«Ο Επιβάτης» του Cormac McCarthy: Η επιστροφή ενός γίγαντα του παγκόσμιου μυθιστορήματος

Όταν ο κατά πολλούς μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας επιστρέφει μετά από σιωπή σχεδόν είκοσι χρόνων, τότε όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα οφείλεις να βαρέσεις προσοχή σαν τσολιάς και να βουτήξεις στην ανάγνωση

Είχα γράψει σε παλιότερο άρθρο ότι οι απόλυτες μαξιμαλιστικές κρίσεις σχετικά με έναν συγγραφέα (ή κατά προέκταση καλλιτέχνη ή και ευρύτερα δημιουργό) είναι άτοπες επειδή κάθε συγγραφέας μπορεί να είναι ο σπουδαιότερος μόνο σε σχέση με το δικό του όραμα, ύφος και αντίληψη προς τη ζωή και την τέχνη. Κανένας δεν μπορεί να εκφράσει κάθε αντίληψη, κάθε οπτική γωνία, κάθε φιλοσοφία προς τη ζωή, και αυτή είναι η μαγεία της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα. Παρ’ όλα αυτά, οι συγκρίσεις, οι κατατάξεις και οι υπερβολικές κρίσεις πάντα θα έλκουν την ανθρώπινη περιέργεια και ενίοτε έχει πλάκα να ενδίδεις σε αυτή την αυθαίρετη αλλά απολαυστική παραφιλολογία. Έτσι λοιπόν, για να γίνω κι εγώ απόλυτα μαξιμαλιστικός κριτής, όταν ο μεγαλύτερος εν ζωή συγγραφέας σπάει τη σιωπή του μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια για να κυκλοφορήσει στα ογδόντα εννιά του όχι ένα, αλλά δύο μυθιστορήματα (τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους σαν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος), τότε βαράς προσοχή σαν τσολιάς και πέφτεις με τα μούτρα στην ανάγνωση.

Διότι αν υπάρχει κάποιος συγγραφέας για τον οποίο μπορείς να κάνεις μια τόσο υπερβολική εκτίμηση, τότε αυτός είναι σίγουρα ο Κόρμακ ΜακΚάρθι. Και οφείλω να ομολογήσω ότι και για μένα προσωπικά ο ΜακΚάρθι δεν είναι απλά ένας αγαπημένος συγγραφέας, αλλά ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς των τελευταίων σαράντα και πλέον ετών που θεωρώ ότι έχει ήδη κερδίσει το τεστ του χρόνου και το προνόμιο να συγκρίνεται ήδη με τους τεράστιους κλασικούς συγγραφείς στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας.

«Ο Επιβάτης» λοιπόν είναι το πρώτο από τα δύο μυθιστορήματα που έχουν ως κεντρικό τους θέμα την ιστορία δύο αδερφών: του Μπόμπι Γουέστερν και της αδερφής του Αλίσια. «Ο Επιβάτης» εστιάζει στον Μπόμπι και σε λίγες ημέρες θα κυκλοφορήσει το “Stella Maris”, το οποίο επικεντρώνεται στην Αλίσια. Τα δύο αδέρφια είναι παιδιά ενός πυρηνικού φυσικού που συμμετείχε στο σχέδιο Μανχάταν, δηλαδή στις δοκιμές της ατομικής βόμβας μαζί με τον Οπενχάιμερ, κι έτσι και τα δύο του παιδιά επέδειξαν εξαιρετική έφεση στα μαθηματικά και τη φυσική. Ας αφήσουμε όμως το “Stella Maris” κι ας ρίξουμε μια ματιά στον «Επιβάτη».

Το μυθιστόρημα κινείται σε τρία αφηγηματικά επίπεδα: καταρχάς είναι η προσωπική ιστορία του Μπόμπι Γουέστερν, κατά δεύτερον είναι ένα αινιγματικό θρίλερ και τρίτον, έχουμε εναλλάξ κεφάλαια που εστιάζουν στις παραισθήσεις της Αλίσια, η οποία όντας σχιζοφρενής περνάει μεγάλα διαστήματα ως τρόφιμος ψυχιατρείου. Αυτά τα κεφάλαια είναι και τα πιο δύσκολα στην ανάγνωση καθώς αποτελούν ένα παράθυρο σε έναν σουρεαλιστικό κόσμο που μοιάζει λες και βγήκε από ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, γεμάτο από έναν θίασο γκροτέσκων χαρακτήρων, βγαλμένων από εφιάλτες. Όμως τα κεφάλαια αυτά είναι σύντομα και καταφέρνουν να συνδυάζουν το μαύρο χιούμορ με την απόγνωση, οπότε δεν θεωρώ ότι αποτελούν ουσιαστικό εμπόδιο στην ανάγνωση του βιβλίου. Θα αναφερθώ στη νοηματική τους αξία παρακάτω.

Ο Μπόμπι έχει παρατήσει τις λαμπρές του σπουδές φυσικής στο φημισμένο πανεπιστήμιο CalTech, θεωρώντας ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον απασχολούν και έχει καταλήξει να δουλεύει ως δύτης διάσωσης με έδρα τη Νέα Ορλεάνη. Σε μία κατάδυση για την πιθανή εξεύρεση διασωθέντων από την πτώση ενός τζετ στον βυθό μιας λίμνης, ο Μπόμπι και οι συνεργάτες του παρατηρούν μια σειρά λεπτομερειών που τους αφήνουν γεμάτους απορίες. Στη συνέχεια η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, αφού φαίνεται πως ο ίδιος παρακολουθείται από κυβερνητικούς πράκτορες οι οποίοι του κάνουν άνω κάτω τη ζωή. Σύντομα μαθαίνει ότι από τις σορούς που βρέθηκαν στο αεροπλάνο λείπει μία, δηλαδή ένας επιβάτης φαίνεται να μην βρίσκεται μεταξύ των θυμάτων.

Όσο σε πρώτο επίπεδο εξελίσσεται αυτό το θρίλερ, ο Μπόμπι συνδιαλέγεται με μια πληθώρα ενδιαφερόντων χαρακτήρων που αποκαλύπτουν διάφορες πτυχές της προσωπικότητάς του και της προσωπικής του ιστορίας. Σε αυτό το μυθιστόρημα ο ΜακΚάρθι απομακρύνεται λίγο από την εκπληκτική του περιγραφική γλώσσα επιλέγοντας μια πιο διαλεκτική προσέγγιση. Μέσα από αναρίθμητους διαλόγους, ο καθένας εκ των οποίων μοιάζει με ένα σύντομο μονόπρακτο, μας αποκαλύπτονται καταπληκτικοί χαρακτήρες, ο καθένας με τη δική του ιδιαίτερη ιστορία, και θίγονται μια σειρά από θέματα από τη φυσική στοιχειωδών σωματιδίων και τους αγώνες αυτοκινήτων μέχρι τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, ακόμα και τη δολοφονία του Κένεντι. Θα μπορούσε κανείς να το εκλάβει και ως μια σύνοψη, λες και ο ΜακΚάρθι μετά από τόσα χρόνια σιωπής θέλει να περιλάβει όσο το δυνατόν περισσότερα στην αφήγησή του, θέλει να χωρέσει τα πάντα, ολόκληρο τον κόσμο σε όλη του τη μαγευτική ποικιλομορφία.

Όμως ας εξετάσουμε λίγο καλύτερα το επάγγελμα του Μπόμπι και τι διαστάσεις αποκτάει αυτό. Το βιβλίο ξεκινάει με ένα κεφάλαιο σχετικά με τις παραισθήσεις της Αλίσια και κατόπιν με το κεφάλαιο της κατάδυσης του Μπόμπι στη λίμνη όπου έχει βυθιστεί το τζετ. Σύντομα μαθαίνουμε ότι η μεγαλύτερη φοβία του δύτη είναι το σκοτάδι σε μεγάλο βάθος, κάτι που δυσκολεύει αφάνταστα το έργο του. Είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς ότι η κατάδυση σε μεγάλο βάθος, όπου επικρατεί το σκοτάδι εύκολα παραλληλίζεται με τη βουτιά σε μια άβυσσο, ό,τι κι αν αυτή σημαίνει. Μπορεί να είναι το κακό που κρύβεται στην ανθρώπινη φύση, μπορεί να είναι ένα βαθιά κρυμμένο σημείο στη μνήμη μας, μια τραυματική εμπειρία. Όπως μπορεί να είναι και μια βουτιά στο υποσυνείδητο. Τι είναι λοιπόν αυτά τα κεφάλαια που παρουσιάζουν τις παραισθήσεις της Αλίσια παρά μια δική της προσωπική κατάδυση στο σκοτάδι του υποσυνειδήτου; Αντίστοιχα, κάθε βουτιά στο σκοτάδι δεν φέρνει αντιμέτωπο και τον ίδιο τον Μπόμπι με τις ενοχές του σχετικά με την αυτοκτονία της αδερφής του;

Όμως υπάρχει και ένα τελευταίο επίπεδο ερμηνείας που μου φαίνεται κεντρικό σε σχέση με ολόκληρη την εργογραφία του ΜακΚάρθι. Κάθε βουτιά στο σκοτάδι είναι και μια απόπειρα ερμηνείας της ζωής, του Θεού, μια απόπειρα να βρεις το μαργαριτάρι της ύπαρξης. Ο ΜακΚάρθι έχει αναφέρει ότι μόνο τα μεγάλα ζητήματα καθόρισαν την αντίληψή του για τον σκοπό της λογοτεχνίας: η ζωή, ο θάνατος, η εξιλέωση, ο Θεός. Γι’ αυτό και ο ίδιος δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ουσιαστικά για κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα, γι’ αυτό και εστίαζε στις έρημες και εκπληκτικές εκτάσεις της αμερικάνικης δύσης και στη μυθολογία του γουέστερν, γι’ αυτό και μετά από μια ολόκληρη ζωή συγγραφής και ανάγνωσης, σκέψης και συλλογισμού, αναρωτιέται αν μπορεί τελικά κανείς να βρει την απάντηση σε οτιδήποτε θεμελιώδες. Ίσως έτσι να εξηγείται και το ενδιαφέρον που απέκτησε σχετικά με τη φυσική, σαν μια ύστατη προσπάθεια να κατανοήσει τη δομή και τους νόμους της πραγματικότητας. Μόνο που και αυτό αποδεικνύεται φευγαλέο, βρίσκεται πέρα από τις τωρινές μας ικανότητες να εξηγήσουμε την ίδια τη φύση.

Η κβαντική φυσική απέδειξε ότι οι παραδοσιακοί νόμοι της φυσικής ήταν πλέον ανεπαρκείς, η ίδια η πραγματικότητα στην πιο βασική της μορφή, στα στοιχειώδη σωματίδια, αποδείχθηκε αδύνατον να κατανοηθεί επαρκώς. Συνεπώς βουτάμε στα σκοτεινά με έναν αδύναμο φακό, αλλά δεν παύουμε να το προσπαθούμε διαρκώς, γιατί αυτή τελικά είναι η δική μας ανθρώπινη φύση. Θυμίζοντας τους αρχαίους τραγικούς, ο Cormac McCarthy αντικρίζει αυτήν ακριβώς την ευγενή αλλά και οδυνηρή πτυχή του να είσαι άνθρωπος. Αυτή την αναζήτηση χωρίς τέλος, αυτή την αδιάκοπη προσπάθεια, ιδιαίτερα μπροστά σε ένα σύμπαν που δείχνει αδιάφορο για κάθε έννοια ηθικού κώδικα. Ο ΜακΚάρθι πάντα έθιγε το παράλογο της βίας και του κακού. Από τον συγκλονιστικό Ματοβαμμένο Μεσημβρινό μέχρι το Καμία Πατρίδα για Μελλοθάνατους και τον σπαρακτικό Δρόμο, η απειλή της φριχτής βίας και της οδύνης είναι πανταχού παρούσα και εμφανίζεται χωρίς εξήγηση ή λογική. Κι εμείς προσπαθούμε να απαντήσουμε, να την εξηγήσουμε, να τη δαμάσουμε.

Είναι Ο Επιβάτης το καλύτερο έργο του ΜακΚάρθι; Προφανώς και όχι. Έχει αρκετές αδυναμίες, κυρίως όσον αφορά στη συνοχή και την εξέλιξη της πλοκής του, αδυναμίες για τις οποίες έχω την αίσθηση ότι ο ίδιος ο ΜακΚάρθι αδιαφορεί, λες και δεν δίνει πια σημασία σε λεπτομέρειες όσο σε μια αρχετυπική ουσία που βιάζεται να μεταδώσει. Τι σημασία έχει αν συγκαταλέγεται στα σπουδαία του έργα όμως; Για έναν συγγραφέα που έχει γράψει τον Ματοβαμμένο Μεσημβρινό (ένα σπάνιο αριστούργημα που σίγουρα συγκαταλέγεται στα κορυφαία αμερικάνικα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα), το Όλα τα Όμορφα Άλογα και τον Δρόμο, τι έχει μείνει πια να αποδείξει; Θα έλεγα όμως ότι είναι από τα πιο απολαυστικά του έργα, με αυτή τη διαλεκτική του μορφή, την αίσθηση του χιούμορ και τους αξέχαστους γκροτέσκους χαρακτήρες, ενώ παρά τον αινιγματικό του πυρήνα ίσως να είναι και από τα πιο βατά του μυθιστορήματα, τουλάχιστον γλωσσικά.

Είναι ένα βιβλίο εξακοσίων σελίδων που διάβασα σε λιγότερο από τρεις ημέρες και στο οποίο το λαμπρό πνεύμα του συγγραφέα εξακολουθεί να είναι εμφανές. Σύμφωνοι, μπορεί να είμαι προκατειλημμένος, αλλά δεν δίστασα ούτε στιγμή να βουτήξω κι εγώ στην άβυσσο του μυθοπλαστικού αυτού σύμπαντος και να απολαύσω τους θησαυρούς που κρύβει. Την ίδια ενθουσιώδη προσέγγιση προτείνω σε κάθε αναγνώστη, ακόμα και σε όσους δεν έχουν διαβάσει κάποιο άλλο έργο του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.