Ο Φώτης Σιώτας μοιράζεται στο ελc «Δύο Λάθη» και άλλα χίλια σωστά

Λίγο πριν την κυκλοφορία του νέου του δίσκου με τον Θοδωρή Γκόνη με τίτλο «Δύο Λάθη», ο Φώτης Σιώτας επιστρέφει νοερά στην εποχή του Μύλου της Θεσσαλονίκης και διαπιστώνει πως έμπνευση χωρίς εμμονή δεν υπάρχει

«Δώσε μου ένα λεπτό να βρω τα τσιγάρα μου, να το κάνουμε σωστά». Κάπως έτσι ακούω αυτή του τη φράση και τον περιμένω να βρει αυτό που κάνει κάθε καπνιστή καλύτερο ομιλητή. Ο Φώτης Σιώτας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ διαφορετικών μουσικών συμπάντων, το γρανάζι που έχει κάνει τις συναυλίες των Σωκράτη Μάλαμα, Θανάση Παπακωνσταντίνου, Παύλου Παυλίδη και άλλων καλλιτεχνών να αποδίδουν αποτελεσματικά-έναν μουσικό που δεν διστάζει να πειραματιστεί σε ετερόκλητα καλλιτεχνικά μονοπάτια, πάντα με το δαιμόνιο της περιέργειας και πάντα με την επιθυμία να δοκιμαστεί σε οτιδήποτε μπορεί να τον συγκινήσει.

Συζητώντας μαζί του καταλαβαίνω πως συνομιλώ με έναν άνθρωπο που απολαμβάνει το να δουλεύει σε παρέες και σαν να αποζητά τη ζεστασιά της σχολικής μπάντας, όπως παλιά, δουλεύοντας όμως με την επιμονή του επαγγελματία μουσικού.

Η συζήτησή μας διαγράφει μια περίεργη διαδρομή γύρω από τις δύο πόλεις που τον διαμόρφωσαν, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε και τον όρισαν, το θέατρο που ανακαλύπτει όλο και περισσότερο, τη δική του μουσική γλώσσα και τους τρόπους με τους οποίους καταφέρνει να την αρθρώσει αλλά και τις διαδικασίες που δονούν τη δική του έμπνευση.

είπες θα γίνω μουσικός ή συνέβη;

«Συνέβη. Ήμουν τυχερός. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη και την εποχή που ήμουν είκοσι χρονών άνοιξε ο Μύλος. Το ’93. Ήταν τεράστιο γεγονός. Ήταν ένας πολυχώρος που κάθε μέρα είχε έξι-επτά διαφορετικά σχήματα, συναυλίες από το εξωτερικό. Ταυτόχρονα έδινε ευκαιρίες στα γκρουπ της πόλης να παίξουν.

Βλέπαμε πράγματα, άνοιξαν τα μάτια μας και τα αυτιά μας και επίσης βγάζαμε το χαρτζιλίκι μας. Καταφέραμε να δούμε πως είναι να παίζεις σε ένα πάλκο με ήχο, με κόσμο, να το δούμε πιο σοβαρά. Ήταν η εποχή που έβγαιναν προς τα έξω ο Θανάσης και ο Σωκράτης. Ξαφνικά βρέθηκα να παίζω σε ορχήστρες από μικρός και συνειδητοποίησα ότι είμαι επαγγελματίας, πράγμα που δεν είχα καταλάβει μέχρι τότε. Ζούσα από αυτό και το ένα έφερε το άλλο.

Θανάσης | Σωκράτης | Διονυσιασμός

Του μιλάω για μια σελίδα στο Instagram, τη #thanasokratia, σελίδα που μελαγχολεί για τα όμορφα που πέρασαν και ελπίζει για τα ωραία που είναι καθ’ οδόν. Γελάει και μου απαντάει πως οι συναυλίες με τον Σωκράτη και τον Θανάση ήταν πάντα γιορτή από την οποία δεν έλειπε το διονυσιακό στοιχείο.

«Πέρασα αυτήν την εποχή μαζί τους. Για μας ήταν σοκαριστική η πρώτη εποχή. Ήταν όταν βγήκαν οι Λαϊκεδέλικα -μπάντα που έχτισε ο Μπάμπης ο Παπαδόπουλος, κιθαρίστας από τις Τρύπες, είχε κάνει τότε την ενορχήστρωση στον Βραχνό Προφήτη και στην Αγρύπνια. Έφτιαξε την ορχήστρα -ήμασταν όλοι Σαλονικείς- και κατεβήκαμε στην Αθήνα να παίξουμε. Το πρώτο σοκ το ζήσαμε εκεί. Δεν περιμέναμε αυτήν την αποδοχή. Δεν είχαμε κατά νου ότι αυτή η μουσική αφορά τόσο κόσμο. Από κει και πέρα και για τουλάχιστον έξι-εφτά χρόνια, ήταν μια γιορτή. Εμείς δεν είχαμε προσδοκίες ή φιλοδοξίες. Απλά πήγαμε στην Αθήνα και όλα είχαν γίνει. Είχαν γίνει όλα από τα τραγούδια του Θανάση, από τους δίσκους. Οι δίσκοι είχαν έναν πρωτοποριακό ήχο, μια πρόταση. Ο κόσμος αυτό το αγκάλιασε. Πέραν της ακρόασης, υπήρχε ένα έντονο διονυσιακό στοιχείο που τα έκανε όλα γιορτή. Ειδικά μέχρι το 2010, οι συναυλίες ήταν μοναδικές.

Ο κόσμος ταυτίζεται με τα τραγούδια. Οι στίχοι δεν είναι απλοί. Είναι τρομερές ιστορίες, με όμορφες εικόνες, σε μεταφέρουν κάπου. Οι μουσικές έχουν παλμό που σε ξεσηκώνει. Ο κόσμος γουστάρει πολύ. Δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο από το 1990 και μετά».

δύο κόσμοι 501 χιλιόμετρα μακριά ο ένας από τον άλλο | Αθήνα & Θεσσαλονίκη

Έχω ακούσει από πολλούς ανθρώπους που αγαπούν την τέχνη να μου περιγράφουν μια εποχή της Θεσσαλονίκης που εγώ δεν πρόλαβα να γνωρίσω. Ο Φώτης νοσταλγεί αυτήν ακριβώς την εποχή.

«Νοσταλγώ πολύ την εποχή του Μύλου, του Residents, της παρέας, τα τζαμαρίσματα, τους φίλους μουσικούς. Ήταν ωραία χρόνια αυτά που πέρασα εκεί, στη Σαλονίκη. Όταν το σκέφτομαι, το σκέφτομαι με πολλή αγάπη. Ήταν ωραίο που το έζησα. Οι παλιότεροι λέγανε κάτι αντίστοιχο για τη δεκαετία του 1980 στη Θεσσαλονίκη, η οποία επίσης πρέπει να ήταν μια δεκαετία φοβερή. Αυτό που ζούμε όμως και τώρα είναι μέρος του έργου και είναι ωραίο και αυτό. Ακόμα και αν τα πράγματα αλλάζουν, είμαστε ενεργοί.

Μου πήρε τέσσερα με πέντε χρόνια στην αρχή για να συνηθίσω στην Αθήνα. Είχα φρικάρει, έλεγα «τι έφυγα ρε γαμώτο». Ήμουν καλομαθημένος. Δεν την αλλάζω την Αθήνα με τη Θεσσαλονίκη τώρα, με τίποτα. Οι Θεσσαλονικείς την έχουμε χαρακτηρισμένη σαν επισκέπτες, βλέποντας μια εικόνα του κέντρου. Ωστόσο, έχει πολλά ανοίγματα. Έχει και τη θάλασσα, έχει και τις βόλτες, είναι μητρόπολη.

Δεν μετανιώνω για τίποτα, όχι. Ίσως να μετανιώνω που δεν πήγα στο εξωτερικό να ζήσω όταν ήμουν φοιτητής. Τώρα δεν το σκέφτομαι σαν απωθημένο. Έχω μεγαλώσει πια και μου φαίνεται πολύ βάρβαρο να φύγω (Γέλιο). Στην ηλικία που ήμουν μετά το σχολείο, ήταν ένα πράγμα που θα ήθελα να κάνω, να ζήσω έξω. Αλλά δεν ξέρω και πάλι πως θα ήταν μετά τα πράγματα. Εγώ ήμουν τυχερός, ήμουν ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τι του γινόταν. Βρέθηκα ξαφνικά να παίζω με ανθρώπους που τότε ήταν στην πιο δημιουργική τους φάση. Διαμορφώθηκα πάνω στο πάλκο και μέσα από τις δράσεις. Πριν συνειδητοποιήσω τι ήθελα να κάνω και ποιος είμαι, έπρεπε ήδη να κάνω τη δουλειά. Έμαθα δίπλα σε όλους αυτούς τους ταλαντούχους ανθρώπους».

Του επισημαίνω πως μάλλον έχει αδυναμία στο να δουλεύει με μουσικές «παρέες» και μου εξηγεί πως αυτός είναι ο τρόπος που έμαθε.

«Ήταν ο ρόλος μου αυτός. Μου αρέσει το να πλαισιώνω. Έμαθα να παίζω μέσα από συγκροτήματα και μέσα από παρέες. Βρέθηκα μέσα στη δουλειά έτσι. Έχω παίξει με τρία-τέσσερα άτομα που η ορχήστρα ήταν πάντα μια παρέα. Και με τον Σωκράτη και με τον Θανάση και με τον Αγγελάκα και με τους Λύκους. Είμαστε πάντα μια παρέα. Όλο αυτό ενεργοποιεί κάθε φορά ένα συγκρότημα. Έμαθα να λειτουργώ όπως λειτουργεί ένα γκρουπ. Ο καθένας κάθε φορά πρέπει να κάνει κάτι. Αλλιώς δεν λειτουργεί».

ο ρόλος του τραγουδοποιού & του συνθέτη | η έμπνευση

«Με τους Σωτήρες είχα γράψει κάποια τραγούδια αλλά τραγουδοποιός δεν είμαι. Ο τραγουδοποιός γράφει την ιστορία και τη λέει. Πιο πολύ θα έλεγα ότι είμαι συνθέτης. Παίρνω στίχους και τους γράφω τη μουσική. Με τις μπάντες είναι διαφορετικό. Είναι πιο ομαδικό το πράγμα, πρωταγωνιστεί η μουσική. Στο τραγούδι προσπαθώ να πάρω ιστορίες που μου αρέσει να ασχοληθώ μαζί τους. Νομίζω πως σιγά-σιγά φτιάχνω και εγώ μια γλώσσα μουσικής, η οποία είναι δική μου. Με συγκινεί πολύ η φόρμα του τραγουδιού. Τώρα που είδα ότι μπορώ να το κάνω, μου αρέσει περισσότερο. Μέχρι τα σαρανταπέντε μου είχα γράψει πέντε τραγούδια, τώρα ετοιμάζω περισσότερα.

Δεν ξέρω αν υπάρχει έμπνευση. Πρέπει να σκαλίζεις κάθε μέρα το υλικό που έχεις για να βγάλεις κάποια πράγματα και κάποιες μέρες ίσως βγει κάτι καλό, κάποιες άλλες -τις περισσότερες- δεν θα έχεις σοδειά. Κάποια πράγματα σημαντικά στη ζωή μας, μας γειώνουν. Κάνουμε μια αυτοκριτική, ένα flashback. Τι έγινε, πού ήμουν; Όλη αυτή η διαδικασία σε βάζει να σταθείς απέναντι στα πράγματα, να μην τρέχεις μαζί τους. Αν είσαι ανοιχτός, μπορείς να γεννήσεις κάτι. Ο καθένας δονείται και εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο. Ο δικός μου τρόπος είναι να δονούμαι από ό,τι με συγκινεί. Καμιά φορά βγαίνουν και υποσυνείδητα πράγματα. Νομίζεις πως άμα σου συμβαίνει κάτι έντονο μπορείς να δημιουργήσεις κάτι αλλά καμιά φορά δε βγαίνει. Άμα σηκωθείς ένα πρωί νυσταγμένος και το σκαλίσεις, ίσως το καταφέρεις αμέσως. Όλα θέλουν τον χρόνο τους. Χρειάζεται οπωσδήποτε η εμμονή».

επιστροφή στο πάλκο, στο θέατρο & νέος δίσκος στα σκαριά

Είναι ευχής έργον το γεγονός πως μπορούμε να είμαστε ξανά στις πλατείες των θεάτρων και των μουσικών σκηνών και να βιώνουμε το θέαμα δια ζώσης και όχι μέσα από τα pixels μιας ηλεκτρονικής συσκευής. Ρωτώ πώς μπορεί να αισθάνεται για αυτό ένας καλλιτέχνης.

«Είμαστε περισσότερο παρόντες στα live, είμαστε εκεί. Το στερηθήκαμε όλοι μας. Το live είναι μια ιστορία που συμβαίνει μεταξύ του κοινού και της μπάντας. Είναι ισότιμο, γίνεται ένα πάρε-δώσε. Το προσεγγίσαμε όλο με περισσότερη όρεξη.

Ο κόσμος το έχει μεγάλη ανάγκη. Από την πρώτη δοξαριά που έριξα όταν έπαιξα με τον Παύλο, ήταν συγκινητικό. Το έβλεπα στα μάτια τους. Για μας ήταν συγκινητικό γιατί κατορθώσαμε επιτέλους και παίξαμε. Δεν πέρασε αυτό ακόμη. Αλλά μπορούμε να ζήσουμε και με αυτό και μέχρι να το ξεπεράσουμε δεν θα νεκρωθεί το σύμπαν».

για το θέατρο | η σχέση με τον Άρη Μπινιάρη

«Ξεκίνησα να δουλεύω πράγματα στον χορό με τους Sancho 003 για αρκετές παραστάσεις. Μπήκα στον χώρο του θεάτρου σταδιακά. Με τον Άρη (Μπινιάρη) υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση. Έχουμε δουλέψει ήδη στο Ξύπνα Βασίλη, στον Χορό της Φωτιάς, στον Προμηθέα Δεσμώτη και τώρα δουλεύουμε τη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ που θα ανέβει στο Εθνικό Θέατρο. Συνεννοηθήκαμε γιατί ο Άρης είναι ένας άνθρωπος που τον ενδιαφέρει πολύ η μουσικότητα, ο λόγος, οι εντάσεις, οι φωνές και η παλμικότητά τους. Δουλεύει σε ένα σύστημα που χρησιμοποιεί πολύ αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των κειμένων και σε αυτόν τον κόσμο ένας μουσικός μπαίνει εύκολα. Με «έμπασε» με έναν τρόπο. Μπήκα και εγώ σε αυτή τη γλώσσα που εξερευνά και προσπαθήσαμε να την εξελίξουμε από παράσταση σε παράσταση.

Έχω τρελά ρεπερτοριακά κενά, προσπαθώ να τα γεμίσω. Το θέατρο είναι μια κατάσταση, στην οποία συμμετέχει πολύς κόσμος και είναι ζωντανή, γίνεται εκεί μπροστά. Μαγική συνθήκη. Με ενδιαφέρει πολύ να είμαι κομμάτι του».

για τα «Δύο Λάθη»

«Είναι η δεύτερη δουλειά που κάνω με τον Θοδωρή Γκόνη. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι  πιο συστηματικά με το τραγούδι. Ουσιαστικά, με τον δίσκο “Τα δεύτερα γιατί κουράστηκαν τα πρώτα” και τώρα με τα “Δύο Λάθη”. Έχουμε μια κοινή πορεία με τον Θοδωρή, είχαμε μια παλιά φιλία λόγω του θεάτρου, ήταν διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και στο Φεστιβάλ Φιλίππων και τον ήξερα από τις θεατρικές δράσεις εκεί. Πάντα τον θαύμαζα πολύ για τα τραγούδια που έχει γράψει στο παρελθόν. Για τα τραγούδια με τον Ξυδάκη ιδιαίτερα. Έτσι, όταν θέλησα να ασχοληθώ με ένα τραγούδι που να έχει στοιχεία του τόπου μας -χωρίς να το πω λαϊκό, ο προηγούμενος ήταν λαϊκός δίσκος, αυτός δεν είναι λαϊκός- απευθύνθηκα στον Θοδωρή. Ξεκίνησε μια σχέση η οποία βγάζει στο δεύτερο λάθος μας!

Τα τραγούδια είναι οι ιστορίες του. Μια ενότητα που έγραψε στις βόλτες του. Έχουν ένα χαρακτήρα πιο σκωπτικό και μια παλιά ενέργεια που μεταφέρεται στο σήμερα. Ιστορίες με πολύ χιούμορ. Έστησα την ορχήστρα με αντίστοιχο τρόπο. Τα τραγούδια γράφτηκαν πάλι ζωντανά αλλά με έναν ήχο διαφορετικό, κιθαριστικό. Υπάρχουν αναφορές στην παγκόσμια φολκ τραγουδοποιία, έχει στοιχεία και από αμερικάνικο φολκ και νοτιοαμερικάνικες επιρροές. Βραζιλία, Κούβα. Φυσικά και ελληνικές μελωδίες που παντρεύονται όλες μαζί στις ιστορίες του Θοδωρή με το ζωντανό παίξιμο. Νομίζω πως βγήκε κάτι ανθρώπινο. Το ήθελα να βγει έτσι, ειδικά αυτή την εποχή. Το ευχαριστηθήκαμε πάρα πολύ να κάνουμε πρόβες για να το γράψουμε ζωντανά. Μου είχε λείψει αυτή η επαφή. Της παρέας, της μπάντας της σχολικής. Δεν ήθελα έναν δίσκο ενορχηστρωμένο υστερικά. Χρειαζόμουν ατμόσφαιρα παρεΐστικη».

 

αντί επιλόγου | το ράγισμα

Το ράγισμα στο γέλιο σου ποια λύπη σ’ το ‘χει δώσει κι έχει στα δυο τα χείλη σου τριαντάφυλλο φυτρώσει

Ποιος πετεινός την πίκρα σου χαράματα ξυπνάει κι ό,τι τραγούδι και να πεις τριαντάφυλλο φοράει

Τριαντάφυλλο πολύφυλλο αμαρτωλό μου στόμα χίλιες φορές σε φίλησα και σε ποθώ ακόμα

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.