Release Athens Ημέρα 1η: Η αναγγελία της απελευθέρωσης των Αθηνών

Για τη χθεσινή συναυλιακή βραδιά του καλοκαιριού με το πιο πλήρες, εντυπωσιακό lineup: dEUS, The Jesus and Mary Chain και Bauhaus και την αποχώρηση με φανερό εκνευρισμό του Peter Murphy από τη σκηνή

Για όσους εξ ημών το καλοκαίρι, εδώ και πολλά-πολλά χρόνια, ταυτίζεται και με τα μεγάλα ροκ φεστιβάλ, χθες ήταν μια μέρα ξεχωριστή: επιτέλους ανακτήσαμε μια ιδιότητα που μας είχε λείψει απίστευτα τη διετία του εγκλεισμού: αυτή του μέλους της Κοινωνίας του Βλέμματος, αυτής όπου συγκεντρωνόμαστε κοιτάζοντας κάτι ως θεατές όλοι μαζί –και μάλιστα ως κοινό μιας ροκ συναυλίας, αυτού που ο Greil Marcus έλεγε πως μοιάζει στην ιδανική κοινωνία.

Δεν ξέρω πόσο έχει αλλάξει η δομή και η λειτουργία του κοινού αυτού από τα χρόνια που ο σοφός κριτικός διατύπωσε αυτό το διάσημο απόφθεγμα. Ξέρω μόνο πως όλοι όσοι βιώσαμε από τρυφερή ηλικία το να βρισκόμαστε στην αρένα μπροστά σε έναν καλλιτέχνη ή ένα συγκρότημα που ως Διόνυσος μάς οδηγούσε μαεστρικά στη βακχεία, αυτή η ιδιότητα έγινε από τις βασικές που μας χαρακτήριζαν για πάντα.

Χθες λοιπόν άνοιξε η αυλαία ενός συναυλιακού καλοκαιριού που, λόγω της διετούς αποχής, θα είναι το πλουσιότερο εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Φυσικά και η υπερπροσφορά δεν εγγυάται την αντίστοιχη ζήτηση, ειδικά σε μια περίοδο που η οικονομική κατάσταση των περισσότερων από μας δεν είναι και εξαιρετική –για να το θέσω όσο πιο ήπια μπορώ. Αν δεν ήταν το πρώτο μ.Κ. (μετά Κορωνοϊόν-λέμε τώρα) καλοκαίρι, θα αντιμετώπιζα τις επιλογές των διοργανωτών με πολλή γκρίνια: συντηρητικές κι αναμενόμενες ως επί το πλείστον, με ονόματα που έχουμε δει και ξαναδεί, χωρίς την παραμικρή τόλμη ή φαντασία –θα προέτρεπα μάλιστα να πάρουμε στον Parov Stelar, Thievery Corporation από ένα δυαράκι στο Παγκράτι ή το Κουκάκι για να μην τρέχουν, τους έχουν φάει τα πήγαινε-έλα τους ανθρώπους…

Μπορεί και να μιλούσα για πολλάκις ξαναζεσταμένο φαγητό, για Καλοκαίρι των Μικροκυμάτων… Όμως μετά από την υποχρεωτική παύση που προηγήθηκε και τη δυσπραγία του κοινού που θα σκεφτεί δύο φορές πριν καταθέσει τον οβολό του για ένα εισιτήριο που λόγω διεθνούς ανταγωνισμού δεν μπορεί να είναι ευκαταφρόνητο, υποχρεούμαι να σιωπήσω και να κρατήσω τον σαρκασμό μου για του χρόνου… Κατανοώ το ρίσκο που παίρνει όποιος επενδύσει στην παραγωγή μιας συναυλίας και καταλαβαίνω γιατί επελέγησαν τα «σίγουρα», «δοκιμασμένα» ονόματα. Απλώς είναι αναπόφευκτο αυτό το κείμενο να περιέχει πολλές χρονολογίες –και θα προσπαθήσω να μην πλήξετε κάπως, όπως θα έλεγε ο Νεγρεπόντης.

Θα αποτολμήσω την ακόλουθη εκτίμηση: από όλες ανεξαιρέτως τις συναυλιακές βραδιές του καλοκαιριού του 2022, η χθεσινή ήταν αυτή που διέθετε το πιο πλήρες, εντυπωσιακό, επιβλητικό lineup: οι dEUS, The Jesus and Mary Chain και Bauhaus είναι τρία σχήματα που θα διεκδικούσαν επάξια τον τίτλο του headliner (ΟΚ, οι δεύτεροι ίσως όχι πια). Το να δούμε όμως και τους τρεις αλληλοδιαδόχως το ίδιο βράδυ, είναι δώρο σπάνιο και ακριβό και οφείλει να εκτιμηθεί δεόντως. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Τη βάσανο του να παίζει κανείς υπό τον καλοκαιρινό ήλιο πλάι στη θάλασσα γεύτηκαν πρώτοι οι δικοί μας Youth Valley. Ένα κουιντέτο με τρεις κιθάρες (!), με αναγνωρίσιμες, αλλά καλοχωνεμένες επιρροές και ήχο που προσελκύει το ενδιαφέρον, σίγουρα δεν απογοήτευσαν τους γενναίους που προσήλθαν νωρίς-νωρίς να τους ακούσουν κάτω από υψηλές θερμοκρασίες. Σίγουρα θα ήθελα να τους ξανακούσω χωρίς να υποστούμε –κι εγώ, αλλά κυρίως αυτοί επί σκηνής- τη Δοκιμασία της Ψησταριάς (ή προτιμάτε της Φριτέζας;).

Στέκομαι προβληματισμένος απέναντι στο ντούο των Strawberry Pills. Κυρίως γιατί δεν θέλω να τους αδικήσω: αρτιότατοι επί σκηνής, με εντυπωσιακό ήχο για το μέγεθος του σχήματος. Όμως εμφανώς όλες τους οι επιρροές χρονολογούνται από την εποχή των συγκροτημάτων που ακολούθησαν στη συνέχεια της βραδιάς: dark αποχρώσεις της δεκαετίας του ’80 κυρίως. Προφανώς και δεν περιμένω από μια νέα ελληνική μπάντα την παρθενογένεση που ούτως ή άλλως δεν υπάρχει –μπαίνω στον πειρασμό να ξεκινήσω ένα κουίζ για το πόσα και ποια αγγλόφωνα ελληνικά ροκ συγκροτήματα είχαν αληθινά προσωπικό ήχο, αλλά τον αντιπαρέρχομαι προς το παρόν. Απλώς αναρωτιέμαι γιατί οι αναφορές των περισσοτέρων κινούνται προς ένα παρελθόν, όχι ακριβώς πρόσφατο. Δεν υπάρχουν άραγε σημερινοί ήχοι που να γονιμοποιούν τα δημιουργήματα των ελληνικών σχημάτων; Δεν απαντώ ούτε θετικά ούτε αρνητικά, απλώς θέτω το ερώτημα. Πάντως οι Strawberry Pills παραμένουν ταλαντούχοι και αξιοπρόσεκτοι.

Με φως ηλίου ακόμη, αλλά περισσότερη δροσιά, ανέβηκαν στη σκηνή οι dEUS. Δεν θα επιχειρήσω καν να κρύψω την αγάπη μου προς αυτό το συγκρότημα που εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια κυριαρχεί στη σκηνή της κεντρικής Ευρώπης. Σχεδόν ακατάτακτοι σε ό,τι αφορά το μουσικό είδος τους, μοναδικοί και καθηλωτικοί, εξακολουθούν κάτω από την εμπνευσμένη μπαγκέτα του Tom Barman να παραμένουν δημιουργικοί και ουσιαστικοί, χωρίς -όπως τόσοι άλλοι- να εξελίσσονται σε tribute band στον εαυτό τους (όπως είχε πει κάποτε ο πάντα εύστοχος Bob Dylan για τους Rolling Stones). Ίσως το κοινό τους να ευχόταν χθες να ακούσει (ακόμα) περισσότερες από τις επιτυχίες τους, όμως η Ιθάκη δεν τους γέλασε: οι dEUS έκαναν μια δυναμική εμφάνιση όπως αρμόζει σε ένα μεγάλο φεστιβάλ ανοιχτού χώρου. Προσωπικά χαίρομαι που τους άκουσα ακόμα μια φορά, με αγαλλίαση και συντριβή, να παίζουν το Nothing really ends, και τους αναμένω του χρόνου, όπως μας υποσχέθηκε ο Tom, να επανέλθουν με νέα δουλειά.

Ακολούθησαν οι The Jesus and Mary Chain. Κάπου εδώ το συναίσθημα αρχίζει να κυριαρχεί… Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που η βελόνα του εφηβικού μου πικάπ (ναι, ήταν οριακά πριν την κυριαρχία του cd, θέλετε κάτι;) άγγιξε τα αυλάκια του Psychocandy κι ο ήχος του Just like honey μού τίναξε τα μυαλά στον αέρα. Το ίδιο προφανώς θα είχε συμβεί και με τη –σχεδόν συνομήλικη- Σοφία Κόπολα, που χάρισε νέα ζωή στο τραγούδι τοποθετώντας το στο φινάλε του Lost in Translation το 2003.

Μερικές φορές η μπάντα των αδελφών Reid δίνει την (ψευδή) εντύπωση του διεκπεραιωτικού ή και του βαριεστημένου. Δεν νομίζω πως ισχύει κάτι τέτοιο: η χθεσινή τους εμφάνιση ήταν πλούσια, πλήρης, εντυπωσιακή, επαγγελματικότατη –με την καλή έννοια. Μας χάρισαν σχεδόν όλα όσα θα μπορούσαμε να θελήσουμε από αυτά τα εγγονάκια των Velvet Underground –ηλικιακά θα ήταν μάλλον παιδιά τους, αλλά μουσικά μεσολάβησαν τόσα πολλά από την «Μπανάνα» του 1966 ως το Psychocandy του 1985, που η συγγενική γραμμή μακραίνει. Πάντως ποτέ δεν ξέχασαν το δίδαγμα του τιτάνα John Cale: Keep it simple…

Οι Velvet Underground μοιάζουν να είναι ο συνδετικός ιστός στη χτεσινή εναρκτήρια ημέρα του Release 2022. Εκτός από βασικότερη επιρροή στον ήχο των The Jesus and Mary Chain, ήταν με κομμάτι του John Cale που βγήκαν στη σκηνή οι πολυαναμενόμενοι Bauhaus: το Rosegarden Funeral of Sores που ο ίδιος ο συνθέτης του είχε εξορίσει στο flipside του Mercenaries τo 1980, και οι Bauhaus είχαν ηχογραφήσει σε ένα live άλμπουμ τους. Και οι dEUS όμως έχουν διασκευάσει το I’m Waiting For The Man των Velvet στην πρώτη, ξεχασμένη από θεούς κι ανθρώπους, κασέτα τους το πάλαι ποτέ.

Και τώρα αρχίζουν τα δύσκολα… Όπως συνηθίζουν να γράφουν οι νεώτεροι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακολουθεί «σεντόνι». Κατ’ αρχάς: άραγε οι περισσότεροι από τους θεατές που έσπευσαν χθες στην Πλατεία Νερού για τους Bauhaus ξέρουν τι είναι flipside; Τα μάλλον ανήλικα κορίτσια που ήταν δίπλα μου μπροστά στη σκηνή –εκεί που «πιάνεις κάγκελο», που λέμε- μάλλον όχι. Πώς γνώρισαν και αγάπησαν τόσο αυτή την μπάντα οι σημερινοί έφηβοι ή μετέφηβοι, και ήξεραν απέξω και τραγουδούσαν όλους τους στίχους από τα Double dare, In the flat field, God in an Alcove που ακόμα κι ο ίδιος ο Peter Murphy σίγουρα κάποια στιγμή χρειάστηκε να φρεσκάρει;

Τι είναι αυτό που τους αγγίζει σε αυτό το goth, dark, ούτε κι εγώ ξέρω ακριβώς τι, συγκρότημα των late 70’s-early 80’s που έχει ουσιαστικά σαράντα χρόνια να παρουσιάσει κάτι καινούριο;-το Go Away White του 2008 σκοπίμως κάνω ότι το ξεχνάω- και αναγνώριζαν το Bela Lugoshi’s dead από τα πρώτα χτυπήματα της μπαγκέτας του Kevin Haskins, προτού καν ο αδελφός του David J να αγγίξει στο μπάσο του την πρώτη νότα από την εμβληματική εισαγωγή; Μου περνούν από το μυαλό πολλές εξηγήσεις σχετικές με αναλογίες στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση, αλλά εδώ ας περιοριστούμε στη μουσική.

Σε αυτό τον τομέα είναι που προέκυψαν τα προβλήματα για τα οποία διαβάζετε σήμερα παντού: ο Peter Murphy από νωρίς, όσο τραγουδούσε σχεδόν αποκλειστικά τραγούδια από το ντεμπούτο άλμπουμ των Bauhaus, In the Flat Field, άρχισε να παραπονιέται στον ηχολήπτη του έντονα για διακοπές στο μικρόφωνό του, και όχι μόνο. Λίγο μετά, αρνήθηκε να τραγουδήσει το The spy in the cab – o Daniel Ash που ήδη έπαιζε την εισαγωγή, τον ρώτησε: «Είσαι σίγουρος;», κι εκείνος επέμεινε (τι κρίμα!), περνώντας στο Stigmata Martyr.

Στο επόμενο She’s in Parties, το κακό έμοιαζε να έχει ολοκληρωθεί: ο Murphy ήταν πλέον εμφανώς εκνευρισμένος και διεκπεραιωτικός, και λίγο αργότερα καληνύχτισε κι έφυγε αφήνοντας την μπάντα «σύξυλη» να ολοκληρώσει το κομμάτι… Ξαναβγήκαν για το υποχρεωτικό encore, όπου έπαιξαν τις δύο κλασικές διασκευές τους, το Telegram Sam του Marc Bolan και το Ziggy Stardust του David Bowie. Όταν το πρόβλημα επανήλθε, προσφέρθηκε στον Murphy ένα μικρόφωνο με καλώδιο, το οποίο αρνήθηκε, κι αποχώρησε οριστικά στα μισά του Ziggy… Ο Daniel Ash, μοιάζοντας να εκτιμά περισσότερο το πιστό και ενθουσιώδες κοινό που εμφανώς είχε κατακλύσει τον χώρο κυρίως για χάρη τους, παρέμεινε και ολοκλήρωσε το τραγούδι –μισό το είπε εκείνος, μισό εμείς!- πριν αποχωρήσει με τους υπόλοιπους κάτω από επευφημίες.

Επιχειρώντας μια ψύχραιμη αποτίμηση της κατάστασης, θα πω τα ακόλουθα. Κατ’ αρχάς, συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι κατηγορούν τον διοργανωτή –ο οποίος συχνότατα δεν είναι αθώος του αίματος. Όμως το ασύρματο μικρόφωνο του τραγουδιστή συνήθως ανήκει στον εξοπλισμό του συγκροτήματος, και για τον on stage ήχο υπεύθυνος είναι ο δικός τους ηχολήπτης.

Επίσης η προσωπική μου εντύπωση, επειδή στεκόμουν πολύ –ΠΟΛΥ- μπροστά, είναι πως ο Daniel Ash δεν ήταν και πολύ σύμφωνος με τα καμώματα του frontman του, πράγμα που μου επιβεβαίωσε και η στάση του στο τελευταίο κομμάτι. Ο Peter Murphy, άλλωστε, είναι γνωστή βεντέτα και έχουν κατά καιρούς καταγραφεί διάφορες αμφισβητούμενες συμπεριφορές του. Δεν ήμουν ούτε πάνω στη σκηνή, ούτε πίσω από την κονσόλα. Σίγουρα υπήρξε κάποιο πρόβλημα που εκνεύρισε τον τραγουδιστή, ενδεχομένως και σοβαρό. Όμως δεν θα μου έκανε έκπληξη αν η συμπεριφορά του, για να το πω σεμνά, άγγιξε την υπερβολή.

Εδώ είναι η στιγμή για μια προσωπική εξομολόγηση: πρέπει να είμαι ένας από τους ελάχιστους παρόντες χτες το βράδυ στην Πλατεία Νερού που είχαν δει τους Bauhaus στην προηγούμενη συναυλία τους επί ελληνικού εδάφους, το 1983 στο γήπεδο του Σπόρτινγκ. Ήμουν παιδί ακόμα –πραγματικά παιδί- κι ίσως γι αυτό θυμάμαι τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Ήταν η χρυσή τους εποχή –τους θυμάμαι να ανοίγουν με το ομώνυμο κομμάτι από το Burning From The Inside, το οποίο δεν γνωρίζαμε γιατί το άλμπουμ δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα!

Θυμάμαι ακόμα τον Peter Murphy, ημίγυμνο και αλειμμένο με πράσινη φωσφοριζέ μπογιά, να λάμπει απόκοσμα τραγουδώντας το Hollow Hills. Κι εκείνη η συναυλία ήταν επεισοδιακή –για εντελώς διαφορετικούς λόγους όμως. Πολύ πρώιμη περίοδος στην Ελλάδα για ροκ συναυλίες, και τα ήθη ήταν επιεικώς πιο πρωτόγονα. Κάποιοι, θεωρώντας πως το επιτρέπουν –ειμή το επιβάλλουν- οι νόμοι του πανκ, είχαν τη φαεινή ιδέα να τον φτύνουν όσο τραγουδούσε, πράγμα που- αναρωτιέμαι γιατί!- Δεν του άρεσε καθόλου. Χαριτολογώντας θα πω: λέτε ο Peter να πήρε όψιμα την εκδίκησή του από το ελληνικό κοινό 39 χρόνια αργότερα; Είπαμε, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, αλλά ούτε στα ψυγεία βαθείας καταψύξεως του Ελληνικού Στρατού δεν θα είναι εύκολο να βρεις μπριζόλα 39 ετών!

Καταλήγοντας, θλίβομαι όσο σκέφτομαι πόσα -και ποια- κομμάτια δεν ακούσαμε χτες βράδυ από τους Bauhaus. Τα άξιζε το χθεσινό κοινό τους που ίσως να μην είχε καν γεννηθεί το 1983 που πρωτοπάτησαν το πόδι τους στην Αθήνα. Υπήρξαν και fans εκείνης της εποχής που ήρθαν με τα έφηβα παιδιά τους. Από τη μία το βρίσκω συγκινητικό. Από την άλλη, για μας κάποτε ροκ ήταν ακριβώς αυτό που όχι απλώς δεν άρεσε στους γονείς σου, αλλά δεν άντεχαν καν να το ακούσουν. Αυτό το θυμάται έντονα ο τότε νεοσσός μέσα μου που έκανε τα πρώτα του βήματα στις ροκ συναυλίες και τον κοιτούσαν περίεργα λόγω της ηλικίας του, και που τώρα κινδυνεύει σε λίγο να τον κοιτάζουν περίεργα για τον ακριβώς αντίθετο λόγο –όχι ακόμα, παρατήρησα με ευχαρίστηση αρκετούς μεγαλύτερούς μου χθες στο Release. Αγγίζω και φέτος σίδερο, αντέχω την ορθοστασία και νιώθω την ίδια ανατριχίλα όταν η μπάντα που λατρεύω βγαίνει στη σκηνή. Για του χρόνου δεν κάνω δηλώσεις –θα δούμε…

ΥΓ. Μου έκανε εντύπωση η στωικότητα με την οποία το σύνολο σχεδόν του κοινού αντιμετώπισε τη συμπεριφορά του τραγουδιστή και, τελικώς, την αποχώρησή του. Παλαιότερα οι αντιδράσεις  ήταν σαφώς εντονότερες. Όχι, καθόλου δεν νοσταλγώ καφριλίκια και τσαμπουκάδες, ούτε και τα θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι της ροκ κουλτούρας –αντιθέτως, η δική μου ιδανική εικόνα για μια ροκ συναυλία είναι απείρως πιο κοντά στο flower power και το summer of love (κι απεγνωσμένα προσπαθώ να μην σκέφτομαι πώς τελείωσαν όλα αυτά στο Άλταμοντ).

Όμως δεν μπορώ να μην προβληματιστώ για το αν, μέσα από μνημόνια κι εγκλεισμούς, οικονομικές κρίσεις και υγειονομική τρομοκρατία, έχουμε μάθει να τα δεχόμαστε όλα αδιαμαρτύρητα, να τα καταπίνουμε αμάσητα, χωρίς αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες. Στα χρόνια που θυμάμαι, δύσκολα θα εγκατέλειπε κανείς το κοινό του έτσι αβρόχοις ποσί –μοναδικός που έχαιρε μιας τέτοιας ασυλίας ήταν ο αξέχαστος Mark E. Smith των Fall. Αν αρχίσω όμως να μιλάω γι αυτόν, θα χρειαστεί ένα γραπτό μεγαλύτερο από αυτό που τελειώνει εδώ…

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.