«Πόνος και Δόξα» του Πέδρο Αλμοδόβαρ: Το εύκολο κλάμα

Πόνος και Δόξα

Καταθλίψεις, νοσταλγίες, ενοχές, συγκινήσεις. Τι είδους σινεμά όμως;

Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ βάζει τον Αντόνιο Μπαντέρας να υποδυθεί τον Πέδρο Αλμοδόβαρ, και να αναμετρηθεί με σκελετούς από το παρελθόν του. Του έχει δώσει άλλο ονοματεπώνυμο (Σάλβα Μάγιο), αλλά του έχει δώσει το επάγγελμά του, την πορεία του, το χαρακτηριστικό κούρεμά του και τον έχει βάλει να ζει μέχρι και σε ένα διαμέρισμα που είναι ολόιδιο το δικό του (και το οποίο δεν χορταίνουμε ως θεατές να καταβροχθίζουμε με τα μάτια, γιατί όλη η αλμοδοβαρική «όψη» βρίσκεται εκεί – και μπορούμε να πούμε ότι πριν τον Αλμοδόβαρ δεν υπήρχε αυτός ο εντελώς συγκεκριμένος αισθητικός κόσμος, αυτή η οργιώδης χωροταξία του χρώματος). Είναι αυτονόητο, ότι όταν ένα έργο με εντονότατη αυτοβιογραφική σφραγίδα υπογράφεται από έναν καλλιτέχνη του διαμετρήματος του κορυφαίου Ισπανού κινηματογραφικού δημιουργού των τελευταίων δεκαετιών (κι ενός εκ των κορυφαίων Ευρωπαίων), το ζητούμενο δεν είναι «η αλήθεια, όλη η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, χωρίς φόβο και πάθος», την οποία ορκίζονται να πουν οι μάρτυρες στα δικαστήρια, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό: η άρδευση από την όποια αντικειμενική αλήθεια της απαραίτητης συναισθηματικής πρώτης ύλης, ώστε να γραφεί και να εικονοποιηθεί η αλήθεια του εσωτερικού κόσμου του καλλιτέχνη, όσα έχουν χαραχθεί μέσα του ως τα πιο επώδυνα, τα πιο λυτρωτικά, τα πιο ταυτοτικά, τα πιο αληθινά.

Με το «Πόνος και Δόξα» ο Αλμοδόβαρ πραγματεύεται και προσπαθεί, αν όχι να λύσει, πάντως σίγουρα να μιλήσει για πέντε θέματα με τα οποία έχει ανοικτούς λογαριασμούς, για πέντε θέματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον στοιχειώνουν. Τα τέσσερα έρχονται από το παρελθόν του, το πέμπτο είναι το παρόν του και ο φόβος για το μέλλον του: η σωματική φθορά και η ψυχική κούραση, το γήρας, η συνακόλουθη μείωση των ταχυτήτων και η πτώση της δημιουργικής επιθυμίας του. Ο Σάλβα Μάγιο έχει χρόνια να κάνει σινεμά. Βασανίζεται από ένα σωρό πόνους σε διάφορα μέρη του κορμιού του, για τους οποίους παίρνει ένα σωρό φάρμακα. Αλλά λέει ότι το να κάνεις σινεμά είναι σωματική δουλειά. Κι ότι αφού το σώμα του τον ζορίζει τόσο ώστε να καθίσταται αποτρεπτικός παράγοντας, δεν έχει διάθεση ούτε να γράφει. Γιατί πάντα έγραφε προκειμένου να μεταφέρει μετά τις ιστορίες του στον κινηματογράφο. Όταν του επισημαίνουν ότι άλλοι σκηνοθέτες συνέχισαν να γυρίζουν ταινίες, με σοβαρότερα προβλήματα υγείας, απαντάει απλά ότι το ξέρει: δεν είναι ότι κι ο ίδιος δεν ξέρει πως, αν όχι η παραίτησή του, πάντως η απροθυμία του να συνεχίσει να κινηματογραφεί έχει σε μεγάλο βαθμό ψυχολογικά αίτια.

Με αφορμή την αποκατάσταση και την πανηγυρική επαναπροβολή από την ισπανική ταινιοθήκη μιας από τις πρώτες του ταινίες, ο Σάλβα, αφού την ξαναδεί ιδιωτικά, θα συμφιλιωθεί κάπως με την ερμηνεία του πρωταγωνιστή της, η οποία του είχε φανεί τότε σε εντελώς άλλο μήκος κύματος από αυτό που ο ίδιος είχε ζητήσει, με αποτέλεσμα να τσακωθεί μαζί του. Είχε να του μιλήσει από τότε, δεκαετίες ολόκληρες, και πηγαίνει να τον ξαναβρεί. Εδώ γίνεται μάλλον αναφορά στη σχέση του Αλμοδόβαρ με τον ίδιο τον Μπαντέρας, και από τους πέντε σκελετούς με τους οποίους παλεύει είναι μάλλον αυτός με το λιγότερο βάρος μέσα του και λειτουργεί περισσότερο ως δραματουργικός μηχανισμός για να πάρει μπροστά η αφήγηση.

Κι αφού αυτή πάρει μπρος, ο Σάλβα στην πορεία θα έρθει αντιμέτωπος -είτε σε παροντικό χρόνο είτε με τη μορφή αναμνήσεων- και με τρεις πολύ πιο καθοριστικές φιγούρες της ζωής του: ο σύντροφός του των χρόνων της νιότης και του ξεκινήματος της καλλιτεχνικής του εκτόξευσης, η μητέρα του, ένας νέος άνδρας στο πρόσωπο -και κυρίως στο κοίταγμα του γυμνού σώματος- του οποίου ο Σάλβα πρωτοαισθάνθηκε ως παιδί ακόμα ότι είναι διαφορετικός. 

Σε ένα σημείο της ταινίας ο Σάλβα λέει στον παλιό πρωταγωνιστή του, ότι στους ηθοποιούς έρχεται εύκολα να κλαίνε, ότι καλός ηθοποιός δεν είναι αυτός που κλαίει πειστικά επί σκηνής, αλλά εκείνος που μπορεί να συγκρατεί τα δάκρυά του. Θα χρησιμοποιήσω αυτήν την αναλογία για να πω μια βασική μου ένσταση για το «Πόνος και Δόξα»: Ναι, όταν δείχνεις δυο παλιούς ερωτικούς συντρόφους που όταν ήταν νέοι αγαπήθηκαν πολύ, έζησαν μαζί, ταξίδεψαν μαζί, να ξανασυναντιούνται τρεις και πλέον δεκαετίες μετά, τότε η συγκίνηση προφανώς και θα ξεχειλίσει, τότε τα μάτια των δυο μεσήλικων και πλέον ανδρών θα είναι βουρκωμένα, τότε προφανώς και πολλοί θεατές θα βουρκώσουν μαζί τους.  Ναι, όταν δείχνεις τον Σάλβα – Αλμοδόβαρ να ακούει τη γριά μητέρα του να του λέει ότι δεν ήταν καλός γιος, ότι την απογοήτευσε στη ζωή του, ότι προτίμησε να απομακρυνθεί από εκείνη για να κάνει το δικό του, πάλι το να βουρκώσεις ως θεατής δεν είναι και το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο.

Αλλά από μόνη της η νοσταλγία για τα χαμένα νιάτα και τον έρωτα που ζήσαμε τότε, μέσα από συναντήσεις των παλιών ερωτικών συντρόφων με έντονο τώρα το αποτύπωμα του χρόνου πάνω τους, μπορεί να είναι υλικό έτοιμο να σε κάνει να συγκινηθείς, δεν είναι όμως έτσι σκέτα κι από μόνο του υλικό μιας σημαντικής ταινίας: η νοσταλγία του Αλμοδόβαρ περνά στην οθόνη χωρίς να έχει προηγουμένως ζυμωθεί αρκετά δραματουργικά, χωρίς να έχει έρθει ως αναγκαίο αποτέλεσμα ενός σεναρίου που οδηγούσε εκεί. Με άλλα λόγια, ο Αλμοδόβαρ μας το πετάει απλά στα μούτρα. Κι ακόμη περισσότερο μη επεξεργασμένα, ακόμη περισσότερο χωρίς σχεδόν κανένα σεναριακό πρόσχημα μας πετάει στα μούτρα την ενοχή που του φόρτωσε η μάνα του ή την ενοχή που ο ίδιος νιώθει απέναντί της και βάζει τη μάνα του να την εκστομίσει. Αν είσαι ο Αλμοδόβαρ, έχεις καταπλήξει τον κόσμο όπως ο Αλμοδόβαρ, θα σε θυμούνται γενιές επί γενιών μετά γιατί είσαι ο Αλμοδόβαρ, και η μάνα σου λέει ότι την απογοήτευσες και δεν ήσουν καλός γιος, αυτά είναι είτε υλικά για τον ψυχαναλυτή σου είτε υλικά για σινεμά, αλλά μέσα από ένα άλλο σενάριο, μέσα από μια άλλη επεξεργασία, όχι έτσι ατάκτως ερριμμένα. Ειδικά όταν είσαι ένας δεξιοτέχνης σεναριογράφος, ειδικά όταν έχεις αποδείξει ξανά και ξανά ότι μπορείς να πλέκεις τις ιστορίες σου με μαεστρία.

Ο Αντόνιο Μπαντέρας, στην ερμηνεία της ζωής του, εκπέμπει σε όλη την ταινία μια απαράμιλλη τρυφερότητα και ευαλωτότητα. Και ναι, το «Πόνος και Δόξα» είναι γεμάτο θέρμη, τρυφερότητα και πόνο, ναι, είναι μια κατάθεση ψυχής. Άλλο όμως να μεταφέρεις στο σινεμά την αλήθεια σου κι άλλο να τη μεταμορφώνεις σε αληθινά καλό σινεμά.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.