«Οι Γείτονες Από Πάνω» του Σεσκ Γκέι: Είναι κάτι γκρίνιες με φεγγάρι

Ρούχα, χαλιά, αλλαντικά, φαντασιώσεις, παραιτήσεις

Ο Χούλιο τελειώνει τη διδασκαλία στο ωδείο και επιστρέφει σπίτι του. Είναι Παρασκευή βράδυ και απόψε η κόρη του θα μείνει στο σπίτι της ξαδέλφης της. Μια θαυμάσια ευκαιρία να περάσει ακόμη περισσότερο χρόνο από τον συνήθη ολομόναχος στην ταράτσα, όπου θα μπορεί να κοιτάει τα άστρα με το τηλεσκόπιό του. Και να καπνίζει. Η σύζυγός του, η Άνα, δεν του επιτρέπει να καπνίζει σπίτι. Και έχει και άλλα σχέδια για απόψε. Έχει σχέδια για τους δυο τους ως ζευγάρι. Έχει καλέσει τους γείτονες από πάνω για να τους δείξει επιτέλους το διαμέρισμα, έξι ολόκληρους μήνες μετά την ανακαίνιση. Για αυτό πήγε και αγόρασε καινούρια ρούχα, καινούριο χαλί, μέχρι και ακριβά αλλαντικά. Ο Χούλιο τα παίρνει για όλα, μέχρι και για τα ακριβά αλλαντικά. Αλλά κυρίως για το γιατί δεν τον είχε ενημερώσει από πριν. Γιατί, την ρωτάει. Eπειδή αν τον ενημέρωνε θα της έλεγε όχι, του απαντάει η Άνα.

Ο Χούλιο νιώθει παγιδευμένος. Αλλά αλίμονο αν δεν μπορεί ένα ζευγάρι ετών να αλληλοπαγιδευτεί. Τώρα θα την παγιδέψει κι εκείνος. Την απειλεί ότι αν δεν πάρει τηλέφωνο να αναβάλλει την πρόσκληση, όταν κατέβουν οι γείτονες θα τους μιλήσει. Θα τους πει ότι δεν γίνεται να κάνουν τόσο θόρυβο τα βράδια. Ότι έχουν ένα κορίτσι στο σπίτι και δεν γίνεται να ξυπνάει κι αυτό κάθε βράδυ από τα βογκητά τους και τα ντάπα – ντούπα τους. Η Άνα φρίττει. Αποκλείεται να τους το πεις κάτι τέτοιο, θα γίνουμε παντελώς ρεζίλι. Κι άλλωστε εσείς οι άντρες δεν αντιλαμβάνεστε τι πολύπλοκο και θαυμαστό πράγμα είναι ο οργασμός μιας γυναίκας, νομίζετε ότι όλα είναι απλά και μονοσήμαντα. Αν τους το πούμε θα είναι σαν να μας εγκαθιστούμε αυτόματα στο κρεβάτι τους ως θεατές, κριτές, παρατηρητές και κάθε φορά που η γειτόνισσα θα μπαίνει στη διαδικασία του οργασμού, θα μας βλέπει απέναντί της και θα της κόβεται κάθε διάθεση μαχαίρι.

Η Άνα λυγίζει λοιπόν και αποφασίζει να υποχωρήσει στην πίεση του Χούλιο. Πάει να τους πάρει τηλέφωνο, αλλά είναι ήδη στην πόρτα και τους χτυπάνε το κουδούνι. Δεν υπάρχει πια σωσμός. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Ο Σάλβα και η Λάουρα έρχονται με το ταπεράκι τους. Η Λάουρα έχει μαγειρέψει κάτι πολύ πικάντικο και πολύ αφροδισιακό. Ό,τι πρέπει δηλαδή για να ανάψει η σχετική συζήτηση, αν όχι και κάτι περισσότερο από μια συζήτηση. Η Λάουρα είναι ψυχολόγος και ο Σάλβα πυροσβέστης. Προφανώς είναι απλά μια σύμπτωση αλλά ο ηθοποιός που τον υποδύεται μοιάζει πολύ στον Στιβ Μάρτιν και στο μυαλό έρχεται η υπέροχη «Ρωξάννη» του Φρεντ Σκέπισι απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπου ο Στιβ Μάρτιν υποδυόταν έναν πυροσβέστη σε μια παραλλαγή του Συρανό. Ο Σάλβα όμως δεν είναι παραλλαγή κανενός Συρανό, ο Σάλβα τα λέει και αυτοπροσώπως και χύμα και σταράτα. Γιατί οι φόβοι της Άνα θα επαληθευτούν και αργά ή γρήγορα, η κουβέντα θα φτάσει στα σεξουαλικά των δύο ζευγαριών. Και μετά θα περάσει και στα συνολικότερα ζητήματά τους. Αμ πώς;

Με τους «Γείτονες Από Πάνω» ο Σεσκ Γκέι (ή Γκάι, ή Γκαγ, ή κάπως αλλιώς – θα έπρεπε να υπάρχει μια Ανεξάρτητη Αρχή Ενημέρωσης για την Προφορά των Ξένων Ονομάτων, γιατί κάθε φορά η ίδια ιστορία: Τομάτο – Τομέιτο, Βερστάπεν – Φερστάπεν, Ντρου Χόλιντέι – Τζρου Χολιντέι, Ζάκερμπεργκ – Ζούκερμπεργκ και τελειωμό δεν έχει), μεταφέρει στον κινηματογράφο ένα παλιότερο δικό του θεατρικό έργο, προσπαθώντας να εξισορροπήσει ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό. Για την ακρίβεια, η πιο κωμική οπτική γωνία δίνει τον τόνο στο μεγαλύτερο μέρος, για να αρχίσουν προς το τέλος τα πράγματα να σοβαρεύουν όλο και περισσότερο. Η Άνα λέει άλλωστε στον Χούλιο ότι χρησιμοποιεί διαρκώς το χιούμορ και τα αστεία ως αμυντικό μηχανισμό. Οι αμυντικοί μηχανισμοί σταδιακά υποχωρούν και τα προβλήματα βγαίνουν στη φόρα, μην μπορώντας να κρυφτούν άλλο κάτω από πνευματώδεις υπεκφυγές.

Για μας τους θεατές όμως, τα αστεία λειτουργούν μάλλον καλύτερα από τα σοβαρά, χωρίς να σημαίνει ότι τη στιγμή που τα βλέπεις δεν έχεις μπει κι εντελώς μέσα τους και δεν νοιάζεσαι για την τελική έκβαση των πραγμάτων (όσο βέβαια τελική μπορεί να αποκληθεί μια έκβαση που εκ των πραγμάτων αφήνει ένα ζευγάρι σε ένα σημείο της ζωής του). Οι όποιες αδυναμίες των «Γειτόνων Από Πάνω» δεν αφορούν τη σκάρτη μιάμιση ώρα που τους παρακολουθείς. Απλά όταν φεύγεις αρχίζεις να σκέφτεσαι αν η ταινία είπε όντως κάτι διεισδυτικό και πρωτότυπο. Μάλλον όχι και τόσο. Αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι την απολαμβάνεις όταν την βλέπεις. Και το να φτιάξεις ένα απολαυστικό έργο αφενός δεν είναι καθόλου εύκολο και αφετέρου δεν είναι και καθόλου λίγο. Δεν είναι καθόλου λίγο να πας σινεμά και να περνάς πολύ ωραία με μια ταινία που δεν σε προσβάλλει πουθενά (απλά δεν απογειώνεται και προς κανένα αληθινά ανεξερεύνητο τοπίο).

Ως σκηνοθέτης ο Σεσκ Γκέι δεν δείχνει καμία αγωνία και κανένα άγχος να σκηνοθετήσει την ιστορία του. Θα έλεγε κανείς ότι απλά την φιλμάρει. Κι επειδή σε ένα έργο που δεν προσπαθεί να κρύψει τη θεατρική του καταγωγή η επίδραση των ηθοποιών στο τελικό αποτέλεσμα είναι καθοριστική, ευτυχώς συνεισφέρουν πολύ με τον τρόπο τους και οι τέσσερις τους. Την παράσταση όμως κλέβει ξανά ο αγαπημένος Χαβιέρ Κάμαρα, τον οποίο πρωτοαγαπήσαμε στο σινεμά του Αλμοδόβαρ, αλλά και τον είδαμε να συμπρωταγωνιστεί με τον Ρικάρντο Νταρίν στην προηγούμενη ταινία του Σεσκ Γκέι, τον πολύ τρυφερό και ανθρώπινο «Τρούμαν».

Θα κλείσω με μια τελική παρατήρηση – γκρίνια. Δεν ξέρω αν έχω μπει σε μια ηλικία που γκρινιάζω για όλα και μου φταίνε τα πάντα πια, αλλά φέτος στα χειμερινά σινεμά μου έφταιγαν οι άδειες αίθουσες (ή και τα ανοικτά κινητά των θεατών με τις οθονούλες τους να φωτίζουν στο σκοτάδι). Τώρα δεν είναι ότι δεν μου αρέσει που βλέπω τον κόσμο να πηγαίνει ξανά στα θερινά. Φυσικά και είναι ωραίο πράγμα να έχουν κόσμο τα σινεμά, όλα τα σινεμά. Αλλά εύχομαι και ελπίζω ο λόγος που τα χειμερινά σινεμά φέτος ήταν άδεια να ήταν παροδικός, να ήταν ο φόβος του κόβιντ. Εύχομαι και ελπίζω τα θερινά σινεμά να έχουν κόσμο, αλλά και να μην εξελιχθούμε σε μια χώρα που ο κόσμος θα πηγαίνει κυρίως θερινό περιορίζοντας πολύ τον χειμερινό κινηματογράφο. Γιατί -κι εδώ αυξάνεται στη νιοστή ο παράγοντας γκρίνια για την γκρίνια- θα είναι σαν το σινεμά να έχει μετατραπεί σε σκηνικό για φασούλα. Και στα θερινά για να δούμε σινεμά πάμε.

Και θερμότατη -μα θερμότατη- παράκληση. Φίλοι αιθουσάρχες, μην ξεκινάτε τις ταινίες με ντάλα ήλιο. Ας έχει νυχτώσει πρώτα κανονικά. Έχει μια ψιλοσημασία η εικόνα σε μια ταινία, δεν είναι φολκλόρ για κάτι νύχτες με φεγγάρια, δεν είναι ο κομπάρσος για το αγιόκλημα και τα γιασεμιά. Θέλουμε να βλέπουμε κανονικά τις ταινίες. Εγώ τουλάχιστον θέλω. Εκτός κι αν κατά βάθος θέλω μόνο να γκρινιάζω.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.