Η σύμπτωση των βλεμμάτων

Mε αφορμή το «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» του Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν και το «Frances Ha» του Νόα Μπάουμπαχ

Ας μιλήσουμε σήμερα για δύο εντελώς διαφορετικής θερμοκρασίας ταινίες: το «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» του Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν είναι ένα έργο που εκπέμπει (εν μέρει επειδή το θέλει, εν μέρει όμως και χωρίς να το θέλει) νοσηρότητα και που προσπαθεί (χωρίς όμως να το πετυχαίνει) να εκπέμψει απόγνωση, ενώ η «Frances Ha» του Νόα Μπάουμπαχ είναι ένα έργο που εκπέμπει υγεία, ζεστασιά και καλή διάθεση όχι με κάποιον επιτηδευμένο και μπουκωτικό τρόπο, αλλά αντίθετα προσφέροντάς μας μια εντελώς μετέωρη ηρωίδα που τραβάει ένα σωρό ζόρια.

Όπως λέγαμε για την προηγούμενη ταινία του Ρεφν, το «Drive» μας έφερνε αντιμέτωπους με δύο παράδοξα. Το πρώτο αφορούσε το γεγονός ότι μια ταινία που υστερούσε εμφανέστατα σε ουσία ήταν τελικά σημαντική επειδή είχε τέτοια υπεροχή στο στιλ. Το δεύτερο αφορούσε τους όρους πρόσληψης της βίας, το παράδοξο δηλαδή του να σε σοκάρει η οποιαδήποτε αληθινή αποτύπωσή της, ακόμα κι όταν το περιστατικό που αποτυπώνεται είναι ελαφρύ, αλλά κινηματογραφικά να μπορείς να απολαύσεις σκηνές φοβερής αγριότητας. Στο «Μόνο ο Θεός Συγχωρεί» όμως τα παράδοξα καταργούνται, καθώς και στον παράγοντα «στιλ εναντίον ουσίας» και στον παράγοντα «απεικόνιση της βίας» χάνονται οι ισορροπίες που έκαναν στο «Drive» τα παράδοξα να λειτουργούν, με αποτέλεσμα η έλλειψη ουσίας να καθιστά την ταινία στιλιστική επίδειξη κενή περιεχομένου και η απεικόνιση της βίας να σε κάνει να σκέφτεσαι σοβαρά το ενδεχόμενο πως αν ο Ρεφν δεν έκανε ταινίες θα βασάνιζε ζωάκια για να ξεδίνει, πως κάποια διαταραχή πρέπει να κρύβει όλη αυτή η ασταμάτητη εμμονή του, ταινία με την ταινία, στο φετιχισμό της βίας. Ειδικά εδώ δε μοιάζει να είναι η ταινία που απαιτεί τις βίαιες σκηνές, αλλά οι βίαιες σκηνές που έψαχναν απλώς μια επίφαση σεναρίου για να γυριστούν.

Ο Ρεφν κινηματογραφεί την Μπανγκόνγκ λιγότερο ως αληθινό τόπο και περισσότερο ως παραβολή της κόλασης. Ο Ράιαν Γκόσλινγκ είναι ιδιοκτήτης γυμναστηρίου πολεμικών τεχνών, που αποτελεί βιτρίνα όμως για την κύρια δραστηριότητά του ίδιου και του μεγάλου του αδελφού, που είναι το εμπόριο ναρκωτικών. Η Κρίστιν Σκοτ Τόμας είναι η μητέρα που διευθύνει τη δουλειά και που έχει καταστρέψει ψυχικά όπως φαίνεται και τα δύο παιδιά της, κακοποιώντας τα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Κι ένας Ταϊλανδός μεσήλικος αστυνομικός είναι η Νέμεσις όλων ή ο διάβολος ή κάτι σαδιστικά τιμωρητικό τέλος πάντων. Υπάρχουν πολλές στιγμές στο έργο, ειδικά στους λιγοστούς διαλόγους, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι μήπως στην πραγματικότητα ο Ρεφν ήθελε να γυρίσει παρωδία. Αλλά όχι, δεν ήθελε. Από ένα σημείο και ύστερα όμως, άπαξ δηλαδή και καταλάβεις ότι δεν μπορείς να έχεις την οποιαδήποτε σοβαρή απαίτηση από την ταινία, μπορείς να κάτσεις αναπαυτικότερα στην πολυθρόνα σου και να την παρακολουθήσεις πολύ ευκολότερα ως υπερστιλάτο μπι (ή σι, ή ντι) μούβι ή ως βίντεο κλιπ μεγάλης διαρκείας χωρίς τραγούδια. Και φυσικά σου αποέμενει πάντα και η δυνατότητα να το δεις ως παρωδία και να διασκεδάσεις. Και εν πάση περιπτώσει όταν ο σκηνοθέτης έχει ταλέντο -και δη τόσο όσο ο Ρεφν- όσο θολό και ανόητο να είναι αυτό που γυρίζει, μπορεί να φεύγεις απογοητευμένος, αλλά ποτέ δε φεύγεις εντελώς άδειος από εικόνες από την αίθουσα.

Αν ο Ρεφν κάνει ένα σημαντικό βήμα πίσω, ο Μπάουμπαχ με την «Frances Ha» κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Εδώ συνεργάζεται ξανά, μετά το -μάλλον υποτιμημένο και σίγουρα πολύ ενδιαφέρον- «Greenberg», με τη σύντροφό του Γκρέτα Γκέργουιγκ, με την οποία έχουν γράψει μαζί το σενάριο και η οποία δίνει σάρκα και οστά στην Φράνσις. Η Φράνσις είναι μια 27χρονη έφηβος. Έχει ακόμη σπυράκια ακμής στο πρόσωπο, είναι ακόμα μαθητευόμενη στην ομάδα σύγχρονου χορού της οποίας προσπαθεί να γίνει πλήρες μέλος. Και όπως όλοι οι έφηβοι δεν έχει ακόμη σχηματίσει εντελώς τον εαυτό της. «I’ m not a real person yet», θα αυτοσαρκαστεί και η ίδια κάποια στιγμή. Σεναριακά όμως όχι απλώς είναι σχηματισμένος ο χαρακτήρας της, αλλά μοιάζει και είναι εντελώς αληθινός άνθρωπος. Η Φράνσις είναι ακομπλεξάριστη, εξωστρεφής, δε φοβάται την έκθεση, είναι συχνά πυκνά κοινωνικά αδέξια, ώρες ώρες δίνει την αίσθηση μιας ρηχότητας, ένας φίλος της τη χαρακτηρίζει «undateable», αυτή δηλαδή που δε σου γεμίζει το μάτι για ραντεβού. Αλλά και η Φράνσις δεν ψάχνει το μεγάλο έρωτα, ψάχνει τη βαθιά αγάπη.

Η ταινία γυρισμένη σε ασπρόμαυρο χωρίζεται σε κεφάλαια ανάλογα με τις διευθύνσεις των σπιτιών που η Φράνσις αλλάζει διαρκώς εξ ανάγκης. Είναι ένα road movie διαμερισμάτων, όπως λέει ο ίδιος ο Μπάουμπαχ. Είναι μια ταινία σε διαρκή κίνηση σαν την Φράνσις. Η Φράνσις δίνει το δικό της βαθιά εφηβικό, ιδεαλιστικό και υπέροχο ορισμό για το τι έχει νόημα να κυνηγάς στη ζωή ως αγάπη: αγάπη είναι να βρίσκεσαι σε μια κοινωνική εκδήλωση με τον εκλεκτό σου και, μολονότι είστε σε διαφορετικές γωνιές μιλώντας με τον κόσμο, κάποια στιγμή οι ματιές σας θα συναντηθούν και θα αναγνωρίσετε ο ένας τον άλλο, το τι συνιστά ο ένας για τον άλλο, και θα ξέρεις ότι πρόκειται για αγάπη επειδή μπορείς να καταλάβεις τον άλλο σε ένα επίπεδο που κανείς άλλος ανάμεσα σας δεν μπορεί. Υπάρχει μια μυστική σύνδεση ανάμεσά στους δυο σας, καθώς κινείστε σε ένα εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος που μόνο οι ερωτευμένοι μπορούν να νιώσουν.

Δεν προκύπτει από πουθενά πως αυτό που νιώθει η Φράνσις για την πρώην συγκάτοικό της την Σόφι είναι ερωτικό, είναι όμως ακριβώς αυτή η αγάπη για την οποία μιλά και την οποία έχει ως ιδανικό. Αν όμως η Σόφι είναι τελικά ο δεύτερος κεντρικός χαρακτήρας στην ταινία, δεν έχουμε να κάνουμε με μια ταινία για τη σχέση της Φράνσις με τη Σόφι, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία για αυτό που νιώθει η Φράνσις για τη Σόφι, για αυτό που ψάχνει στη Σόφι και κατ’ επέκταση στους ανθρώπους. Η Σόφι άλλωστε κατά το μεγαλύτερο μέρος του έργου δεν της φέρεται με τον καλύτερο τρόπο, δείχνει να την ξεπερνάει όταν μετακομίζει, προχωράει στη ζωή της, την αγαπάει μεν, αλλά πιο αποστασιοποιημένα. Σε αντίθεση με την έφηβο Φράνσις, παύει να έχει τη φιλία τους πρώτη προτεραιότητα στη ζωή της. Όταν λοιπόν θα κοιτάξει η Φράνσις τη Σόφι σε ένα χώρο γεμάτους ανθρώπους και την κοιτάξει κι αυτή, δεν είναι απαραίτητο να έχουν συμπέσει τα βλέμματά τους εξίσου αγαπητικά κι εξίσου σίγουρα στο τι αναγνωρίζει η μία στην άλλη: η Σόφι μπορεί να αναγνωρίζει απλά μια καλή φίλη, ενώ η Φράνσις την αληθινή αγάπη ως νόημα της ζωής.

Η Γκρέτα Γκέργουιγκ φωτίζει με την παρουσία της σχεδόν κάθε σκηνή της ταινίας και κάνει την Φράνσις μια ηρωίδα εντελώς αξιαγάπητη, μια ηρωίδα που θες να μπεις μέσα στην ταινία ώστε να πετύχεις την Φράνσις σε κάποιο μέρος γεμάτο κόσμο και να την κοιτάξεις και να της πεις με το βλέμμα σου πως δεν έχει μόνο τη Σόφι, πως κι εσύ ως θέατης μπορείς να έχεις μαζί της τη μυστική σύνδεση που αποζητά, πως κι εσύ ως θεατής την έχεις αληθινά αγαπήσει.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.