Ηλίας Μαγκλίνης: «Όλα τα κάνω για την αφήγηση. Αυτή είναι η αρρώστια μου, αυτό και το φάρμακό μου»

Μια συζήτηση με τον Ηλία Μαγκλίνη με αφορμή το νέο του βιβλίο «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι»

Ξεκινώντας από το προσωπικό, μπορείς με μικρά ή μεγάλα στοχαστικά βήματα να καταλήξεις στο οικουμενικό. Μέσα από την ιστορία της οικογένειάς του, ο Ηλίας Μαγκλίνης μάς αφηγείται την κοινή ιστορία χιλιάδων Ελλήνων που πολέμησαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο παππούς του, τη δολοφονία του οποίου (1944) είχε αφηγηθεί στο προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο «Είμαι όσα έχω ξεχάσει», υπηρέτησε ως ένας απλός στρατιώτης στη Μικρά Ασία. Για την σύντομη ζωή του και αυτό το μάλλον συναρπαστικό, αν και δύσκολο ταξίδι, ο εγγονός του δεν θα μάθει παρά ελάχιστα. Όπως πολλές παρόμοιες ιστορίες άλλων ανθρώπων που θα παύσουν, θα ησυχάσουν με το πέρασμα του χρόνου, απλώς γιατί κανείς δεν τις διηγήθηκε.

Στο νέο του βιβλίο «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι», μέσα από τα ελάχιστα αυτά ψίχουλα ιστοριών και επικεφαλίδες, και έπειτα από έρευνα χρόνων ανάμεσα σε μελέτες, ημερολόγια, επιστολές, ανταποκρίσεις, προσπαθεί να κολλήσει τα κομμάτια του παζλ, ανασυνθέτοντας μια πορεία θανάτου, αλλά και νοσταλγίας, προσωπικής καταβύθισης ταξιδεύοντας στη Σµύρνη, στο Αφιόν Καραχισάρ, στο Εσκί Σεχίρ, στην Προύσα, στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 2012 με ιδιωτικά τουρκικά ΚΤΕΛ. Ήταν όλο αυτό μια απόπειρα έρευνας και εξιστόρησης του μόνου της ζωής του ταξιδιού που έκανε ο άφαντος εκείνος, φασματικός παππούς, το μοναδικό, από κάθε άποψη, ταξίδι που έκαναν εκατό χρόνια πριν χιλιάδες νεαροί Έλληνες της γενιάς του. Ένα ταξίδι να πάνε να σκοτώσουν και να σκοτωθούν.

Τις σκέψεις μου διακόπτει ο δυνατός ήχος του κινητού κάποιας Τουρκάλας επιβάτιδας: είναι η ελληνική μελωδία του «όπου και να πάω, χάνομαι». Κρατάει σημειώσεις, καταγράφει εμπειρίες με λεπτομέρειες, θυμάται βιβλία και στιγμές από το δικό του παρελθόν και τις μεγάλες λογοτεχνικές του αγάπες μα πάνω από όλα, μας μυεί σε ένα απίστευτα προσωπικό αλλά και ιστορικό ταξίδι που συνυφαίνει το προσωπικό με το οικουμενικό. Για να μην χαθεί. Για να υπάρξει. Για να θυμηθεί. Για να αντέξει.

Ας ξεκινήσουμε με κάτι, ίσως απλό στο δικό σας μυαλό. Προσωπική ανάγκη ή επιθυμία για μοίρασμα αυτό το βιβλίο;

Κάθε κείμενο προέρχεται από μια βαθιά προσωπική ανάγκη. Μια εμμονή ότι αν δεν συμβεί το κείμενο κάτι θα λείπει από τη ζωή μου. Ψευδαίσθηση προφανώς, αλλά χωρίς αυτές τις γόνιμες ψευδαισθήσεις δεν θα υπήρχε καθόλου τέχνη. Προφανώς επίσης και η επιθυμία για μοίρασμα έπεται. Τι νόημα έχει ένα κείμενο κλειδωμένο στο συρτάρι ή αποθηκευμένο στον σκληρό σου δίσκο; Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση από αυτή την εσωτερική διεργασία.

Το δικό μου ταξίδι πες το όπως θέλεις. Μονάχα, προς Θεού, μην το αποκαλέσεις «προσκύνημα» αναφέρετε στο βιβλίο σας. Ένα ταξίδι έχει πάντα μια αφετηρία και έναν προορισμό. Ποια η δική σας αφετηρία και ο δικός σας προορισμός;

Αφετηρία στη δική μου περίπτωση είναι η λευκή σελίδα. Προορισμός η σελίδα αυτή να γεμίσει. Επειδή όμως το απόσπασμα που παραθέτετε αναφέρεται κυριολεκτικά στο ταξίδι που έκανα στην Τουρκία σε μια, ας πούμε, αναζήτηση του απλού, ανώνυμου στρατιώτη στην εκστρατεία τότε, τονίζω ότι δεν πρόκειται για προσκύνημα στους προγόνους. Δεν με αφορούν τέτοιου τύπου σεβασμοί. Το ταξίδι έγινε χάριν μιας αφήγησης. Η αφήγηση είναι ο προορισμός εν τέλει. Τώρα που το σκέφτομαι, και η αφετηρία. Ο μόνος σεβασμός που νιώθω πως οφείλω είναι απέναντι στην αφήγηση.

Ένα ιδιότυπο βιβλίο, ρεπορτάζ, προσωπικό οδοιπορικό, ένα μωσαϊκό από γεγονότα, συνεντεύξεις, αναφορές. Αν ξεχωρίζατε μια δυσκολία κατά τη συγγραφή του βιβλίου σας, ποια θα ήταν αυτή;

Όχι πάντως η ειδολογική κατηγοριοποίηση, η οποία δεν με ενδιαφέρει. Η έρευνα ήταν επίπονη και δεν οδήγησε σε όλες τις απαντήσεις που γύρευα. Τώρα, εκ των υστέρων, λέω καλύτερα, διότι ναι μεν υπάρχει το μικρόβιο του ιστορικού, αλλά δεν είμαι ιστορικός, και αυτό οπωσδήποτε δεν είναι το βιβλίο ενός ιστορικού. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν στη σύνθεση. Να συνθέσεις σε ένα ενιαίο, οργανικό σύνολο ετερόκλητα κομμάτια, ατμόσφαιρες, σκηνικά. Πάντοτε αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία. Αυτό είναι και το πιο ερεθιστικό κομμάτι αυτής της υπόθεσης. Και το πιο δημιουργικό επίσης.

Πώς δουλέψατε για αυτό το βιβλίο; Πόσο κομμάτι του αναλογεί σε έρευνα, αναζήτηση, οδοιπορικό και τελικά γραφή του;

Όπως, λίγο πολύ, δουλεύω και στα άλλα μου βιβλία, με έρευνα και με επινόηση. Η γραφή επισκιάζει όλα τα άλλα, έρευνα, αναζήτηση κτλ., διότι εκεί γίνεται η απόσταξη. Το βιβλίο ξεκίνησε να γράφεται λίγο καιρό μετά την επιστροφή μου από την Τουρκία, το 2012. Δέκα χρόνια δηλαδή. Τίποτα δεν με κάλυπτε όμως επί σειρά ετών. Σχεδόν το είχα εγκαταλείψει. Αλλά με απασχολούσε, κάθε τόσο επέστρεφα σε αυτό αναζητώντας τον συνθετικό άξονα που θα με ικανοποιούσε – σε έναν βαθμό έστω. Δεν μπορώ να μιλήσω με ποσοστά, πόσο αναλογεί σε τι, για παράδειγμα, από ένα σημείο και έπειτα έγιναν όλα ένα πράγμα, ένας κορμός. Η έρευνα έχει ενδιαφέρον στο μέτρο που ανακαλύπτεις κάτι απρόσμενο, έχει ενδιαφέρον όμως και όταν την εγκαταλείπεις και την υπονομεύεις διά της αφήγησης. Όλα τα κάνω για την αφήγηση. Αυτή είναι η αρρώστια μου, αυτό και το φάρμακό μου.

Ένα οδοιπορικό, μια προσωπική κατάδυση αλλά και γνωριμία με κάτι αρχικά άγνωστο. Τι σας πόνεσε σε αυτό το ταξίδι, αν υπάρχει κάτι τέτοιο;

«Με πόνεσε» είναι μάλλον βαριά κουβέντα. Δεν έχω μικρασιατικές ρίζες, η γυναίκα μου έχει. Όλο και κάποιος στην Ελλάδα έχει. Και αυτή η μνήμη μάς διαπερνάει όλους. Αλλά σε αυστηρά προσωπικό επίπεδο δεν ήταν κάτι που να «με πόνεσε». Ίσως μια σκέψη μόνον: ότι σε πολλά από τα χώματα που επισκέφθηκα έγιναν λίπασμα τα οστά χιλιάδων νέων ανθρώπων, Ελλήνων και Τούρκων.

Στο μακρύ οδοιπορικό σας, το μόνο βιβλίο που όπως περιγράφετε έχετε μαζί σας είναι τα «Νεοελληνικά διηγήματα» του Βιζυηνού. Κρατάτε σημειώσεις χωρίς ιδιαίτερο όπως αναφέρετε λόγο για τη ζωή του. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς παρά να δει τις ομοιότητες που υπάρχουν στο έργο του «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον». Υπήρξε η επίδρασή του καθοριστική στη ζωή σας; Να φανταστώ και ο τίτλος του βιβλίου σας είναι έμπνευση από το έργο του λογοτέχνη;

Ο τίτλος του βιβλίου μου συνειδητά «κλέβει» το περίφημο διήγημα του Βιζυηνού. Εκεί, ένας ετοιμοθάνατος παππούς καλεί κοντά του τον εγγονό του για να του διηγηθεί τη ζωή του, τα ταξίδια του. Αυτό που προκύπτει στο τέλος είναι ότι ο παππούς δεν ταξίδεψε ποτέ του παρά μόνον στη φαντασία του, ενώ, την ίδια στιγμή, ετοιμάζεται για το μεγάλο, και τελευταίο, ταξίδι της ζωής του. Επειδή στο βιβλίο απευθύνομαι σε δεύτερο πρόσωπο στον παππού που δεν γνώρισα ποτέ, και που ήταν στρατιώτης στη Μικρά Ασία, θα ήταν δύσκολο να μην σκεφτώ τον Βιζυηνό και το διήγημά του, τον διάλογο που διαμείβεται ανάμεσα στον παππού και τον εγγονό.

Το άλλο θέμα που συνδέεται με το διήγημα του Βιζυηνού είναι ότι ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στην εξής διαπίστωση: περίπου 700.000 άνθρωποι υπηρέτησαν στη Μικρά Ασία από το 1919 έως το 1922. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν ταξίδεψαν ποτέ παρά μόνον για να πάνε εκεί, για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι» ήταν αυτή η καταστροφική εκστρατεία. Με εξαίρεση ναυτικούς και μετανάστες, και τους ελάχιστους μεγαλοαστούς, οι Έλληνες εκείνης της εποχής (ουσιαστικά και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια) δεν ταξίδευαν. Ο παππούς μου ήταν ένας από αυτούς τους αταξίδευτους νεαρούς εικοσάρηδες. Όταν συνειδητοποίησα ότι ειδικά οι νεαροί άντρες του 1919-22 ταξίδεψαν μονάχα εκεί για αυτό τον λόγο και μετά γύρισαν στα χωριά και τις πόλεις τους, κατάλαβα ότι κάπου εκεί κρυβόταν ο τίτλος του βιβλίου.

Η σκέψη αυτή συνδέεται επίσης, κάπως αντιστικτικά, με το δικό μου ταξίδι στα ίδια μέρη εκατό χρόνια σχεδόν μετά. Εκείνοι πήγαν για να σκοτώσουν, εγώ για αναψυχή. Και ήταν ένα από τα πολλά ταξίδια της ζωής μου. Αναλογιστείτε: στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, οι νεαροί άνδρες που υπηρέτησαν εκεί, βρέθηκαν στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας, σε μια σχετικά μικρή γραμμή μετώπου για περίπου έξι μήνες. Οι πατεράδες τους όμως στη Μικρά Ασία υπηρετούσαν για τουλάχιστον τρία χρόνια, πολύ μακριά από τον τόπο τους, σε ένα τεράστιο μέτωπο. Στην ουσία, όργωσαν την Τουρκία επισκεπτόμενοι πάρα πολλά μέρη και πόλεις, φτάνοντας κάπου 70 χιλιόμετρα έξω από την Άγκυρα. Πολλοί από αυτούς άφησαν εκεί τα κόκκαλά τους. Ή τα πόδια τους και τα χέρια τους.

«Όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον. Όποιος ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν.», έχει αναφέρει ο Τζορτζ Όργουελ. Υπάρχει μια εσωτερική ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος, κατανόησης αποδοχής του μέσα σας;

Ελέγχου όχι, δεν με ενδιαφέρει και δεν μπορώ και να το ελέγξω. Ούτε και να το αποδεχθώ έχει νόημα. Είναι αυτό που είναι και δεν αλλάζει. Να το κατανοήσω, ναι, να προσπαθήσω τουλάχιστον. Αλλά ούτε και αυτό είναι στ’ αλήθεια εφικτό. Πάντοτε θα κοιτάζω το παρελθόν μέσα από το πρίσμα της δικής μου εποχής, της δικής μου γενιάς. Και αυτό το πρίσμα είναι, αναπόφευκτα, παραμορφωτικό. Νοθεύει. Αυτό όμως το κάνει, στα δικά μου μάτια ως συγγραφέα τουλάχιστον, πιο ερεθιστικό.

Ποια εντύπωση, αίσθηση θέλετε ιδανικά να αφήσει σε έναν αναγνώστη το βιβλίο σας; Προσωπικά με συγκινεί αυτή σας η απόπειρα, ο τρόπος που «είδατε» την ιστορία και μέσα από το προσωπικό σας, παράτολμο θα τολμούσα να πω εγχείρημα ενός ταξιδιού, ανασύρατε ιστορίες, σκέψεις που ολοκληρώνουν το πορτρέτο και τη ζωή ενός σημαντικού για τη ζωή σας προσώπου. Είμαστε τελικά οι ιστορίες μας και οι ιστορίες των δικών μας ανθρώπων;

Σημαντικού για τη ζωή μου προσώπου αλλά και παντελώς άγνωστου, αόρατου. Ίσως αν τον είχα γνωρίσει και μου είχε μιλήσει για τότε, να μην είχε γίνει βιβλίο – σίγουρα όχι αυτό το βιβλίο. Ειλικρινά δεν ξέρω να σας πω ποια αίσθηση θα ήθελα να μείνει στον αναγνώστη. Δεν θα υπαγόρευα τίποτα, διότι είμαι πρωτίστως αναγνώστης και εγώ και δεν θέλω να μου υπαγορεύσουν ποια εντύπωση πρέπει να μου αφήσει ένα βιβλίο. Θα ήθελα σίγουρα ο δικός μου αναγνώστης να μην βαρεθεί, να μην πλήξει. Θα ήθελα να τον παρασύρω στην ατμόσφαιρά μου, θα ήθελα μέσα από το μερικό να αναδειχθεί το καθολικό, αλλιώς δεν έχει νόημα. Ποιον ενδιαφέρει τι είδε και τι έκανε ο δικός μου ο παππούς; Κανέναν – και σωστά. Τέλος, σαφώς και οι ιστορίες των ανθρώπων μας μπορούν να είναι και δικές μας ιστορίες. Αρκεί να το θελήσουμε. Αλλά ακόμα και αν δεν θέλουμε, είμαστε μέρος τους.

Το νέο βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.