι μεγάλα πια. Και φτιάχνει τις βαλίτσες της. Και μετά δεν μπορεί να φύγει. Δεν μπορεί να χαλάσει το σπιτικό της, την οικογένειά της, δεν μπορεί να κάνει τέτοιο κακό στον άντρα της και τα παιδιά της, η κοινότητα μιλάει πολύ, η κοινότητα θα τους ισοπέδωνε με το κουτσομπολιό της. Το τετραήμερο πέρασε. Το διάλειμμα τελείωσε. Όσο έπαιξε έπαιξε. Έχει έναν τέλειο έρωτα στο μυαλό και την καρδιά της ως καύσιμο για να αντέξει τα υπόλοιπα χρόνια της ανεπίληπτης οικογενειακής ζωής της. Εκείνος κάθεται και την περιμένει μούσκεμα στη βροχή, βγάζει για πάρτη της βιβλία, γαμιέται για πάντα. Μπορεί και να μην ξαναπήγε ποτέ και Ρουμανία».

Αυτά είχα γράψει την προτελευταία φορά που είδα τις «Γέφυρες του Μάντισον». Ξαναβλέποντάς τες τώρα για μια τελευταία μέχρι την επόμενη, με εντυπωσίασε ότι για πρώτη φορά μου φάνηκε μια στάλα «φωναχτή» η υποκριτική της Στριπ (ναι, κι ας είναι τόσο διακριτική – ακριβώς για αυτό). Αντίθετα, μου φάνηκε καλύτερο από ποτέ και πιο αγαπησιάρικο από ποτέ το παίξιμο του Ίστγουντ. Κι ίσως πιο αγαπησιάρικη από ποτέ και συνολικά η ταινία, αφού έχει το σπανιότατο χάρισμα να γίνεται πιο αγαπησιάρικη με κάθε νέα θέασή της: η σκηνοθεσία του Ίστγουντ, το υποδειγματικό σενάριο του Ρίτσαρντ ΛαΓκραβενέζ πάνω στο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ, η φωτογραφία του Τζακ Γκριν, η μουσική του Λένι Νιχάουζ, τα σκηνικά, τόσο του σπιτιού όσο και τα εξωτερικά, «Οι Γέφυρες του Μάντισον» είναι ανεπιτήδευτα αγαπήσιμος κινηματογράφος. 

Παίζει όσες φορές κι αν τις έχεις δει να ξεχνάς το κομμάτι με τα ενήλικα παιδιά της Στριπ. Παίζει επίσης όσες φορές κι αν τις έχεις δει να ξεχνάς πόσα μπόλικα λεπτά ταινίας υπάρχουν ακόμα μετά τη σκηνή με τη βροχή. Αλλά τις τέσσερις μέρες που πέρασαν μαζί σου είναι τόσο δύσκολο να τις ξεχάσεις όσο ήταν και σε εκείνους. 

Οι «Γέφυρες του Μάντισον» είναι ένα σινεμά που δεν θα ντραπεί να μιλήσει στην καρδιά σου με τα πιο πρωτογενή υλικά, λακωνικά, ευθύβολα κι απαράγραπτα, με μια βροχή κι ένα χερούλι. Για σκηνές σαν της βροχής έχει νόημα να ζεις. Ως θεατής και λάτρης του σινεμά όμως. Γιατί σκηνές σαν της βροχής, στη δική σου ζωή, είτε αυτού του είδους η βεβαιότητα έρχεται μια φορά είτε όχι, αν είναι να τις ζήσεις, ζήστε τες επειδή έτσι θα σου βγει από μόνο του. Πάρα πολλές φορές υπάρχει ο κίνδυνος να αγαπάμε το περίβλημα της ρομαντικής ιστορίας, να θεωρούμε ότι η ερωτική ιστορία ως πλαίσιο και ως μύθος είναι που έχει αξία και όχι η ζωντανή σχέση εντός της. Ας μην είμαστε ρέπλικες. Ας ζούμε τα δικά μας με τον δικό μας τρόπο, ας έχει αυταξία η αλήθεια της κάθε σχέσης, ας σκίζουμε τα περιβλήματα, το πλαίσιο, τα διαδικαστικά, τα μελοδράματα ακόμα – ακόμα. Ας είμαστε μελοδραματικοί μόνο αν έτσι νιώθουμε, όχι γιατί έτσι απαιτεί το job description των αισθηματικών. Το πάθος είναι εσωτερικό πράγμα. Η θεατρικότητα της εκδήλωσής του είναι συνήθως μίμηση, αναπαράσταση, σκηνή που είδαμε στο σινεμά.   

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.