Ο «Σκοτεινός Πληθυντικός» του Ορέστη Ανδρεαδάκη είναι ένα κινούμενο installation 10 ποιημάτων

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μιλά στο ελculture για την πρώτη του ποιητική συλλογή και για το πώς η Τέχνη δεν μας λυτρώνει

Κρατώ στα χέρια μου τον «Σκοτεινό Πληθυντικό», το πρώτο βιβλίο του Ορέστη Ανδρεαδάκη. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή 10 ποιημάτων που τυπώθηκε σε 199 αντίτυπα, όλα αριθμημένα και υπογεγραμμένα από τον δημιουργό. Το υψηλής αισθητικής βιβλίο σχεδιάστηκε και σελιδοποιήθηκε από τον Γιάννη Καρλόπουλο, τυπώθηκε στο τυπογραφείο Πλέτσας-Κάρδαρη και ράφτηκε στο χέρι με κόκκινη κλωστή από την Ήρα Σπαγαδώρου σε χαρτιά Περράκης. Το χειροποίητο της έκδοσης, που δεν πραγματοποιήθηκε από κάποιον οίκο, αλλά και της διανομής, αφού ο Ορέστης Ανδρεαδάκης τα παραδίδει χέρι με χέρι υπογραμμίζουν τον χαρακτήρα ενός «κινούμενου installation με τη μορφή βιβλίου», όπως λέει ο ίδιος. Φυσικά το βιβλίο μπορεί να το βρει κανείς και σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία.

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με το πλούσιο βιογραφικό (διευθυντής του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, συνιδρυτής του Φεστιβάλ Θερινού Κινηματογράφου Athens Open Air Film Festival, επιμελητής της επίσημης ελληνικής συμμετοχής στην 57η Μπιενάλε Βενετίας) κάνει το πρώτο του βήμα στον λογοτεχνικό χώρο και αποκαλύπτει στο ελculture τη διαδρομή των ποιημάτων του αλλά και εν γένει της ποίησης στη ζωή του.

«Δεν είναι μια τυχαία συλλογή αλλά μια ενότητα ποιημάτων, τα οποία έχουν γραφτεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους αλλά έχουν δουλευτεί ξανά τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2021. Συνεπώς αυτά τα ποιήματα -ακόμη κι αν απηχούν παλαιότερες συναισθηματικές καταστάσεις, παλιότερα γεγονότα ή να εμπλέκουν ανθρώπους από το παρελθόν- απέκτησαν μια ενιαία γραμμή με τον τρόπο που δουλεύτηκαν. Αντικατοπτρίζουν το δικό μου καλοκαίρι του 2021.

Καθώς δούλευα τα ποιήματα εκ νέου, σε κάποια έβλεπα και αισθανόμουν τις καταστάσεις που είχα βιώσει πριν 10-15 χρόνια και σε άλλα όχι. Κάποια άλλαξαν τελείως, έμειναν 10 λέξεις από την αρχική τους μορφή ή μόνο ένα σχεδίασμα, και τρία ποιήματα είναι εντελώς καινούρια. Αυτά είναι και τα πιο επώδυνα και τα πιο δύσκολα.

Όπως όλοι ξέρουμε, στην πραγματική ζωή η έκφραση μιας επιθυμίας ή η αποκάλυψη μιας αλήθειας μπορεί να είναι εκρηκτική και συγκρουσιακή, στην Τέχνη όμως -και ειδικά στην ποίηση- η έκφραση αυτή είναι απελευθερωτική διότι αποκρύπτει την πραγματικότητα και την μεταμορφώνει σε κάτι ιδανικό.

Ήθελα να φτιάξω ένα εντελώς χειροποίητο βιβλίο και να το βγάλω πριν τα φετινά Χριστούγεννα. Ο Γιάννης Καρλόπουλος– συνεργάτης και ιδιοφυής σχεδιαστής εκδόσεων, αλλά κυρίως πολύτιμος φίλος- με βοήθησε να πραγματοποιήσω αυτή την τρέλα, με την έμπνευση και τη γενναιοδωρία του. Και ήθελα να το κάνω με τη διαδικασία του επείγοντος. Όπως ακριβώς το λέει η Ελβίρα στον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου: «μην σας εκπλήσσει που με βλέπετε αυτή την ώρα και με αυτά τα ρούχα. Ένα επείγον κίνητρο με εξαναγκάζει να κάνω αυτή την επίσκεψη κι αυτό που έχω να σας πω με κανένα τρόπο δεν μπορεί να καθυστερήσει».  Ναι, ένιωθα ότι αυτό που είχα να πω με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να καθυστερήσει.

Είχα και στο παρελθόν σκεφτεί πολλές φορές την έκδοση αλλά ντρεπόμουν, φοβόμουν, δεν τολμούσα. Κάποια στιγμή, στα μέσα του φετινού Αυγούστου,  σαν να ωρίμασε όλο αυτό και είπα ότι τώρα είναι η ώρα. Και καθώς και τα δέκα ποιήματα μιλούν για τον έρωτα και απηχούν  τις δυσκολίες του, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να τα δουλέψω από την αρχή για να πω κάποια πράγματα που είχαν μείνει μέσα μου σε σκοτεινά σημεία, εξ ου και ο τίτλος «Σκοτεινός πληθυντικός». Έπρεπε λοιπόν να το κάνω αυτό, μολονότι ήταν επώδυνο και λίγο τρομακτικό, σαν να κοιτούσα μια άβυσσο.

Ήταν μια τρομερά δύσκολη περίοδος. Το καλοκαίρι τελείωνε κι άρχιζε η προετοιμασία του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Δεν ξέραμε τι θα γίνει. Αν θα καταφέρουμε να το πραγματοποιήσουμε στους φυσικούς του χώρους ή αν θα αναγκαζόμασταν και πάλι να το πάμε on line- αν θα πέφταμε πάλι σε ένα νέο lockdown.  Κι έτσι ανάμεσα σε ταινίες  και αφιερώματα, καλεσμένους και υγειονομικά πρωτόκολλα, εγώ αποφάσισα να εκτεθώ και με τα ποιήματά μου.

Στην πραγματικότητα ήταν μια παράλληλη διαδικασία, που συμπυκνώνεται σε αυτό που είπα στην έναρξη του Φεστιβάλ με έναν κόμπο στον λαιμό: «ήταν ένας μακρύς δρόμος, μια σκληρή εποχή, αλλά είμαστε και πάλι εδώ, είμαστε και πάλι μαζί». Αυτό το «μαζί» ήθελα να αποτυπώσω –ό,τι κι αν σήμαινε, όποιους κι αν αφορούσε.

φωτογράφος: Ηλίας Χατζάκης

Ο Γιάννης Παλαβός εκτός από εκλεκτός συνεργάτης του Φεστιβάλ είναι κι ένας κορυφαίος διηγηματογράφος που με τιμά με τη φιλία του. Είναι ο πρώτος που διάβασε τη συλλογή και ουσιαστικά με βοήθησε να διορθώσω και να βελτιώσω πράγματα. Διαβάζοντας λοιπόν τα ποιήματα μου είπε «δεν είναι αυτός ο τίτλος βιβλίου» (είχα επιλέξει τον τίτλο ενός από τα ποιήματα) «ο τίτλος είναι αυτές οι δύο λέξεις του τελευταίου ποιήματος γιατί αυτές μου έδωσαν την αίσθηση ότι ολοκληρώνει όσα έχεις γράψει». Του απάντησα ότι όντως μπήκε μέσα στο μυαλό μου.

Υπάρχουν πράγματα στα ποιήματά μου που ούτε κι εγώ ο ίδιος έχω καταλάβει τι σημαίνουν. Υπήρξαν φίλοι που με ρώτησαν «Α, εννοείς αυτό;» κι εγώ απάντησα «Κάτι άλλο εννοούσα αλλά τώρα που το λες μήπως είναι κι αυτό;». Ειδικά με την ποίηση και τη μουσική συμβαίνει αυτό, γιατί είναι πιο ανοιχτές μορφές Τέχνης.

Πάντα όταν δουλεύω, τώρα που γράφω τα κείμενα για τις εκδόσεις του Φεστιβάλ και παλιότερα όταν έγραφα στο «ΣΙΝΕΜΑ» και τις εφημερίδες, έχω από πίσω ένα μουσικό χαλί να παίζει. Ανάλογα με την περίσταση, μπορώ να ακούω από ραδιόφωνο μέχρι κλασική μουσική και progressive rock, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Οπότε είναι καλό να διαβαστούν με μουσική υπόκρουση. Ένα ποίημα μάλιστα απαιτεί το άκουσμα ενός συγκεκριμένου τραγουδιού που αναφέρεται στη συλλογή.

Έχω την αίσθηση ότι η Τέχνη είναι ενιαία. Δηλαδή μια ταινία, ένας πίνακας, μια σονάτα ή ένα σονέτο κουβαλούν το ίδιο φορτίο συναισθημάτων και στοχασμών και το μόνο που αλλάζει είναι η φόρμα. Και σ’ αυτό το ενιαίο σύμπαν της Τέχνης πρέπει να μπεις εντελώς ανυπεράσπιστος, γυμνός και χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Αν μπεις με δίχτυ ασφαλείας θα γίνει ορατό, αν όχι από το πρώτο λεπτό, σίγουρα κάποια στιγμή στο μέλλον.

Οι άνθρωποι έχουμε ένστικτο αυτοσυντήρησης και φόβο για την έκθεση. Ακόμη και σπουδαίοι καλλιτέχνες κάποια στιγμή μπήκαν στον πειρασμό να προφυλαχτούν αλλά τις περισσότερες φορές η προφύλαξη κατέστρεψε τα έργα τους. Μπορείς να δεις έναν πίνακα και να καταλάβεις ότι ο δημιουργός κάλυψε τα νώτα του και λες «Ρε γαμώτο γιατί το έκανες αυτό;». Στον κινηματογράφο αυτό συμβαίνει συχνότερα διότι οι ταινίες αποτελούν μεταξύ άλλων και εμπορικά προϊόντα ειδικά όταν μιλάμε για μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές.

Ανέκαθεν έγραφα ποιήματα και τα έδινα χέρι με χέρι. Ένα από αυτά τα ποιήματα το είχα φτιάξει ως αυτοσχέδιο βιβλιαράκι ενός μόνο αντιτύπου και το είχα δώσει στη γυναίκα στην οποία αναφέρεται. Αυτό το ποίημα υπάρχει σχεδόν αυτούσιο στη συγκεκριμένη έκδοση. Είναι λοιπόν αυτή η διαδικασία σαν να δωρίζεις ένα κομμάτι του εαυτού σου.

Όμως αυτό το κομμάτι του εαυτού σου συνεχίζει να σου ανήκει ακόμη κι όταν το δωρίζεις και κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει. Αυτό είναι το παράξενο με την Τέχνη. Σου λέει η άλλη: «α τι ωραία! θα βγάλουμε μια συλλογή με ποιήματα για μένα». Τραγικό λάθος. Στα ερωτικά ποιήματα η «άλλη» ή ο «άλλος» δεν είναι παρά η αφορμή, αφού το αντικείμενο της επιθυμίας διυλίζεται από τις λέξεις, διαθλάται μέσα στο σώμα του κειμένου και τελικά εξαφανίζεται. Κι αυτό που μένει δεν είναι παρά μια σκιά πάνω στον τοίχο της ποιητικής γλώσσας.

Ναι είναι αλήθεια: για ένα άτομο γράφουμε πάντα- για μια γυναίκα, για έναν άνδρα- κι όχι για το ανώνυμο κοινό, όμως αυτό το άτομο δεν υπάρχει, ή για να είμαι πιο ακριβής υπάρχει μόνο μέσα στα όνειρά μας- «σκιάς όναρ άνθρωπος».

Είναι σαν να αντικρίζεις την άβυσσο. Όμως ακόμη κι αν ένα ποίημα δεν πετύχει τον σκοπό του, δηλαδή ακόμη κι αν δεν αλλάξει τις καταστάσεις, ακόμη κι αν δεν σε φέρει κοντά σε έναν άνθρωπο που επιθυμείς να έρθει κοντά σου, ακόμη κι αν δεν αλλάξει τα συναισθήματα σου για κάποιες δύσκολες ιστορίες ή για έρωτες που έχουν τελειώσει πια, ακόμη και τότε είναι μια δήλωση. Είναι η αποτύπωση μιας ιδανικής στιγμής την οποία εσύ θέλεις να παρατείνεις στο διηνεκές.

Σε κάθε ένα από αυτά τα ποιήματα υπάρχει το ίχνος μιας γυναίκας. Μπορεί να είναι περισσότερες ή λιγότερες αλλά στο τέλος, στην επανασυγγραφή και στην επαναδιατύπωση αισθάνομαι ότι όλο αυτό ολοκληρώνεται σε ένα, ιδανικό πρόσωπο μιας Γυναίκας. Σε ένα πρόσωπο που μπορεί να μην είναι καθόλου αξιολάτρευτο ωστόσο μέσα μου πλησιάζει στο ιδανικό. Το ιδανικό στον έρωτα είναι κάτι πολύ παράξενο και πολύ προσωπικό.

Μπορεί ένα πρόσωπο να μας κινητοποιήσει ευγενικά συναισθήματα, να μας δώσει έμπνευση, να γίνει μούσα και στην πραγματικότητα να μην αξίζει τίποτε απ΄όλα αυτά. Μπορεί κάποιος να σου πει «Μα καλά έγραψες γι’ αυτό το άτομο που δεν αξίζει;». Η απάντηση μου είναι «Όχι δεν έγραψα για το συγκεκριμένο άτομο ωστόσο -για λόγους που δεν μπορώ να ερμηνεύσω αυτό το άτομο κινητοποίησε μέσα μου όλα όσα εξέφρασα». Μετά από κάποιο καιρό, αν το έργο τέχνης διασωθεί στον χρόνο, κανείς δεν θα ξέρει ποιο είναι το άτομο που ενέπνευσε τον δημιουργό και κανείς δεν θα ενδιαφέρεται για αυτό.

Αυτό το ένιωσα τον περασμένο Νοέμβριο κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μέσα στον πυρετό της διοργάνωσης με τα εκατοντάδες καθημερινά προβλήματα, όταν γύριζα στο δωμάτιό μου και διόρθωνα τα ποιήματα. Ένιωσα ότι τα ποιήματα με κρατούσαν όρθιο, με κρατούσαν ζωντανό. Και κάθε φορά που έβγαινα στη σκηνή και έλεγα «είμαστε και πάλι εδώ, είμαστε και πάλι μαζί» έπαιρνα δύναμη.

Αν λυτρώθηκα με αυτή την έκδοση; Όχι δεν λυτρώθηκα. Δεν σε λυτρώνει η ποίηση. Δεν σε λυτρώνει η Τέχνη. Μόνο τις πληγές σου αποτυπώνει. Αρκεί να εκτίθεσαι με ειλικρίνεια και τόλμη.

Κατά τη γνώμη μου το ωραιότερο ελληνικό τραγούδι είναι το «Ζητάτε να σας πω» του Αττίκ διότι είναι ένα τραγούδι απόλυτης έκθεσης και ειλικρίνειας, ένα τραγούδι που δεν έχει δίχτυ ασφαλείας. Ένα τωρινό αντίστοιχο τραγούδι, που κι αυτό δεν έχει δίχτυ ασφαλείας, είναι το «Είναι που δεν μπορώ» της Μαρίζας Ρίζου. Το έχω ήδη τοποθετήσει στο ΤΟΡ 10 των δικών μου αγαπημένων τραγουδιών διότι έχει μια σπαρακτική ειλικρίνεια. Έχει την τόλμη μιας γυναίκας που πονάει και δεν φοβάται να εκθέσει τον πόνο της και να τον μετασχηματίσει σε συλλογική εμπειρία. Κι αυτό είναι ίσως το μυστικό της Τέχνης: να μιλάς δηλαδή για τον εαυτό σου και τα τραύματά σου και τελικά να ακουμπάς τα τραύματα κι άλλων ανθρώπων κι όλο αυτό να γίνεται μια μυστική διαδικασία, επώδυνη και παρηγορητική ταυτόχρονα.

Δεν νομίζω ότι θέλω να γράψω μυθιστόρημα ή διήγημα, βέβαια ποτέ μην λες ποτέ αλλά ανέκαθεν ήμουν πιο κοντά στην ποίηση. Έχω διαβάσει πολλή ποίηση και ξέρω εκατοντάδες ποιήματα απέξω. Δεν είναι εύκολο να σου πω ποιοι είναι οι αγαπημένοι μου ποιητές, ωστόσο πιστεύω ότι οι μεγαλύτεροι τεχνίτες της ελληνικής γλώσσας, δηλαδή οι ποιητές που αντιμετώπισαν τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής τους μέσα από τη γλώσσα και χωρίς δίχτυ ασφαλείας, ήταν ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Καββαδίας κι ο Παπαδιαμάντης– ναι πιστεύω ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν ποιητής που έγραψε πρόζα.

Επιφανειακά, φαίνεται να μην τους συνδέει τίποτε όμως είχαν κάτι σπαρακτικά κοινό˙ ήταν και οι τέσσερις τρομερά περιορισμένοι κι ένιωθαν φυλακισμένοι σ’ ένα φυσικό και συναισθηματικό τοπίο, από το οποίο -όπως λέει ο Καββαδίας- έλειπε «η κίνηση, η άνεση του χώρου κι η χαρά». Εκείνοι ζούσαν στον μελλοντικό χρόνο της γλωσσικής τους τόλμης κι όμως ήταν φυλακισμένοι στο παρελθόν μιας συντηρητικής και εχθρικής εποχής. Ως εκ τούτου ήταν δυστυχείς στο παρόν τους. Και ίσως γι’ αυτό τον λόγο ανέτρεξαν στη γλώσσα -την ελληνική γλώσσα- και επινόησαν ρυθμούς, ρίμες και λέξεις για να αποδράσουν. Και τελικά τα κατάφεραν.

Ένας άνθρωπος που θεωρώ δάσκαλο και μέντορά μου από τον οποίο έμαθα όλα όσο γνωρίζω και στον οποίο οφείλω όλα όσα έχω κάνει ήταν ο John Berger, που ήταν ο πεθερός μου. Ήταν ένας αναγεννησιακός άνθρωπος, είχε γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, σενάρια, ποιήματα, είχε παίξει σε ταινίες, ζωγράφιζε υπέροχα. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα, που έζησα δίπλα του, που έφαγα στο τραπέζι του σπιτιού του, που περπάτησα στις λάσπες με τις αγελάδες που φρόντιζε σ’ ένα μικρό χωριό στις Άλπεις. Μου άνοιξε δρόμους που δεν φανταζόμουν ότι υπήρχαν, με συμβούλεψε με μια απίστευτη ταπεινότητα και με ώθησε να κάνω πράγματα που δεν θα έκανα ποτέ χωρίς αυτόν.

Αγαπώ την ποίηση τόσο που έχω πάνω μου τατουάζ με στίχους: του Γάλλου ποιητή Ρενέ Σαρ και του Ιταλού ποιητή Πετράρχη, να εδώ στο χέρι μου ένας από τους πιο αγαπημένους μου στίχους  στα ιταλικά “Pace non trovo, e non ho da far Guerra” (Ειρήνη δεν βρίσκω και δεν έχω πόλεμο να κάνω).

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.