«Μια Χούφτα Σκόνη» του Ίβλιν Γουό: Μια βάναυση ανθρώπινη κωμωδία

Η σάτιρα της κοσμικής ζωής στο Λονδίνο είναι εκπληκτικά αιχμηρή με εξαιρετική γλωσσική οικονομία -αποτελεί ένα υπόδειγμα ύφους ενός σπουδαίου συγγραφέα του 20ού αιώνα

Η περίπτωση του Ίβλιν Γουό αν και ελάχιστα γνωστή στο ελληνικό κοινό, είναι από τις πλέον ιδιόμορφες στη βρετανική λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Από τη μία υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους πιο επιτυχημένους εμπορικά μυθιστοριογράφους και συνάμα ένας σπουδαίος σατιριστής, ο μεγαλύτερος κατά πολλούς της σύγχρονης αγγλικής λογοτεχνίας και κύριος εκφραστής του μαύρου χιούμορ του παραλόγου, ο οποίος μάλιστα αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους μεγάλους Άγγλους σατιριστές του 18ου αιώνα (Σουίφτ, Στερν, Φίλντινγκ) και στη σύγχρονη βρετανική κοινωνία και πραγματικότητα.

Από την άλλη όμως, οι αντιλαϊκές του απόψεις, ο ελιτισμός και έντονος σνομπισμός του, η αντιπάθειά του τόσο προς τις νέες αξίες αλλά και το ύφος και τις πρακτικές του μοντερνισμού, η αντιδραστικότητά του προς τη διαφαινόμενη πορεία του μέλλοντος και της προόδου, τον κατέστησαν κόκκινο πανί για τις νέες γενιές Βρετανών, οι οποίες μέσα από τις στάχτες και τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν επιτέλους πετύχει σημαντικές αλλαγές στην αγγλική κοινωνία, περιθωριοποιώντας τους ταξικούς διαχωρισμούς και τις προκαταλήψεις, μπολιάζοντας το μέχρι τότε συντηρητικό πνεύμα της βρετανικής ζωής και διακυβέρνησης με μια πνοή φρεσκάδας και προόδου. Ο συντηρητισμός και οι αναχρονιστικές απόψεις του Γουό, όπως μάλιστα αυτές εκφράζονταν μέσα από τα μεταπολεμικά μυθιστορήματά του, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την στροφή του προς τον καθολικισμό, δημιούργησαν πολλές αντιπάθειες στις νέες γενιές αναγνωστών και διανοούμενων, και είναι μάλλον αλήθεια ότι η υστεροφημία του Γουό ποτέ δεν κατάφερε να ανακάμψει πλήρως από αυτή την τόσο αρνητική γι’ αυτόν περίοδο. Παρά ταύτα, κανείς δεν αμφέβαλλε σοβαρά για το τεράστιο καλλιτεχνικό του ταλέντο και για τη θέση του ως ένας εκ των σημαντικότερων Βρετανών πεζογράφων του 20ου αιώνα.

Ο εξαιρετικός συγγραφέας και κριτικός Μάλκολμ Μπράντμπερι ισχυρίζεται ότι και η ιδιάζουσα κωμική γραφή του Γουό ήταν κι αυτή ένα μοντέρνο είδος. Μάλιστα, προχωράει στο σημείο να υποστηρίξει ότι στα καλύτερά του έργα τόσο της προπολεμικής όσο και της μεταπολεμικής του περιόδου, ο Γουό αποτελεί τον λογοτεχνικό πρόγονο των μεγάλων Αμερικάνων «μαστόρων» του μαύρου χιούμορ της δεκαετίας του ’60, τον Τζόζεφ Χέλερ και τον Κερτ Βόνεγκατ. Θεωρεί ότι μοιράζονται αυτή την αίσθηση της απόγνωσης και του παραλόγου και τη μετουσιώνουν σε μια βάναυση, ανθρώπινη κωμωδία. Ένα τέτοιο συμπέρασμα όμως είναι κατά τη γνώμη μου λίγο υπερβολικό αν και πράγματι βασίζεται σε ορισμένες σωστές παρατηρήσεις. Ο κόσμος του Βόνεγκατ και του Χέλερ είναι το σύμπαν του αμερικάνικου μεταμοντερνισμού, προϊόν μιας μεταβιομηχανικής, μαζικής, αταξικής κοινωνίας. Τα έργα τους έρχονται σαν αντίδραση σε αυτό το ριζωμένο σύστημα συντηρητικών αξιών, αλλά με εμφανείς υφολογικούς πειραματισμούς και περισσή αναρχική διάθεση, κάτι που σίγουρα δεν λαμβάνει χώρα στον συγκρατημένο και με λεπτή ειρωνική ματιά δοσμένο μυθοπλαστικό κόσμο του Γουό.

Πάντως στα σημαντικότερα προπολεμικά έργα του Γουό (μεταξύ των οποίων βεβαίως και το Μια Χούφτα Σκόνη), ο συγγραφέας διατηρεί μια περιπαικτική διάθεση και απλά περιγράφει τις κωμικές παράλογες καταστάσεις που εκφράζουν τη σύγχρονη, «μοντέρνα» ζωή. Ήδη χαρακτηρίζεται από την έλξη του προς την αριστοκρατία, κυρίως για το γούστο και το φλέγμα που επιδεικνύει. Από τη στροφή του στον καθολικισμό όμως και μετά, τα μεγάλα έργα του, αν και δεν χάνουν καθόλου από την καλλιτεχνική τους αξία, πλέον χαρακτηρίζονται από μία συγκεκριμένη στάση του συγγραφέα, ο οποίος κάνει την παρουσία του συνειδητά αισθητή. Μια στάση πικρίας και απόρριψης. Τόσο στην Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ, όσο και στην πολεμική του τριλογία Το Ξίφος της Τιμής, ο Γουό εκφράζει την απέχθειά του προς αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων, όπου η φερόμενη ως ισονομία και αταξική κοινωνία της μεταπολεμικής αγγλικής πραγματικότητας ουσιαστικά εκφράζουν χυδαιότητα και κατάπτωση όλων των ένδοξων παραδοσιακών αξιών που έκαναν τη Μεγάλη Βρετανία σπουδαία. Οι θεματοφύλακες αυτών των παραδόσεων είναι πράγματι οι αριστοκράτες, σύμφωνα με τον Γουό, αλλά και η Χριστιανική πίστη και ιδιαίτερα ο καθολικισμός.

Το ύφος του Γουό χαρακτηρίζεται από μία οικονομία που καθιστά τη σάτιρά του ακόμη πιο καυστική. Χρησιμοποιεί απλές προτάσεις, οι οποίες συχνά είναι και αρκετά σύντομες, παραλληλισμούς και έντονες μεταφορές, και αρκετές λογοτεχνικές, θεολογικές και μυθολογικές αναφορές για τους καλά διαβασμένους αναγνώστες. Αν και ο Γουό απέρριψε τις καινοτομίες του μοντερνισμού και διατήρησε έναν ρεαλισμό με έμφαση στην ειρωνεία και την παρατηρητικότητα ηθών και συμπεριφορών, εντούτοις είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι ορισμένα στοιχεία της μοντέρνας εποχής μπόρεσαν να διεισδύσουν στο έργο του.

Το Για μια Χούφτα Σκόνη είναι μία από τις πιο βάναυσες και μισανθρωπικές σάτιρες του Γουό, από την οποία δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός χαρακτήρας που να διατηρεί τελικά μια θετική εικόνα. Κατά βάση είναι η ιστορία μίας απιστίας. Αυτό που σοκάρει είναι η ευκολία με την οποία αυτή η απιστία λαμβάνει χώρα, η απουσία οποιασδήποτε δικαιολόγησης, οποιασδήποτε αίσθησης ευθύνης, με συνεπαγωγή η ίδια η έννοια του γάμου να φαντάζει ευτελής αν όχι γελοία. Ο Τόνι και η Μπρέντα είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που μένει σε μια μεγαλοπρεπή αλλά παλιομοδίτικη έπαυλη στην επαρχία, κληρονομιά της αριστοκρατικής οικογένειας του Τόνι. Ο Τόνι (του οποίου το επώνυμο είναι Λαστ (τελευταίος) ως ένδειξη ότι είναι ένα είδος προς εξαφάνιση) είναι καλοπροαίρετος αλλά βαρετός και χωρίς την παραμικρή επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η γυναίκα του σε ένα σουαρέ στο σπίτι τους γνωρίζει τον εντελώς αδιάφορο, άχρωμο και ασήμαντο Μπίβερ και με περισσή φυσικότητα συνάπτει εξωσυζυγικές σχέσεις μαζί του, καταλήγοντας να νοικιάσει διαμέρισμα στο Λονδίνο για να ζει μαζί του. Το ζεύγος Μπρέντα – Μπίβερ είναι αξιολύπητο από κάθε άποψη και ο Γουό απολαμβάνει να το περιγράφει ανελέητα υπό μία πραγματικά εξευτελιστική οπτική γωνία. Οι εξελίξεις αποδεικνύονται τραγελαφικές όσο και θλιβερές.

Ο Γουό δανείστηκε τον τίτλο από την Έρημη Χώρα του Τ. Σ. Έλιοτ, (“θα σου δείξω τον φόβο σε μια χούφτα σκόνη”) θέλοντας να περιγράψει τη νέα εποχή σαν μια χωματερή αξιών και αρχών. Όπως και στο σπουδαίο ποίημα του Έλιοτ, ο Γουό φαίνεται να αναζητεί κάτι καινούριο σαν θεμέλιο λίθο ενός νέου αξιακού κώδικα, αλλά η μοντέρνα εποχή φαίνεται να είναι ανεπανόρθωτα εκτεθειμένη στον κυνισμό. Το τέλος είναι αρκετά ενδιαφέρον. Δεν θα το περιγράψω για να μην αποκαλύψω την εξέλιξη της πλοκής, απλά θα πω ότι έχει δικαίως σχολιαστεί  ως αταίριαστο με το υπόλοιπο έργο. Αυτό αποδεικνύεται εύκολα, αφού το τέλος του μυθιστορήματος βασίστηκε σε ένα πολύ ενδιαφέρον διήγημα που είχε γράψει νωρίτερα ο Γουό και το οποίο όμως ήταν εντελώς άσχετο με το υπόλοιπο μυθιστόρημα, άρα συμφωνώ με όσους υποστηρίζουν ότι ο Γουό έπρεπε να διατηρήσει το τέλος όπως το είχε συλλάβει αρχικά. Αυτό συνεπάγεται ότι δομικά, το έργο πάσχει ως ένα ενιαίο σύνολο. Όμως η σάτιρα της κοσμικής ζωής στο Λονδίνο είναι εκπληκτικά αιχμηρή με εξαιρετική γλωσσική οικονομία. Αποτελεί ένα υπόδειγμα ύφους ενός σπουδαίου συγγραφέα του 20ού αιώνα και θα μπορούσε κάλλιστα να έχει εφαρμογή στη σημερινή κούφια κουλτούρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

«Μια Χούφτα Σκόνη» του Ίβλιν Γουό από τις εκδόσεις Gutenberg

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.