“The Hand of God” του Πάολο Σορεντίνο και το «Μην Κοιτάτε Πάνω» του Άνταμ ΜακΚέι: Νησιά σπαρμένα στη θάλασσα της μνήμης

Δεν μπορείς να βγεις απ' την κουλτούρα που ειρωνεύεσαι

Ας μιλήσουμε σήμερα για δυο ταινίες σημαντικών σκηνοθετών που προβάλλονται αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες και οι οποίες έχουν το συνδετικό στοιχείο, ότι όντας και οι δύο παραγωγές του Νetflix θα αρχίσουν να προβάλλονται οσονούπω κι απ’ την πλατφόρμα του (το “The Hand of God” από 15 Δεκεμβρίου και το «Μην Κοιτάτε Πάνω» από 24 Δεκεμβρίου). Ωστόσο προφανώς και η δική μου προτροπή είναι να δείτε και τις δύο ταινίες στο σινεμά. Εφόσον σας επιτρέπεται βέβαια, γιατί δεν επιτρέπεται πια σε όλους (καλώς ή κακώς, αυτό είναι μια άλλη, ξεχωριστή συζήτηση, που δεν αναιρεί όμως το γεγονός).

Κι αν για λόγους ελεύθερου χρόνου ή διαθέσιμου μπάτζετ πρέπει να επιλέξετε μόνο τη μία από τις δύο, επιλέξτε για το σινεμά το «Χέρι του Θεού» του Πάολο Σορεντίνο. Όχι μόνο γιατί είναι μια ταινία που θα είναι κρίμα να μην τη δει κανείς σε κινηματογραφική αίθουσα, αλλά και γιατί -και για όσο νόημα μπορούν να έχουν οι συγκρίσεις ανάμεσα σε δυο φιλμ διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών- είναι η σαφώς καλύτερη από τις δύο.

«To Xέρι του Θεού» (προς τι άραγε ο αγγλικός τίτλος “Τhe Hand of God”, για μια ταινία που έχει ιταλικό τίτλο και μια φράση που ειπώθηκε στα ισπανικά απ’ τον Μαραντόνα) ξεκινάει ξαφνιάζοντάς σε, ξεκινάει με μια σκηνή στην οποία προσπαθείς να καταλάβεις τι ακριβώς διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια σου. Και είναι πραγματικά σπάνιο το συναίσθημα πια να σε αιφνιδιάζει αυθεντικά μια σκηνή και να μην μπορείς να κατατάξεις αυτό που βλέπεις σε προκατασκευασμένα ερμηνευτικά κουτάκια. Κι όσο κι αν είναι στα υπέρ της ταινίας, ότι σταδιακά θα προκύψει μάλλον και ένα ερμηνευτικό κλειδί, η αρχική αβεβαιότητα διατηρεί κάτι το πολύτιμο.

Από την άλλη, αυτό που βλέπεις στην αρχική σκηνή συμβαίνει στη θεία του ήρωα. Δραματουργικά δεν είναι τόσο σημαντικό, δραματουργικά μπορεί να θεωρηθεί μέχρι και λάθος να ξεκινάμε βλέποντας για αρκετά λεπτά κάτι που η επίδρασή του στην αφηγούμενη ιστορία είναι παράπλευρη και δευτερεύουσα. Είναι όμως αισθητικά σημαντικό. Γιατί ακόμη κι αν η υπόλοιπη αφήγηση της ιστορίας θα κινηθεί σε πολύ πιο ρεαλιστικά και πολύ λιγότερο αμφίσημα μονοπάτια, η επιλογή του Σορεντίνο να ξεκινήσει με αυτόν τον τρόπο είναι ενδεικτική ότι αντιμετώπισε «Το Χέρι του Θεού» ως άσκηση ελευθερίας.

Η Νάπολι των μέσων της δεκαετίας του ’80, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έρχεται κι αλλάζει τον χαρακτήρα μιας πόλης όσο ίσως άλλοτε ποτέ κανείς άλλος αθλητής σε καμιά άλλη πόλη, o Πάολο Σορεντίνο είναι έφηβος και «Το Χέρι του Θεού» είναι έντονα αυτοβιογραφικό. Μια πολιτικά μη ορθή απεικόνιση ενός μεγάλου σογιού, μια πινακοθήκη από φιγούρες παράταιρες, ως καρικατουρίστικες, ως ενίοτε και γκροτέσκο, και αρχικά σκέφτεσαι ότι περισσότερο γκροτέσκο απ’ όλα είναι η φουλ εξιδανικευμένη απεικόνιση του ζευγαριού των γονιών του, που μετά από δυο δεκαετίες τουλάχιστον μαζί, δεν λατρεύονται απλά, σφυράνε ο ένας στον άλλον συνωμοτικά κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Ευτυχώς όμως επρόκειτο για ένα σεναριακό τρικ, οι γονείς του στην πορεία κατεβαίνουν απ’ το βάθρο της ιδανικής σχέσης και γίνονται πολύ πιο πραγματικοί, καθώς αποκαλύπτονται τα τρωτά τους σημεία κι οι αντιφάσεις τους, χωρίς ωστόσο -κι ευτυχώς- το βλέμμα του πάνω τους να πάψει στιγμή να είναι τρυφερό.

Η πλοκή της ταινίας είναι αρκετά ως πολύ αντισυμβατική. Το κεντρικό της γεγονός και ο μεγάλος συναισθηματικός της καταλύτης συμβαίνει λίγο μετά τη μέση της ταινίας. Από εκεί και πέρα στο τελευταίο της τρίτο σαν να παρακολουθούμε περισσότερο μια παράθεση ανεξάρτητων μεταξύ τους επεισοδίων, παρά μια σειρά γεγονότων που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση αλληλεξάρτησης. Κι αφού πρόκειται για έργο σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, προτιμώ να διαβάζω ως θεατής τα συγκεκριμένα επεισόδια ως αυθεντικές αναμνήσεις του Σορεντίνο. Το παρελθόν μας αυτό είναι: σποραδικά νησιά αναμνήσεων. Αυτά θυμάμαι, αυτά χαράκτηκαν μέσα μου. Οι αναμνήσεις μας δεν είναι χερσαίο συνεχόμενο έδαφος, είναι νησιά σπαρμένα στη θάλασσα της μνήμης μας. Η προσωπική μας ιστορία και η προσωπική μας αυτοαφήγηση, το ποιος είμαι και πώς έφτασα ως εδώ, μπορεί να έχει χερσαίο και συνεκτικό χαρακτήρα, αλλά οι αναμνήσεις είναι σαν εκείνα τα παλιά τα φωτογραφικά άλμπουμ, τότε που οι φωτογραφίες ήταν πράγμα σπάνιο, υλικό και πολύτιμο και μετατρέπονταν με τη σειρά τους σε κιβωτοί αναμνήσεων αυτονομούμενες από την αρχική ανάμνηση.

Μπορεί «Το Χέρι του Θεού» συγκρινόμενο με μια άλλη αυτοβιογραφική ταινία του Netflix, το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν, να μην έχει ούτε την αρτιότητά του, ούτε την εικαστική του δύναμη, ούτε να έχει επιτύχει τη σύνθεση των αναμνήσεων σε ένα πολύ στέρεο σενάριο, αλλά αφενός είναι επιλογή του Σορεντίνο να σκηνοθετήσει πιο «απλά» και λιγότερο βιρτουόζικα από ό,τι ας πούμε στην «Τέλεια Ομορφιά» και αφετέρου και κυρίως η ταινία του είναι βαθιά ανθρώπινη και πολύ αγαπησιάρικη, και οι όποιες ατέλειές της είναι τελικά η άλλη όψη της ομορφιάς και της αλήθειας της. Μεγάλο ναι για «Το Χέρι του Θεού».

Η κεκτημένη δημιουργική ταχύτητα του Άνταμ ΜακΚέι απ’ το εξαιρετικά καινοτόμο «Μεγάλο Σορτάρισμα»,  μειώθηκε λίγο -αλλά πάντως μειώθηκε- με το “Vice” και μειώνεται ακόμη περισσότερο τώρα -αν και σαφώς όχι σε βαθμό πλήρους ακινητοποίησης- με το «Μην Κοιτάτε Πάνω», μείωση που δημιουργεί ένα κοντράστ με την μεγάλη  φιλοδοξία και το μεγάλο όραμα που μοιάζει να έχει η ταινία. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία αδιάφορη, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που έχει μεν αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία μέσα της εδώ κι εκεί, αλλά που είναι και πολύ λιγότερο σημαντική από όσο θέλει να είναι και νομίζει πως είναι.

Η ανακάλυψη ενός κομήτη που θα χτυπήσει τη γη και σε εξίμιση μήνες θα οδηγήσει σε ολικό αφανισμό κάθε ζωής πάνω της δεν δημιουργεί την αναμενόμενη αντίδραση, αλλά εργαλειοποιείται άλλοτε από πολιτικά κι άλλοτε από μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα, την ώρα που το πόπολο αμφιταλαντεύεται μεταξύ της προτίμησής του να επενδύει στην ανάλαφρη και ψυχαγωγική πλευρά της επικαιρότητας και της άρνησής του να πιστέψει τα επιστημονικά δεδομένα.

NIKO TAVERNISE/NETFLIX © 2021

Γραμμένο ως αλληγορία για την κλιματική κρίση και στην πορεία μετατρεπόμενο και σε απεικόνιση της αντιεπιστημονικής αντιμετώπισης της πανδημίας από μερίδα πολιτών και τη διακυβέρνηση Τραμπ, το «Μην Κοιτάτε Πάνω» θέλει να μιλήσει για τους πάντες και τα πάντα, αλλά αδυνατεί να κρατήσει όλες τις μπάλες στον αέρα, αδυνατεί να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στο σατιρικό και το βαρύγδουπο, ο σαρκασμός του μοιάζει συχνά πυκνά άσφαιρος και ξεθυμασμένος.

Όχι ότι δεν έχει τις στιγμές του. Αλλά όσο κι αν ξεκαρδίζεσαι με το αστείο για τον Στινγκ, δεν είναι παρά ένα ανέκδοτο. Αλλά όσο κι αν είναι υπέροχο το εύρημα με τα σνακ του Λευκού Οίκου, παραμένει ξεκομμένο και μετέωρο και δείγμα μιας άλλης ταινίας που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο απρόβλεπτα ανατρεπτική. Αλλά ακόμα κι αν στο φινάλε τα πράγματα ανεβαίνουν πολύ, καθώς τόσο η σκηνή πριν τους τίτλους τέλους πετυχαίνει όντως να κινηματογραφήσει ευρηματικά κάτι βαθιά συγκινητικό, όσο και η σκηνή μετά τους τίτλους τέλους πετυχαίνει όντως να βρει με ένα εξαιρετικό αστείο το κέντρο του στόχου της κριτικής, περισσότερο απ’ το να σώσει και να δικαιώσει το φινάλε όλη την ταινία, σου αφήνει την αίσθηση του πόσο συνολικά καλύτερη, ακριβέστερη, συμπαγέστερη, περισσότερο δουλεμένη θα μπορούσε να είναι.

NIKO TAVERNISE/NETFLIX © 2021

Κλείνω με δύο σημεία που η μετα-ειρωνεία συναντά την ειρωνεία, που η ειρωνεία της πραγματικότητας συναντά την ειρωνεία της ταινίας, που δεν ξέρεις τελικά που τελειώνει το ειρωνικό και που αρχίζει το δεν μπορώ να βγω στα αλήθεια απ’ την κουλτούρα που κριτικάρω.

Πρώτον, το τέλος του κόσμου απέχει πια ελάχιστες μέρες και η προσπάθεια των επιστημόνων να πείσουν την κοινή γνώμη, πλαισιώνεται από μια συναυλία μεγάλων σταρ, για να συνοδευθεί με σόου το μήνυμα αφύπνισης, μπας και περάσει έτσι. Αλλά το τραγούδι (στο οποίο μάλιστα αφιερώνεται ασυνήθιστα πολύς κινηματογραφικός χρόνος) ως μέρος της show business θα λειτουργήσει πιθανότατα έτσι και στην απονομή των όσκαρ αν είναι υποψήφιο. Ειρωνευόμαστε λοιπόν αυτή την πτυχή της κουλτούρας ή είμαστε πλήρως ενσωματωμένοι μέσα της;

NIKO TAVERNISE/NETFLIX © 2021

Δεύτερον, μολονότι στους τίτλους της αρχής βλέπει κανείς το όνομα της Κέιτ Μπλάνσετ, όταν αυτή πρωτοεμφανίζεται στην οθόνη δεν την καταλαβαίνεις αμέσως. Είναι παρουσιάστρια του πιο δημοφιλούς πρωινάδικου στις ΗΠΑ και έτσι όπως την βλέπουμε από μια σχετική απόσταση και με τα φώτα του στούντιο πάνω της και με όλες τις επεμβάσεις στο πρόσωπό της για να μοιάζει πιο νέα, είναι πραγματικά αγνώριστη. Μετά όμως, όταν την βλέπουμε και στην υπόλοιπη ταινία, έτσι παραμένει λίγο πολύ. Υπάρχει κάποιο σχόλιο πάνω στην επέμβαση της εικόνας των γυναικών ώστε να είναι πάντα νέες ή απλά βλέπουμε την Κέιτ Μπλάνσετ να έχει δύο δεκαετίες λιγότερες στο πρόσωπό της;

NIKO TAVERNISE/NETFLIX © 2021

Εν πάση περιπτώσει αν πρέπει να κρατήσουμε έναν χαρακτήρα απ’ την ταινία, δεν είναι η Πρόεδρος των ΗΠΑ ως εκπρόσωπος της πολιτικής εξουσίας, δεν είναι η τηλεπερσόνα ως εκπρόσωπος της λάιτ πλευράς της δημοσιογραφικής εξουσίας, δεν είναι οι ποπ σταρ ως εκπρόσωποι της ποπ κουλτούρας, δεν είναι οι επιστήμονες, είναι ο χαρακτήρας του Μαρκ Ράιλανς, ένα μίγμα Ζάκερμπεργκ, Στιβ Τζομπς και Έλον Μασκ, που εξοργίζεται όταν τον αποκαλούν επιχειρηματία, καθώς δεν είναι επιχειρηματίας, δεν ενσαρκώνει καν την οικονομική εξουσία, ενσαρκώνει έναν ανθρωπότυπο, η τεχνολογική και οικονομική εξουσία του οποίου τον σπρώχνει ολοένα και πιο πέρα στο σπάσιμο των ορίων και των περιορισμών του ανθρώπινου σώματος. Του ανήκει ο πλανήτης, οι κάτοικοι του, τα δεδομένα τους, το παρελθόν τους, το παρόν τους, το μέλλον τους.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.