Ο Γιάννης Χουβαρδάς, η Κατερίνα Λέχου, η Άννα Μάσχα, ο Αργύρης Ξάφης και η Κωνσταντίνα Τάκαλου για το «Πονηρό Πνεύμα» που «στοιχειώνει» το Εθνικό

Φαντάσματα από το παρελθόν, αλκοόλ και γύρω σκάνε βόμβες: Ο σκηνοθέτης της μαύρης κωμωδίας μαζί με τον θίασο μιλούν στο ελc για τα ερείπια του τότε και του τώρα, τον έγγαμο βίο και την πλήξη της ύπαρξης

Φωτογραφίες: © Karol Jarek

Η σκηνή σχεδόν άδεια. Ρούχα φαντεζί, οι ρόλοι σε διάθεση σουρεαλιστική, bouncing και excitée, σαν σε ρυθμό άλλης διάστασης, το αλκοόλ να ρέει άφθονο. Τι κι αν γύρω σκάνε βόμβες;

«Τι θα συμβεί αν σε αγγίξω;» Ό,τι κι αν γίνει, η ζωή συνεχίζεται…

Το «Πονηρό Πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ γράφεται την άνοιξη του 1941, μα γύρω και μέσα κάνει χειμώνα. Οι βόμβες ερειπώνουν το Λονδίνο, ο θάνατος πλανάται πάνω από τη ζωή, και η ζωή συνεχίζει δίνοντάς του το χέρι. Σαν αδέρφια. Ο Κάουαρντ καταφεύγει στην εξοχή και στήνει μια παράλληλη διάσταση σε ένα έργο που ολοκληρώνεται μέσα σε πέντε μέρες. Μέντιουμ, πνευματιστικές σεάνς, συζυγικές κρίσεις, ξέφρενο πάρτι και φαντάσματα συνθέτουν ένα σκηνικό που ανοίγει έναν διάλογο μεταξύ του υπαρκτού και του ανύπαρκτου, του καθόλα εξηγήσιμου και του πλήρως ακατανόητου, της αμφισβήτησης της ύπαρξης και της αφόρητης πλήξης, της έμπνευσης και του βάλτου, της ζωής και της μη-ζωής.

Ο Τσαρλς (Αργύρης Ξάφης) είναι ένας συγγραφέας που δυσκολεύεται να βρει την έμπνευση. Ο γάμος του με τη Ρουθ (Κωνσταντίνα Τάκαλου) βρίσκεται σε ένα ανυπόφορο τέλμα και η πλήξη για αυτόν καταλήγει υπαρξιακό αίνιγμα. Το αλκοόλ και η μεταφυσική δίνουν τη λύση. Όταν ένα μέντιουμ (Αμαλία Μουτούση) καλεί πίσω στη ζωή την πρώην σύζυγο του Τσαρλς, την Ελβίρα (Άννα Μάσχα), τότε τα πράγματα περιπλέκονται και αναπόφευκτα βγαίνουν εκτός ελέγχου. Ο άξονας μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης χάνεται και ο θεατής μεταφέρεται σε ένα σύμπαν που μυρίζει booze, είναι θολό σαν ανάμνηση και τρέμει σα ζελέ.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς επιστρέφει στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σκηνοθετώντας μια μαύρη κωμωδία που φλερτάρει με τη φάρσα, ένα έργο που γράφεται στο βομβαρδιζόμενο Λονδίνο και ανεβαίνει στη βομβαρδιζόμενη Αθήνα. Ο ίδιος και οι ηθοποιοί του μιλούν στο ελc για το φάντασμα, το «Πονηρό Πνεύμα» που θα στοιχειώνει από τις 26 Φεβρουαρίου την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού.

«Σε περίπτωση συναγερμού για αεροπορική επιδρομή κατά τη διάρκεια της παράστασης, το κοινό θα ενημερωθεί από τη σκηνή…Όσοι θεατές επιθυμούν, μπορούν να αποχωρήσουν από το θέατρο, η παράσταση ωστόσο θα συνεχιστεί…»

Τους ρωτώ πώς είναι να κάνεις θέατρο στον καιρό της πανδημίας και ενόσω γύρω σκάνε βόμβες. Ο Γιάννης Χουβαρδάς απαντά ότι για αυτόν η μεγαλύτερη πυρηνική απειλή της εποχής μας είναι η πανδημία.

«Κάνουμε θέατρο αλλά κόσμος πεθαίνει. Σχεδόν εκατό άτομα κάθε μέρα. Ζούμε σε μια κατάσταση ανησυχίας και αγωνίας για το τι θα ξημερώσει σε εμάς, τους συγγενείς μας, τους φίλους μας, τους γονείς μας. Είναι μια παρόμοια κατάσταση με αυτή του έργου. Η ανασφάλεια και ο θάνατος, που επιφέρει όλες αυτές τις συνέπειες στη ζωή μας… Ακριβώς τα ίδια πράγματα ζούσαν και αυτοί. Ο συγγραφέας προσπαθούσε συνέχεια να αποφύγει τα σκοτεινά θέματα. Ωστόσο, υπάρχουν αυτά τα σκοτεινά θέματα από κάτω. Στο έργο αυτό υπάρχει ο θάνατος, τον απασχολεί το τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά.

Η πανδημία για μένα είναι η μεγάλη πυρηνική απειλή της εποχής μας. Νομίζουμε ότι το ξεπερνάμε αλλά είναι κοντά μας και νομίζω ότι θα μείνει για πάντα κοντά μας. Στην καλύτερη περίπτωση θα συνηθίσουμε. Θα συνηθίσουμε στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής. Αυτό είναι μια συνεχής απειλή βόμβας.

Όταν λέμε ότι ζούμε με αυτό, εννοούμε ότι συνυπάρχουμε όσο το δυνατόν ανώδυνα. Κανείς δεν μας το εγγυάται. Βόμβες υπάρχουν κι άλλες. Βόμβα ήταν αυτό που έσκασε στον χώρο του θεάτρου με όλες αυτές τις καταγγελίες. Έσκασε και η βόμβα της τεράστιας ευαισθητοποίησης σε σχέση με την κακοποίηση των ευάλωτων κομματιών του πληθυσμού, είτε μιλάμε για παιδιά, είτε γυναίκες, είτε άτομα ΛΟΑΤΚΙ+. Ακόμα ζούμε τις συνέπειες αυτής της βόμβας. Πρόσφατα έσκασε η βόμβα της ακρίβειας, του πληθωρισμού. Τα μέτωπα είναι πολλά.

Σκάνε πολλές βόμβες γύρω μας και δεν μας αφήνουν σε εφησυχασμό. Όλες οι εποχές το έχουν αυτό. Πέρασε μια περίοδος της μεταπολίτευσης που νομίζαμε ότι τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα, βαδίζαμε σε μια ουτοπία ευτυχίας. Έπεσε η Χούντα, υπήρχε ελευθερία αλλά αυτό σιγά-σιγά άρχισε να συννεφιάζει».

Για τον Αργύρη Ξάφη, το να δημιουργείς ενώ γύρω το τοπίο το καταπίνει η ομίχλη, είναι δήλωση ότι είσαι ζωντανός.

«Αισθάνομαι την ανάγκη του να μπορώ να τραγουδήσω την ώρα που πέφτουν οι βόμβες και να δηλώσω ότι είμαι ακόμα ζωντανός. Οι βόμβες δεν έχουν καταφέρει να με γκρεμίσουν και να με διαλύσουν. Σε περιόδους πολέμων οι άνθρωποι μαζεύονταν και γλεντούσαν και αυτό έχει να κάνει με τη δήλωση των ανθρώπων ότι είναι ζωντανοί. Είμαστε ζωντανοί και σε θέση να φανταζόμαστε πράγματα πέραν της πέτρας που πέφτει δίπλα. Η δυνατότητα του ανθρώπου να φαντάζεται, να φαντασιώνεται, είναι η υπέρτατη δήλωση παρουσίας, δήλωση ζωής. Το να ζω -απλά και μόνο-, για μένα δεν αρκεί. Θεωρώ ακόμα πιο δυναμική τη ζωή που περιλαμβάνει τη φαντασία. Να βλέπω πράγματα πέρα από όσα συμβαίνουν γύρω».

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου κοιτάζει τις βόμβες με υπεροψία: «Η τέχνη είναι κάτι που πρέπει να ανθίζει. Το να συμβαίνει ένας πόλεμος και μια καταστροφή, από μόνο του αφορά την τέχνη. Ξεπερνάει τα όρια. Τι να πει ένας καλλιτέχνης, τι να φτιάξει η Αμπράμοβιτς, όταν έχει γίνει το Άουσβιτς; Καμιά φορά, όταν κάνω πρόβα, ακούω τις βόμβες, και υπεροπτικά γελάω απέναντι στον θάνατο».

ζωή & θάνατος | το δίπολο

Ένα φουστάνι, ένα χαμόγελο και μερικά λουλούδια και η ζωή συνεχίζεται. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου περιγράφει έναν κήπο που ανθίζει μέσα σε ερείπια:

«Ένα πράγμα που βρίσκω ευφυές στη σκηνοθεσία του Χουβαρδά είναι ότι ενώ κάνει μια μαύρη κωμωδία, μια φάρσα, το τοπίο που δημιουργεί είναι σαν να έχει γίνει ο βομβαρδισμός μέσα στο σπίτι και έχει μείνει ένας κήπος. Έχει κάτι μπεκετικό, κάτι πιντερικό. Σαν να σου έμεινε ένα καλό φουστάνι που το φόρεσες σε ένα πάρτι, σαν να σου έμεινε ένα χαμόγελο για να μπορέσεις να αντέξεις τη ζωή, σαν να μην έμεινε καθόλου σκηνικό αλλά μερικά λουλούδια για να μπορέσει η ζωή να συνεχίσει. Και μόνο ποτό. Ποτό, μουσική και κάποια λουλούδια. Ένα άδειο τοπίο. Υπάρχει πάντα εκείνο το φυτό που υπενθυμίζει τη ζωή. Όσο και να γράφονται δράματα και κωμωδίες, όσο και να συμβαίνουν πανδημίες, όσο κι αν υποφέρει ο άνθρωπος, αν υπάρχει μια ψυχή που μπορεί να ανθίσει, θα ανθίσει, αν υπάρχει ένα φυτό, θα συνεχίσει η ζωή να υπάρχει. Με τα φαντάσματα δεν μπορεί να τα βάλει όμως κανείς!».

Όπως μου εξηγεί ο Αργύρης Ξάφης, κατά τη διάρκεια των προβών, η πραγματικότητα της ζωής του, συνάντησε την πραγματικότητα του έργου:

«Έχασα τον πατέρα μου στη διάρκεια των προβών. Υπήρχε και η ένταση με την πανδημία. Αλλά δεν το βάλαμε κάτω καθόλου. Αυτό συνάντησε φυσικά τη θεματική του ίδιου του έργου. Το κείμενο είναι σαν να σε έχουν βουτήξει κάτω από το νερό και εσύ προσπαθείς να πάρεις μια λυτρωτική ανάσα. Μας έδινε ανάσες ζωής σε ένα ζοφερό περιβάλλον.

Η σκέψη του να έρχεσαι σε επαφή με τον άνθρωπο που έχεις χάσει, να συμπληρώνεις πράγματα που δεν πρόλαβες να του πεις, να ξεκαθαρίζεις παρεξηγήσεις που είχαν γίνει, να διατυπώνεις καθαρά πως ακόμα τον θέλεις, ή η σκέψη του να επιστρέφει εκείνος ακόμα και με τη μορφή μιας σκιάς, ακόμα και στο μυαλό, είναι πολύ ζωντανή. Με βοηθάει η συνθήκη να διαπραγματευτώ παράλληλα με αυτήν την κωμωδία, μια τραγωδία της ζωής μου».

Ο Γιάννης Χουβαρδάς χαρακτηρίζει τη σχέση του με τον θάνατο ως αδερφική ενώ τον γοητεύει η σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων.

«Η σχέση μου με τον θάνατο είναι κοινότοπη, όπως όλων. Κάποιες φορές απομακρυνόμαστε, κάποιες είμαστε πιο κοντά, κάποιες πέφτουμε πάνω του, αλλά υπάρχει. Είναι μια αδελφική σχέση. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας και αυτό. Σε κάποιους ανθρώπους αρέσει να βλέπουν τη φωτεινή πλευρά της πραγματικότητας ενώ σε άλλους αρέσει να βλέπουν το σκότος. Όλοι έχουν ανησυχία για τον θάνατο. Όταν είμαστε μακριά από αυτό το γεγονός, δεν το σκεφτόμαστε τόσο πολύ. Όταν βιολογικά πλησιάσουμε, η σκέψη έρχεται πιο έντονα. Αν χάσουμε κάποιον δικό μας, ερχόμαστε πιο κοντά. Μετά από λίγο το ξεχνάμε και κοιτάζουμε τη ζωή. Από πολύ παλιά, ο άνθρωπος προσωποποιεί τον θάνατο. Στη λογοτεχνία, στην τέχνη.

Η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων με γοητεύει. Με ενδιαφέρουν οι σκοτεινές πλευρές των ανθρώπων γιατί είναι πιο ανθρώπινες, πιο γνήσιες. Βγάζουμε στην επιφάνεια τις φωτεινές πλευρές μας και το σκοτάδι το κρύβουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι χαρισματικά φωτεινοί. Ο περισσότερος κόσμος, όμως, στην εποχή μας έχει αρχίσει να δείχνει τη σκοτεινή πλευρά. Νομίζω ότι αυτό το κάνει πολύ ενδιαφέρον. Και ως πεδίο παρατήρησης για εμάς που είμαστε ταγμένοι στην τέχνη».

Η Κατερίνα Λέχου επισημαίνει ότι ο άνθρωπος προκειμένου να απαντήσει τα υπαρξιακά του ερωτήματα θέλει ακόμα και να γνωρίσει τον θάνατο:

«Με συγκινεί βαθύτατα το πόσο αλληλένδετη είναι η ζωή με τον θάνατο -είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα δεν υφίσταται χωρίς το άλλο και ο άνθρωπος στην προσπάθεια να ξορκίσει τον θάνατο ή να τον εξωραΐσει, κάνει οτιδήποτε. Θέλει ακόμη και να τον γνωρίσει. Όταν θα πεθάνω, πώς θα είναι; Αυτό είναι ένα σοβαρό υπαρξιακό ερώτημα του ανθρώπου, εγγενές με την ανθρώπινη φύση: Τι γίνεται μετά; Πώς είναι αφού πεθάνω, υπάρχει κάτι;

Για μένα αυτό είναι το πιο βαθύ ερώτημα που ίπταται πάνω από το έργο. Επειδή συμβαίνει εν μέσω πολέμου -βγαίνουν έξω στον δρόμο και βλέπουν πτώματα- καταλαβαίνετε πόσο έντονη είναι η ανάγκη να σκεφτεί αυτό το εξωφρενικό έργο ο Κάουαρντ».

έρωτας, πάθος & δύο δεμένοι σύμμαχοι

Κεντρική θέση στο έργο του Κάουαρντ έχουν τα ζητήματα του έγγαμου βίου, του έρωτα και του πάθους ή της απουσίας αυτού.

Η ηθοποιός που υποδύεται το φάντασμα της πρώην συζύγου, η Άννα Μάσχα, δεν θέλει ούτε να αγιοποιήσει ούτε να δαιμονοποιήσει τον θεσμό του γάμου:

«Δεν θεωρώ τον έρωτα το υψηλότερο των συναισθημάτων. Είναι μια μεγάλη κινητήρια δύναμη που φέρνει τους ανθρώπους κοντά αλλά δεν διαρκεί πολύ. Δεν θα μπορούσε να διαρκεί πολύ. Είναι εξοντωτικό να είσαι ερωτευμένος. Πόσο να διαρκέσει; Θα πεθάνεις στην κούραση. Δεν είναι το κέντρο της ύπαρξης ενός ανθρώπου. Αποτελεί τρομερή κορύφωση της ύπαρξης και θυμάσαι στιγμές που ήσουν ερωτευμένος αλλά εγώ προσωπικά και μόνο που σκέφτομαι τις φορές που υπήρξα τρομερά ερωτευμένη, κουράζομαι. Η τωρινή μου κατάσταση δεν θα άντεχε μια τέτοια συναισθηματική ζωή. Προτιμώ την αγάπη, τον σεβασμό, την τρυφερότητα.

Ο γάμος, λένε, σκοτώνει τον έρωτα. Η συνήθεια σκοτώνει το πάθος. Δεν ξέρω πόσο φυσιολογική είναι αυτή η συμβίωση. Είναι μια κατασκευή του πολιτισμού μας. Δεν είμαι σίγουρη για το πόσο λειτουργική είναι. Γίνεται συχνά δυσλειτουργική. Υπάρχει αυτό το μοτίβο του ζευγαριού που συνδέει τις τύχες του και πορεύεται. Αυτό που έχω ακούσει να λένε: το τέρας με τα δύο κεφάλια, τα τέσσερα χέρια και τέσσερα πόδια. Δεν θέλω να τον δαιμονοποιήσω τον θεσμό. Αλλά δεν τον αγιοποιώ. Οι διενέξεις θα υπάρξουν σίγουρα στην πορεία της διαδρομής. Αν, όμως, συνεννοούνται, η ζωή θα είναι ευκολότερη. Πρόκειται για μια συμμαχία και χρειάζεσαι συμμάχους για να τη βγάλεις σε αυτή τη ζωή».

Η Ρουθ της παράστασης (Κωνσταντίνα Τάκαλου) μιλά για αλληλοσπαραγμό, για εγωισμό και μονοπώλιο. Αυτά είναι τα υλικά του έρωτα.

«Έχουμε όλοι οι άνθρωποι ανθρώπους που τάραξαν τα νερά της ψυχής μας. Έρωτες. Αλληλοσπαράζονται αυτοί μέσα στο έργο, τρώγονται. Ζηλεύουν. Έρχεται το φάντασμα, αυτή πρέπει να φύγει αλλά δεν τον αφήνει! Ας το διασκεδάσουμε, είμαστε τρεις! Τι σε πειράζει να ζούμε με το φάντασμα; Αυτή θέλει τον άντρα της. Έτσι είναι ο έρωτας. Καθρεφτιζόμαστε μέσα στον άλλον και θέλουμε αυτό το μονοπωλιακό. Θέλουμε τον άλλο μόνο για μας. Έχει ένα κόστος η συμβίωση. Η Ρουθ δεν αντέχει. Αλλά και ποιος αντέχει να μοιράζεται τον σύντροφό του; Ακόμα και με ένα φάντασμα!

Μέσα στον εγωισμό του έρωτα, την απαίτηση του μονοπωλίου, ζηλεύουμε ακόμα και  ό,τι υπήρξε πριν -δεν θέλουμε να σκεφτούμε ότι κάτι θα μας χωρίσει. Κάτι θέλουμε. Να μη ζούμε μόνοι μας. Ο άνθρωπος θέλει τη συντροφιά του. Αυτοί βρίσκουν μέσα στην αλληλοφαγωμάρα τους, ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι του έρωτα με μια ανάποδη ματιά.

Δεν τα έχεις περάσει; Σε άθλια κατάσταση μπορεί να σε φτάσει ο έρωτας. Και αυτοί σε αυτή την άθλια κατάσταση φτάνουν».

Ο Κάουαρντ, πάντως -όπως επισημαίνει και η Κατερίνα Λέχου– δεν φαίνεται να είναι ένθερμος υποστηρικτής του extreme sport που λέγεται γάμος.

«Δεν νομίζω ότι πιστεύει πολύ στον γάμο ο Κάουαρντ. Πιστεύει ότι είναι σίγουρη καταδίκη μάλλον. Δεν συμφωνώ μαζί του σε αυτό. Ωστόσο, είναι μια άποψη διαδεδομένη και ισχύουσα γύρω μου. Βρίσκω πως ο γάμος είναι ένας παρεξηγημένος θεσμός. Οι άνθρωποι θεωρούν ότι θα ερωτευτούν, θα παντρευτούν και θα κάνουν περίπατο στην εξοχή. Δεν πρόκειται περί αυτού. Συζυγία σημαίνει δύο άνθρωποι σε έναν κοινό ζυγό. Με όλα τα κακά που φέρνει ένας ζυγός αλλά με το καλό πως σε αυτό δεν είσαι μόνος. Δεν νομίζω ότι το διαβάζει έτσι ο περισσότερος κόσμος».

τα αερικά του παρελθόντος ή αλλιώς αναμνήσεις

Ρωτώ τον θίασο για τις αναμνήσεις, τα φαντάσματα του παρελθόντος που επιστρέφουν.

Γιάννης Χουβαρδάς: «Δεν είμαι άνθρωπος των αναμνήσεων με την έννοια ότι δεν τις καλώ. Δεν ανάβω ένα φως το βράδυ, δεν βάζω μουσική για να αναπολήσω το παρελθόν. Μου χτυπάνε την πόρτα χωρίς να το θέλω. Καμιά φορά σε πιάνουν στα ξαφνικά, ανατρέπουν κάτι που πίστευες ότι έχει λήξει και το ξαναφέρνουν στην επιφάνεια. Είναι ένα παιχνίδι που μας παίζει η ζωή και το υποσυνείδητό μας. Όπως, άλλωστε, και τα όνειρα. Δεν θέλουμε να βλέπουμε τα όνειρα που βλέπουμε. Γίνεται ερήμην μας. Το τελευταίο διάστημα αρχίζω να έχω πολλές επισκέψεις, άλλες καλοδεχούμενες και άλλες ανεπιθύμητες, από το παρελθόν».

Κωνσταντίνα Τάκαλου: «Υπάρχουν πράγματα στη ζωή μου που τα αντιμετωπίζω ως φωτογραφίες. Δεν θυμάμαι μεγάλα περιστατικά. Η ανάμνηση είναι κάτι που μπορεί να σε τραβήξει πολύ πίσω, να σε καθηλώσει σε ένα παρελθόν και να μην μπορείς να προχωρήσεις. Τη χρησιμοποιώ όπως με βολεύει για να προχωρήσω στη ζωή μου. Το πιο ωραίο πράγμα είναι το ωραίο παρόν. Έστω και ένας καυγάς σε κρατάει ζωντανό, είναι ένας ανάποδος τρόπος έρωτα. Οι αναμνήσεις μοιάζουν πραγματικά με φαντάσματα. Δεν μπορείς να προχωρήσεις τη ζωή σου συνέχεια με αναμνήσεις. Ό,τι έγινε ας τελειώσει και ας μην υπάρξει ξανά. Ο άνθρωπος πρέπει να ζει με το ωραίο του παρόν και όχι με το παρελθόν του.

Διασκεδάζω το έργο γιατί με κάνει να μετακινούμαι. Ανοίγει χώρους εσωτερικούς, δικούς μου. Μου αρέσει να ανακαλύπτω το πώς οι άνθρωποι διαχειριζόμαστε τους ανθρώπους που πέρασαν. Ξέρετε, φαντάσματα δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που πέρασαν και έφυγαν επειδή πέθαναν. Φαντάσματα μπορεί να είναι άνθρωποι που πέρασαν, έφυγαν και υπάρχουν μέσα στο φαντασιακό μου, με βασανίζουν. Ένας έρωτας που κράτησε τρεις μήνες και έπρεπε να είχε κρατήσει παραπάνω. Όταν κάποιος είναι ερωτευμένος πρέπει να το ζήσει τη στιγμή που συμβαίνει, εν θερμώ και να μην αφήσει τίποτα. Γιατί όσα αφήσει θα γίνουν φαντάσματα. Οι σκέψεις κάνουν το μυαλό συρτάρι μοδίστρας, με χιλιάδες κουβαράκια -μπερδεύεται ο άνθρωπος ανάμεσα στις κλωστές. Είναι ωραία να ασχοληθείς με την κλωστή την ώρα που πρέπει».

Κατερίνα Λέχου: «Το παρελθόν μας είμαστε εμείς. Δεν μπορούμε να το ξεχωρίσουμε από το είναι μας. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το πετσί μου από το κόκαλο. Θα ήταν τρομερά επώδυνο και ανέφικτο. Είναι κομμάτι των ονείρων μου. Ασυνείδητα έρχονται αυτά τα πράγματα στο μυαλό μας. Προσπαθώ να τα διαβάζω από άλλες οπτικές γωνίες όσο περνούν τα χρόνια. Δεν θέλω να βλέπω το παρελθόν και τις αναμνήσεις ως ερινύες που με καταδιώκουν. Προσπαθώ να το δω από άλλη ανάγνωση. Η δική μας η μετατόπιση είναι που το αλλάζει. Το παρελθόν είναι εκεί και μας χαιρετάει».

Άννα Μάσχα: «Όλοι έχουμε τα φαντάσματά μας, τους σκελετούς μέσα στη ντουλάπα. Όμως, νομίζω ότι έχω καλή σχέση με τις αναμνήσεις μου. Κάθε μέρα έχω εικόνες από το παρελθόν. Συνέχεια σκέφτομαι τα περασμένα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που δεν θέλουν να σκέφτονται το παρελθόν. Με επισκέπτεται. Δεν γυρίζω την πλάτη στα πιο δυσάρεστα. Η νοσταλγία του ανθρώπου αφορά τη νιότη που πέρασε. Για μια κατάσταση που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Κάποιες αναμνήσεις, όμως, συνδέονται με πράγματα που εξακολουθούν και υπάρχουν. Για μένα, δεν υπάρχουν κλειστές πόρτες που δεν θέλω να ανοίξω. Αν θάψεις πράγματα κάτω από το χαλί, θα τα βρεις μπροστά σου. Ένας στίχος του Bloody Hawk λέει: Ό,τι σκουπίδι πετάξω, το βρίσκω την άλλη μέρα στην μπανιέρα μου. Εμμονή με το μέλλον δεν έχω. Το μέλλον θα έρθει. Είναι μυστικό πράγμα, δεν ξέρεις πως θα είναι. Το να μην κοιτάω το παρελθόν και να κοιτάω μόνο το μέλλον, αυτό κι αν είναι τολμηρό!».

και το αλκοόλ να ρέει άφθονο | παρτάροντας στην πλήξη

Η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά είναι ένα συνεχόμενο πάρτι. Και φυσικά, πάρτι δίχως αλκοόλ δεν γίνεται. Ο Αργύρης Ξάφης πιστεύει πως μόνο το θέατρο μπορεί να δυναμιτίσει στα μυαλά των θεατών αυτή την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος για πάρτι:

«Ονειρεύομαι και έχω δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου, να κάνω ένα μεγάλο, χορταστικό, γαμάτο πάρτι. Δεν σκέφτομαι όργια και ναρκωτικά. Σκέφτομαι το πάρτι -να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε, να είμαστε με ανθρώπους.

Εγώ δεν έχω κάποιον φίλο που να μην ονειρεύεται και να μη φαντασιώνεται μια παρτάρα αυτή τη στιγμή. Αν αυτή τη φαντασίωση του πάρτι δεν μπορούμε εμείς στο θέατρο να τη δυναμιτίσουμε στα μυαλά των θεατών, τότε δεν μπορεί να το κάνει κανείς. Οι ειδήσεις δεν πρόκειται να το κάνουν πάντως. Εγώ δεν θα το έλεγα πάθος, να θες να διασκεδάσεις και να περάσεις καλά. Θα το έλεγα απόλυτη ανάγκη. Δεν μου φαίνεται τυχαίο ότι όλοι οι πολιτισμοί, σε όλες τις χώρες, σε όλες τις εποχές, σταματάνε για μεγάλα διαστήματα, για να γλεντήσουν. Η ανάγκη αυτή είναι σύμφυτη με την ύπαρξη του ανθρώπου. Δεν είναι σύμφυτη με την ύπαρξη του ανθρώπου η οχτάωρη εργασία. Αλλά η διασκέδαση είναι.

Το θέατρο παράγει φαντασιώσεις, ανοίγει δρόμους και δίνει διεξόδους σε ανθρώπους να κινηθούν ξανά προς τις φωτεινότερες πλευρές τους. Όχι για να είναι πιο χαρούμενοι. Αλλά για να τους σηκώσει από το αδιέξοδο».

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου συνδέει το αλκοόλ με ένα στοιχείο σχεδόν μεταφυσικό:

«Η επήρεια του αλκοόλ σχετίζεται με το να υπερυψωθώ σε κάτι άλλο από αυτό που είμαι ή να απελευθερωθώ αλλά και να έρθω σε επαφή με κάτι μεταφυσικό. Μεθάω και πάω σε άλλη διάσταση. Το αλκοόλ γίνεται ένα φίλτρο για να βλέπεις τα πράγματα. Ο άνθρωπος όταν πίνει γίνεται πιο επιθετικός, πιο ελεύθερος, πιο συναισθηματικός. Μπορεί να πιεις και να κλάψεις, μπορεί να πιεις και να εξομολογηθείς, μπορεί να πιεις και να τρακάρεις με το αυτοκίνητο. Το αλκοόλ είναι όλα αυτά. Όμως, είναι και στοιχείο μεθυστικό, ότι υπερίπταμαι, ότι υψώνομαι σε κάτι διαφορετικό, έρχομαι σε επαφή με κάτι μεταφυσικό. Με το αλκοόλ, δουλεύει περισσότερο το ασυνείδητο και όχι το συνειδητό. Μπορεί να είναι και καταστροφικό».

τι κυνηγά τους ήρωες;

Κατερίνα Λέχου: «Στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν από τη ζοφερή πραγματικότητα -την εξωτερική και την περιρρέουσα- εννοείται ότι το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να βυθίζονται στο αλκοόλ. Αυτό τους δίνει το excitée, αυτό το πέταγμα, την τρέλα στην κίνηση. Οι άνθρωποι προσπαθούν να διαφύγουν της πραγματικότητας μέσα από τις ουσίες».

Άννα Μάσχα: «Οι ήρωες πάσχουν από τον φόβο της υπαρξιακής πλήξης. Θέλουν να κάνουν πάρτι γιατί βαριούνται. Αυτή η βαρεμάρα είναι ο τρόμος του υπαρξιακού τέλματος. Δύσκολο να ικανοποιηθεί. Μπορεί να επινοεί ένας άνθρωπος ίντριγκες και πάθη μέσα στη σχέση προκειμένου να μη βαριέται.

Κάποια στιγμή το φάντασμα λέει: Θέλω να φύγω από εδώ. Εδώ μέσα βασιλεύει η πλήξη. Για αυτό και πέθανα.

Αυτό δεν είναι επιφανειακό. Υπάρχει κάτι το βαθιά υπαρξιακό μέσα στην ανάλαφρη αυτή κωμωδία».

Info παράστασης:

Πονηρό πνεύμα | Εθνικό Θέατρο – Κτίριο Τσίλλερ – Κεντρική Σκηνή

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.