Ο σπάνιος κύριος Χαβιέρ Μαρίας

Η περίπτωση του Χαβιέρ Μαρίας (1951-2022) είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα στην ισπανική πεζογραφία των τελευταίων 30 ετών

Η περίπτωση του Χαβιέρ Μαρίας (1951-2022) είναι πραγματικά ακατηγοριοποίητη και ίσως η πιο ενδιαφέρουσα στην ισπανική πεζογραφία των τελευταίων 30 ετών. Είναι ένας συγγραφέας που αν δεν τον διαβάσεις στο πρωτότυπο και δεν γνωρίζεις το όνομά του, θα είναι σχεδόν αδύνατον να καταλάβεις ότι είναι Ισπανός. Τα μυθιστορήματά του εκτυλίσσονται συχνά εκτός Ισπανίας (κυρίως στην Αγγλία), ενώ σπάνια θίγουν ζητήματα ισπανικής ιστορίας. Μάλιστα, η αγάπη του Μαρίας για την αγγλική και αμερικανική λογοτεχνία είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στα έργα και την ιδιοσυγκρασία του.

Το έργο που τον έκανε πανευρωπαϊκά γνωστό, «Όλες οι Ψυχές» (1988), είναι ενδεικτικό του εκκεντρικού ύφους του Μαρίας καθώς και των λογοτεχνικών του συγγενειών. Ο ανώνυμος αφηγητής είναι ένας Μαδριλένος λέκτορας ισπανικής λογοτεχνίας και θεωρίας της μετάφρασης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (όπου πράγματι πέρασε δύο χρόνια διδάσκοντας το ίδιο αντικείμενο και ο Μαρίας). Ο Μαρίας θεματικά μπλέκεται στο βρετανικό campus novel και δεν διστάζει να αποτολμήσει κάτι που θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τον Μάλκολμ Μπράντμπερι ή τον Κίνγκσλεϊ Έιμις. Χρησιμοποιώ το ρήμα «αποτολμάει», επειδή αυτό το θέμα αλλά και το ύφος, η εκλεπτυσμένη σάτιρα τρόπων, η χρήση ειρωνείας και η περιγραφή εκκεντρικών χαρακτήρων είναι κάτι που σχετίζεται άμεσα με μια καθαρά βρετανική παράδοση, και σε κάθε περίπτωση, σίγουρα όχι ισπανική.

Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι υποτυπώδης και σχετίζεται με τις διάφορες γνωριμίες του αφηγητή στην Οξφόρδη και κυρίως με την ερωτική του σχέση με την Κλερ Μπέις, μια παντρεμένη καθηγήτρια. Όμως ο Μαρίας ελάχιστα ενδιαφέρεται για τη συμβατική πλοκή, πολύ περισσότερο φαίνεται να τον νοιάζουν οι διαρκείς του παρεκβάσεις που ξεκινάνε από οποιοδήποτε ερέθισμα και τον οδηγούν σε ένα αυτοσχεδιαστικό παροξυσμό: από το περίεργο φαινόμενο των περιπλανώμενων ζητιάνων του ανοιξιάτικους μήνες στην Οξφόρδη, τον υπερήλικα θυρωρό ενός κολεγίου που κάθε μέρα είναι χαμένος σε διαφορετική χρονολογία, την κουλτούρα των μαγαζιών με μεταχειρισμένα βιβλία, τη σπάνια περίπτωση του ξεχασμένου ποιητή Τζον Γκόσγουερθ που είχε αναγορευτεί σε βασιλιά μιας βραχονησίδας στην Καραϊβική, μέχρι την κωμική ανάλυση των υπερβολικών πρωτοκόλλων που τηρούνται στα κολέγια της Οξφόρδης, ο αφηγητής – Μαρίας βλέπει παντού γύρω του μονοπάτια που επιλέγει να πάρει χωρίς να το καλοσκεφτεί και τα οποία σπάνια ολοκληρώνει. Ακολουθώντας το πνεύμα ενός από τους λογοτεχνικούς του προπάτορες, τον Λόρενς Στερν, (η μετάφραση του Τρίσταμ Σάντι από τον Μαρίας στα ισπανικά βραβεύτηκε), ενδιαφέρεται περισσότερο για το ταξίδι παρά για τον προορισμό.

Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του αναγνωρίζει ότι δοκιμάζει την υπομονή των αναγνωστών του με τις συνεχείς παρενθετικές παρεμβάσεις του, επισημαίνει όμως ότι με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζει ότι ο αναγνώστης ενδιαφέρεται πραγματικά για τη δική του προσέγγιση προς την αφήγηση, η οποία ουδέποτε ήταν γραμμική και άμεση. Κάθε μία από αυτές τις παρεκβάσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα μικρό διήγημα, αλλά ο Μαρίας δεν τις αναπτύσσει μέχρι τέλους, απλά δείχνει το δρόμο ανοίγοντας την όρεξη σε όποιον αναγνώστη θέλει να αφήσει τη φαντασία του να συνεχίσει στο μονοπάτι.

Άλλα στοιχεία που είναι ιδιαίτερα στον Μαρίας είναι η γλώσσα του, ή μάλλον οι μακροσκελείς δευτερεύουσες προτάσεις του που θυμίζουν τον ύστερο Χένρι Τζέιμς, ορισμένες εκ των οποίων εκτείνονται σε ολόκληρες σελίδες και απαιτούν τη στενή προσοχή του αναγνώστη. Επίσης, ο Μαρίας εισάγει φωτογραφίες στο κείμενό του, τις οποίες μετά περιγράφει αναλυτικά. Ο συνδυασμός των πολιτισμικής φύσεως ποικίλων παρατηρήσεων ενός Ευρωπαίου ακαδημαϊκού στη Βρετανία και της χρήσης φωτογραφιών θυμίζει τον Ζέμπαλντ (αν και στη περίπτωση του τελευταίου ο ρόλος των φωτογραφιών είναι πολύ πιο σημαντικός ενώ η μελαγχολία και όχι το χιούμορ – έστω και μαύρο – είναι η επικρατούσα ατμόσφαιρα στα έργα του).

Στην τριλογία του «Το Πρόσωπό σου Αύριο» (2004-2008), ο Μαρίας εμμένει στην Οξφόρδη και τη Βρετανία και αναπτύσσει ένα από τα ζητήματα στα οποία είχε αφιερώσει μία από τις παρεκβάσεις του στις Ψυχές, την κατασκοπεία και συγκεκριμένα το ιδανικό πεδίο στρατολόγησης κατασκόπων που ήταν οι πανεπιστημιουπόλεις της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η πραγματική δουλειά του ανθρώπου που εργάζεται στην αντικατασκοπεία είναι η ερμηνεία ανθρώπων, προσωπικοτήτων, η απόπειρα να τους διαβάσει και να δει μέσα τους. Συνεπώς η δουλειά αυτή αποτελεί προέκταση, τρόπον τινά,  εκείνης του μυθιστοριογράφου ή ακόμα και του καθηγητή λογοτεχνίας, καθώς και τα δύο επαγγέλματα αφορούν ανάγνωση και ερμηνεία.

Ο Μαρίας στην τριλογία αγγίζει περισσότερο ζητήματα ισπανικής ιστορίας και εμπνέεται από τον πατέρα του (επιφανής φιλόσοφος που είχε ζήσει στο εξωτερικό λόγω του Φράνκο). Περισσότερο φιλόδοξο από τα προηγούμενα έργα του, η τριλογία χαρακτηρίζεται παρά ταύτα από τις απρόβλεπτες και εκκεντρικές σκηνές (το τράβηγμα σπαθιού στην ντίσκο π.χ.) που αποτελούν σήμα κατατεθέν του Μαρίας.

Αρκετοί είχαν αναφέρει τον Μαρίας ως τον επικρατέστερο υποψήφιο της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας για το βραβείο Νόμπελ. Ασχέτως αν κάτι τέτοιο ισχύει ή όχι, ασχέτως του αν το ύφος του είναι αρεστό ή συμβατό με την ιδιοσυγκρασία του κάθε αναγνώστη, δεν γίνεται να παραγνωρίσει κανείς την ιδιαίτερη, πρωτότυπη, άμεσα αναγνωρίσιμη φωνή του, μια φωνή πραγματικά σπάνια.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.