«Ο Γυάλινος Κόσμος» του Ίβο βαν Χόβε με την Ιζαμπέλ Ιπέρ: Μια θαυμάσια παράσταση – και μια ντίβα

Ταξίδι στις αποχρώσεις της ανάμνησης. Ένας από τους πιο σημαντικούς ευρωπαίους σκηνοθέτες σε ένα λαμπρό επίτευγμα, όχι χάρις στη σταρ της παράστασης

Υπάρχουν θεατρικά κείμενα που, όταν λειτουργήσουν σωστά, σχεδόν κανένας θεατής δεν αφήνει την αίθουσα με μάτια στεγνά. «Ο Γυάλινος Κόσμος» του Tενεσί Ουίλλιαμς σίγουρα είναι ένα τέτοιο έργο. Ακροβατώντας επιδέξια μεταξύ ενός φαινομενικού ρεαλισμού και των βαθύτερων στρωμάτων της ανάμνησης, το αριστούργημα, ίσως, του ευφυούς και ευαίσθητου συγγραφέα, όταν αφεθεί να λειτουργήσει έχοντας την κατάλληλη σκηνοθετική και υποκριτική υποστήριξη, δημιουργεί κύματα συγκίνησης, τα αποτελέσματα των οποίων μπορούσε να δει κανείς στα πρόσωπα του κοινού που έβγαινε από την πλατεία της Στέγης μετά την παράσταση.

Ο Ίβο Βαν Χόβε δεν ανήκει στους σκηνοθέτες που περιορίζονται σε ένα είδος θεάτρου: από τον -λατρεμένο του- Σαίξπηρ στους Αμερικανούς του 20ου αιώνα, από κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο μέχρι διασκευασμένα μη θεατρικά κείμενα, ο Ολλανδός δημιουργός παρουσιάζει μια πολυσυλλεκτικότητα, που όμως δεν τον εμποδίζει από το να έχει προσωπικό ύφος στις προσεγγίσεις του. Παρόλο που το συγκεκριμένο έργο εκ πρώτης όψεως δεν ανήκει σε αυτά που θα του ταίριαζαν περισσότερο, το αποτέλεσμα είναι αληθινά θαυμάσιο, αντάξιο του διαμετρήματός του.

©Jan Versweyveld

Ο χώρος του σπιτιού της οικογένειας, ένα σχεδόν τυφλό υπόγειο, υποβάλλει άμα τη εμφανίσει την αίσθηση του «κεκλεισμένων των θυρών», της κόλασης από όπου ο Τομ θα δραπετεύσει, ενώ η Λώρα ποτέ. Η μονοχρωμία σε σέπια, στην απόχρωση των παλαιών φωτογραφιών, που καταλαμβάνει τα πάντα, από τους τοίχους μέχρι τα μαλλιά της Ιζαμπέλ Ιπέρ, υπονομεύει κάθε ρεαλισμό δημιουργώντας την ποιότητα της ανάμνησης που ο ίδιος ο συγγραφέας απαιτεί, δηλώνοντάς το από τις πρώτες ήδη γραμμές του κειμένου. Η χρήση της αυλαίας, όχι μόνο για τον διαχωρισμό σκηνών ή πράξεων, αλλά σε διάφορες στιγμές που ο σκηνοθέτης έκρινε ως καίριες, ωθούσε τη δράση προς την αποσπασματικότητα του ονείρου.

Το μεγαλύτερο, ίσως, ατού της παράστασης είναι η Λώρα της Ζυστίν Μπασλέ. Η ερμηνεία της διδάσκει πώς το εύθραυστο δεν παίζεται αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα –όπως όλα στο θέατρο άλλωστε. Εξαιρετική η σκέψη του σκηνοθέτη να εξαφανίζει ή να κάνει κραυγαλέα τη χωλότητα της ηρωίδας ανάλογα με το πόσο εκείνη την αισθάνεται τη δεδομένη στιγμή: το δικό της βλέμμα είναι αυτό που βλέπει ο θεατής. Θα κρατήσω το όνομά της στη μνήμη μου και θα προσπαθήσω να παρακολουθώ αυτά που θα κάνει: είναι μία από τις πλέον υποσχόμενες ηθοποιούς της γενιάς της στην Ευρώπη.

©Jan Versweyveld

Διά του αντιθέτου παρουσίασε το βάρος στους ώμους του Τομ ο Ναουέλ Περέζ Μπισκαγιάρ: θα έλεγε κανείς πως η ταχυδακτυλουργική ελαφρότητα με την οποία εμφανίζεται στην αρχή της παράστασης τον ακολουθεί σε όλη του την ερμηνεία, προσδίδοντάς της την απαιτούμενη τραγικότητα ακριβώς επειδή αυτή ουδέποτε επιδεικνύεται.

Απλός, αποτελεσματικός και ευθύβολος ο Συρίλ Γκεΐ στον ρόλο του «καταλύτη» Τζιμ. Ευφυής η επιλογή του σκηνοθέτη να χρησιμοποιήσει έναν πολύ καλό σαραντάχρονο ηθοποιό αφρικανικής καταγωγής στον ρόλο του Ιρλανδού μετέφηβου συναδέλφου του Τομ. Όταν το θέατρο δεν κινείται στα μονοπάτια του νατουραλισμού, ουδόλως οφείλει η διανομή να γίνεται βάσει ηλικιακής συνάφειας, εμφάνισης, φυλής ή φύλου.

Ένα πρόβλημα μόνο παρουσίασε η αρμονικότατη παράσταση του Ίβο Βαν Χόβε: την Ιζαμπέλ Ιπέρ! Όχι, δεν προσπαθώ σώνει και καλά να αποκαθηλώσω τα είδωλα: το ιερό τέρας του γαλλικού θεάτρου, με την -αυτονόητη- επάρκειά της παρουσίασε μια Αμάντα που και άρτια και θεμιτή είναι. Όμως εδώ και καιρό εμφανίζει τα δείγματα που συνήθως οι ντίβες του δικού της διαμετρήματος δεν κατορθώνουν να αποφύγουν όταν ερμηνεύουν στο θέατρο: η παλέτα τους είναι τόσο συγκεκριμένη, που καταλήγει στην επανάληψη. Ίσως γνωρίζει πως δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ, ίσως το βεβαρημένο πρόγραμμα μιας ηθοποιού τόσο διάσημης δεν της επιτρέπει να ακολουθήσει στην εξαντλητική διαδικασία των προβών τον δρόμο που οδηγεί στην ανακάλυψη του ρόλου εκ του μηδενός.

©Jan Versweyveld

Ίσως πάλι και ο ίδιος ο σταρ -πλέον- σκηνοθέτης της να μην είχε, μέσα στις υποχρεώσεις του που εκτείνονται σε πολλές πόλεις κι από τις δύο μεριές του Ατλαντικού, τον χρόνο ή την υπομονή που θα απαιτούνταν για να τη βγάλει από τη μανιέρα της. Πάντως η Αμάντα της παρουσίαζε επικίνδυνα πολλές ομοιότητες με την Λιούμποβ Αντρέγιεβνα που ερμήνευσε το καλοκαίρι στον «Βυσσινόκηπο» σε σκηνοθεσία  Τιάγο Ροντρίγκεζ. Κι αυτή με τη σειρά της -για να αναφερθώ και σε κάτι που γνωρίζει το ελληνικό κοινό- με την Αραμίντ της στις προ επταετίας (κακές) «Ψευδοεξομολογήσεις» του Μαριβώ σε σκηνοθεσία Λυκ Μποντύ. Προφανώς απαιτείται μια φόρμα πιο στιβαρή και συγκεκριμένη, όπως αυτή του Βαρλικόφσκι στις «Φαίδρες» ή το «Ένα λεωφορείο», ή το ακραίο στυλιζάρισμα του Μπομπ Ουίλσον όπως παλαιότερα στο «Κουαρτέτο» ή πιο πρόσφατα στο “Mary Said What She Said” για να την απελευθερώσουν από τις ευκολίες της και να της επιτρέψουν να φτάσει πιο μακριά.

Και για να μην περιοριστώ στις συγκρίσεις: οι σκηνές του «Γυάλινου Κόσμου» με τη μεγαλύτερη ένταση, εκείνες που χαράσσονται στη μνήμη και προκαλούν έντονη και αβίαστη συγκίνηση, είναι αυτές μεταξύ Λώρας και Τζιμ, ή Λώρας και Τομ. Οι λαμπροί αυτοί νέοι ηθοποιοί φτάνουν εκεί που η διάσημη, λαμπερή, αψεγάδιαστη Ιπέρ δεν μπόρεσε -ή δεν θέλησε- να φτάσει.

©Jan Versweyveld

Σπουδαίο δώρο της Στέγης η μετάκληση αυτού του «Γυάλινου Κόσμου» – εκεί, άλλωστε, πρωτοείδαμε στα πάτρια εδάφη δουλειά του Ίβο Βαν Χόβε, τις αξέχαστες «Σκηνές από ένα Γάμο». Παραστάσεις όπως αυτές, η «Δίκη» του Κρίστιαν Λούπα ή η «(Α)πολλωνία» του Κριστόφ Βαρλικόφσκι δεν αποτελούν απλώς απόλαυση για το κοινό: εκθέτουν καλλιτέχνες και θεατές στο έργο των κορυφαίων σκηνοθετών της Ευρώπης, χαρίζοντας παιδεία και ερεθίσματα. Δεν ξέρω ποιος είναι ο σκοπός ενός καλλιτεχνικού θεσμού αν όχι αυτός.

Να πούμε και κάτι τελευταίο: υπέροχος ο «Γυάλινος Κόσμος» του Ίβο Βαν Χόβε, χωρίς όμως -αν η μνήμη μου δεν εξωραΐζει υπερβολικά το παρελθόν- να φτάνει αυτόν του Δημήτρη Μαυρίκιου. Όπως και το «Μετά την Πρόβα» του δεν ήταν καλύτερο από αυτό του Περικλή Μουστάκη. Όχι, δεν το αναφέρω για να δείξω πως το ελληνικό θέατρο είναι καλύτερο από το ευρωπαϊκό (δεν είναι). Αλλά για να μην ξεχνάμε πως υπάρχουν Έλληνες δημιουργοί που μπορούν να σταθούν με όποιον κι αν τους συγκρίνουμε. Γιατί ο Ίβο Βαν Χόβε είναι αυτή τη στιγμή ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του παγκοσμίου θεάτρου.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.