Ο τρίτος Σαββόπουλος: Όρθιος, γυμνός και ντροπιασμένος

Ο Σαββόπουλος μιλά για τη στιγμή που έπαψε για λίγο να είναι ο Σαββόπουλος... Και μοιράζεται την παρατήρηση μαζί μας

Η τελευταία συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου στο ραδιόφωνο του Σκάι ξεσήκωσε μεγάλη αναταραχή, εξαιτίας της δήλωσής του για το ποιο κόμμα επιθυμεί να επικρατήσει στις εκλογές. Όχι και αδίκως, αφού το τάιμινγκ της συνέντευξης δεν είναι τυχαίο. Είτε ο ίδιος δηλαδή το θέλησε, είτε ο δημοσιογράφος το προκάλεσε, το θέμα ήταν προφανέστατα να βγει να επαναβεβαιώσει την προτίμησή του στο πρόσωπο του πρωθυπουργού και την παράταξή του. Και μολονότι οι πολιτικές του θέσεις είναι εδώ και δεκαετίες προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, είναι εντυπωσιακό ότι με κάθε νέα αφορμή που ο ίδιος δίνει, ξεσπάει η ίδια ακριβώς συζήτηση, για τη σχέση του με το παρελθόν του, τον κόσμο που αποτύπωσαν κάποτε τα τραγούδια του κλπ.

Το τραύμα της διάστασης ανάμεσα στο έργο του και τον δημόσιο λόγο του δεν λέει να κλείσει, ανοίγοντας ξανά με κάθε νέα αφορμή. Και μάλλον όσο πιο εξαντλημένα δια της επαναλήψεως είναι πια τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, άλλο τόσο η επανάληψή τους δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να πιστοποιεί ότι η συγκεκριμένη ασυμφωνία θα εξακολουθεί να μας βασανίζει, ακριβώς γιατί ο Σαββόπουλος είναι ο Σαββόπουλος. 

Σκοπός όμως του κειμένου δεν είναι να ανακυκλώσει ή να συνοψίσει την χιλιοειπωμένη πολεμική. Βάζοντας να ακούσω τη συνέντευξη για να διαπιστώσω τι ακριβώς είπε (με μοναδικό σκοπό να τρολάρω και να επιτεθώ στα σόσιαλ στις θέσεις του, όπως έχω κάνει πολλές φορές στο παρελθόν), άκουσα στο ξεκίνημά της να αφηγείται την πρόσφατη περιπέτεια υγείας που πέρασε τις μέρες του Πάσχα νοσηλευόμενος για κόβιντ. 

Παραθέτω λοιπόν τα λόγια του: «Δεν ξέρω αν κάνει να το πω, γιατί όχι όμως; Μου κάνανε σ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου ενδοφλεβίως διουρητικά, γιατί έτσι έπρεπε. Και ένα βράδυ ξυπνάω μούσκεμα. Είχα κατουρηθεί… τα σεντόνια, οι πιτζάμες μου. Και τώρα να ντρέπομαι, τι να κάνω, τι; Να φωνάξω τις νοσοκόμες; Και να με δούνε οι νοσοκόμες πώς; Να χαλάσει η εικόνα μου, πώς θα γίνει; Ναι, αλλά και τι να κάνω να πούμε; Εικόνα – ξεεικόνα, χτυπάω το κουδούνι, έρχονται οι νοσοκόμες, άψογες, δεν δώσαν σημασία, λένε σηκωθείτε κύριε Σαββόπουλε, βγάζουν σεντόνια, βγάζουν κουβέρτες, “βγάλτε τις πιτζάμες σας να σας βοηθήσουμε”. Και κάποια στιγμή είμαι όρθιος τώρα εγώ, γυμνός σαν ένα σκουλήκι, κατουρημένος κι αισθάνομαι μια τόσο μεγάλη ντροπή. Δηλαδή δεν είμαι πια ούτε ο Σαββόπουλος, ούτε ο δεν ξέρω ποιος. Κι εκείνη τη στιγμή που το ένιωσα αυτό, σαν να μου ήρθε έτσι ένα πολύ ευχάριστο συναίσθημα, ότι δεν είμαι τίποτα κι είμαι μόνο ένα πλάσμα με καλή διάθεση». 

Πολλά ενδεχομένως μπορεί να καταλογίσει κανείς στον Παύλο Τσίμα που παίρνει τη συνέντευξη, έλλειψη ανακλαστικών για να πιαστεί από αυτή την εξομολόγηση όμως όχι. Ωστόσο δεν πιάνεται, αλλά την προσπερνά με έκδηλη αμηχανία. Και είναι εντελώς ανθρώπινο, γιατί πρόκειται για μια αφήγηση εντελώς ξεβολευτική. Aν δεχτούμε ότι ο κάθε άνθρωπος περιστρέφεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γύρω από τον εαυτό του, ότι ο κάθε άνθρωπος είναι εκ των πραγμάτων ο βασιλιάς του κόσμου του με την έννοια ότι το εγώ του είναι το βασίλειό του, αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο για ένα δημόσιο πρόσωπο που έχει ζήσει μια ζωή μέσα στις τιμές και την αναγνώριση. Να όμως που φτάνει η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι ο βασιλιάς -εσύ ο ίδιος δηλαδή- δεν είναι μόνο γυμνός, είναι προσωρινά και κατουρημένος.

Με έχετε βάλει ψηλά. Ακόμη και όσοι δεν επιτίθεστε μόνο στον δημόσιο λόγο και τις πεποιθήσεις μου αλλά και στο ίδιο μου το έργο, ξέρετε πως ό,τι και να λέτε και με όση βεβαιότητα και να το λέτε, η κοινή παραδοχή είναι ότι κατακρίνετε κάποιον που σε αποτύπωμα έργου βρίσκεται πολύ ψηλά. Με έχω βάλει κι εγώ ψηλά. Είμαι κάποιος. Αντικειμενικά. Και είμαι δέσμιος της εικόνας μου. Της σπουδαιότητάς μου. Του βάρος μου. Και βρίσκομαι στο νοσοκομείο. Και ξυπνάω μέσα στη νύχτα. Και ντρέπομαι για τον λόγο που με ξύπνησε. Και τώρα να ‘μαι, όρθιος, γυμνός, κατουρημένος, ντροπιασμένος. Απομακρύνομαι από μένα, με βλέπω από απόσταση και αισθάνομαι την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας την εικόνα που κατάπληκτος βλέπω.

Κοιτάξτε τον βασιλιά για τον οποίο τσακώνεστε. Κοιτάξτε σε τι κατάσταση βρέθηκε. Κοιτάξτε από τι κατάσταση δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Κοιτάξτε την κοινή κατάσταση και κατάληξη όλων μας. Θα ξαναφορέσω τα ρούχα μου και το όνομά μου σαν στέμμα, θα σας πω ποιος θέλω να εκλεγεί και εσείς θα εξακολουθήσετε να τσακώνεστε για τον Σαββόπουλο. Τον Σαββόπουλο που φέρω ακόμα πάνω στο κορμί μου και μέσα στο μυαλό μου. Ο Σαββόπουλος που στηρίζει Νέα Δημοκρατία και Μητσοτάκη θα βρεθεί ξανά απέναντι στον Σαββόπουλο των τραγουδιών σας, θα τσακώνεστε για τη διαφορά των δυο τους, αλλά την ίδια ώρα ένας τρίτος Σαββόπουλος, στο άλλο άκρο της συνέντευξης, θα ξυπνά κατουρημένος. Και φυσικά θα αισθάνεται πάρα πολύ άσχημα για αυτό. Και καθόλου φυσικά, αλλά εντελώς απροσδόκητα και γενναία, θα επιλέξει να το μοιραστεί. 

Ο Σαββόπουλος μιλά για τη στιγμή που έπαψε για λίγο να είναι ο Σαββόπουλος. Ο Σαββόπουλος βγαίνει μια στιγμή έξω από τον Σαββόπουλο και τον παρατηρεί. Και μοιράζεται την παρατήρηση μαζί μας. Τι συμβαίνει άραγε εδώ. Ποιος είναι αυτός; Ποιος είμαι; Δεν είμαι ο αφέντης Τσουτσουλομύτης. Δεν είμαι καν ο Σταύρος. Είμαι μόνο ένα γυμνό σώμα που ντρέπεται. Εκτεθειμένο κανονικά μόνο στο μάτι το δικό μου και των νοσοκόμων. Αλλά το δικό μου μάτι πάντα ήξερε και να βλέπει και να καταλαβαίνει πότε εκείνο που βλέπει τους αφορά όλους. Με βλέπω και τώρα. Σας λέω τι βλέπω. Δείτε το κι εσείς. Κάντε με εικόνα. Οι νοσοκόμες με σήκωσαν, μάζεψαν τα σκεπάσματα, έβγαλα τα ρούχα μου, τώρα στέκομαι στη γωνία σαν να έχω κάνει αταξία. Και παρόλα αυτά, παρόλη τη ντροπή που νιώθω, αισθάνομαι απελευθερωμένος. Ίσως για λίγο. Για το λίγο που μπορώ να έχω γδυθεί όχι μόνο τις πιτζάμες μου, αλλά και το βάρος του ονόματός μου, της ιδιαιτερότητάς μου, του μεγέθους μου. Για αυτό το λίγο είμαι ένα τίποτα. Αλλά όντας ένα τίποτα, νιώθω και καλά που απλά ακόμη υπάρχω, που απλά είμαι ακόμη εδώ, αβαρής αλλά ζωντανός, ταπεινωμένος άρα και ταπεινός, άρα και φωτεινός.

Σας παίρνω απ’ το χέρι για να με κοιτάξουμε όλοι μαζί. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω πια να το βάλω σε στίχους που θα το συμπυκνώσουν έτσι ώστε να μιλά για όλους μας. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σας το πω πια με ένα τραγούδι. Τα τραγούδια μου πάντως από αυτής της πάστας το υλικό ήταν φτιαγμένα. Απ’ αυτή την πρώτη ύλη, απ’ αυτήν τη ματιά. Κι όλο το υπόλοιπο, ό,τι πίστευα και πιστεύω, θα εξακολουθήσει να σας ενοχλεί και να σας τσιγκλάει και να σας χαλάει όσο είναι στην επικαιρότητα, αλλά μετά θα εξαφανιστεί σαν υποσημείωση στην ασημαντότητά του. Θα μείνουν μόνο όσα που από τότε που ήρθαν και χώρεσαν σε τραγούδια δεν έφυγαν ποτέ, παραμένοντας σε διαρκή όχι επικαιρότητα, αλλά παρουσία και συνύπαρξη και ζύμωση μαζί σας. 

Κι ο μόνος Σαββόπουλος που είχε ποτέ σημασία, ο μόνος Σαββόπουλος που θα έχει πάντα σημασία, βρίσκεται στους στίχους τους οποίους αν δεν γράψει τελικά ο ίδιος για τη συγκεκριμένη εικόνα, δεν μπορεί και κανείς από εμάς να γράψει. Στο τετράστιχο εκείνο που θα συμπύκνωνε την εικόνα σε ένα νόημα, το οποίο θα σε δονούσε και θα σε ζάλιζε και θα σε κλόνιζε και θα το άκουγες ξανά και ξανά, δεκαετία μετά τη δεκαετία, και κάθε φορά θα αναρωτιόσουν πώς μπορεί να λέγεται κάτι με τόση δύναμη, τόση διαύγεια, τόση ακρίβεια, τόση ποιητικότητα, κάτι που θα χαρασσόταν ανεξίτηλα μέσα σου, καθώς θα το σκέπαζε η μουσική που θα μετέτρεπε το νόημα και το συναίσθημα σε μουσική και σε τραγούδι.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.