Η συγκέντρωση δεν μένει πια εδώ – Ο λόγος του Ντάνιελ Κουάν στα Όσκαρ και η διάσπαση της προσοχής

...δεν μπορείς να είσαι δυνατότερος από αυτό που περιγράφεις, δεν μπορείς να νικήσεις το φαινόμενο που προσπάθησες να αιχμαλωτίσεις και να μανιπουλάρεις

Σε έναν από τους τρεις συνολικά ευχαριστήριους λόγους τους στα όσκαρ, τον τελικό, εκείνον για το όσκαρ καλύτερης ταινίας (είχε προηγηθεί η βράβευσή τους με το όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου και το όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας), ένας εκ των δύο Ντάνιελς, συνδημιουργών του «Τα Πάντα Όλα», ο Ντάνιελ Κουάν, είπε:

«Ο κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία και φοβάμαι μήπως οι ιστορίες μας δεν μπορούν να συγχρονιστούν με αυτήν την ταχύτητα. Είναι λίγο τρομακτικό να συνειδητοποιείς ότι οι ταινίες κινούνται με ρυθμό ετών, ενώ ο κόσμος του ίντερνετ κινείται με ρυθμό χιλιοστού του δευτερολέπτου».

Όταν προ πολλών μηνών προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες ο μετέπειτα -και εντελώς ανέλπιστος τότε- θριαμβευτής των όσκαρ, γράφαμε: «Στον ψηφιακό κόσμο μπορούμε να είμαστε ανά πάσα στιγμή παντού, μπορούμε να έχουμε ανά πάσα στιγμή τα πάντα, μπορούμε να τα έχουμε όλα μαζί ταυτόχρονα. Μικρό προβληματάκι που προκύπτει; Η διάσπαση της προσοχής, η ολοένα και αυξανόμενη δυσκολία συγκέντρωσης, η ολοένα και μεγαλύτερη προσπάθεια που απαιτείται για να μην τσεκάρεις συνεχώς τι γίνεται στις αγαπημένες σου γωνιές του διαδικτυακού multiverse.

Το «Τα Πάντα Όλα» εικονογραφεί με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο τη διάσπαση της προσοχής, δίνοντάς της κεντρική σημασία, καθώς η Έβελιν, η ηρωίδα του, καλείται να επιστρέψει στο σύμπαν της και να προσέξει επιτέλους τι της λένε, ενώ το μυαλό της ταξιδεύει πότε στο ένα και πότε στο άλλο εναλλακτικό σύμπαν».

Επειδή όμως, ακόμα κι όταν καταφέρεις με το έργο σου να συντονιστείς πλήρως με τις ταχύτητες της εποχής και πατώντας ακριβώς πάνω στην πολυδιάσπαση του ενδιαφέροντος να αφηγηθείς μια πολυδιασπώμενη ιστορία, ακόμα κι όταν τελικά η ταινία σου βρίσκει στόχο και σαρώνει στα βραβεία, ακόμα κι όταν κατονομάζεις στη συνέχεια ρητά την αναντιστοιχία των διαφορετικών ταχυτήτων ανάμεσα στον ψηφιακό και τον μη ψηφιακό κόσμο, ακόμα δηλαδή κι αν έχεις καταλάβει τι τρέχει και περί τίνος πρόκειται, δεν μπορείς να είσαι δυνατότερος από αυτό που περιγράφεις, δεν μπορείς να νικήσεις το φαινόμενο που προσπάθησες να αιχμαλωτίσεις και να μανιπουλάρεις. 

Είναι αρκετά ειρωνικό λοιπόν, ότι διαβάζοντας κανείς σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το «Τα Πάντα Όλα», θα βρει από τη μια τα εντελώς εγκωμιαστικά, αλλά και από την άλλη όχι απλά αποδοκιμαστικά, αλλά και ένα σωρό (πραγματικά όμως ένα σωρό κι όχι ένα ή δύο) σχόλια θεατών που περιγράφουν ότι άντεξαν να δουν είκοσι λεπτά. Εννοείται -γιατί πάντα έτσι γίνεται, γιατί είναι θεμελιώδης διαφορά η συγκεκριμένη- ότι πάντα αντέχεις να δεις μόνο είκοσι, δέκα ή επτά λεπτά, όταν παρακολουθείς μια ταινία από το σπίτι. Στον κινηματογράφο είναι αλλιώς.

Η πρώτη φορά που μου είχε κάνει εντύπωση η τόσο μεγάλη διαφορά στην πρόσληψη μιας ταινίας, ήταν πριν λίγα χρόνια με το “Ρόμα” του Αλφόνσο Κουαρόν, το οποίο ως παραγωγή του Νetflix, προβλήθηκε για λίγο στις αίθουσες κι αμέσως μετά στην πλατφόρμα. Η συντριπτική πλειοψηφία εκείνων που δεν τους άρεσε το είχε δει -ή είχε επιχειρήσει να το δει- σπίτι. Και θυμάμαι ότι όταν παρακολουθούσα κι εγώ στην αίθουσα το «Ρόμα», μου είχε πάρει λίγη ώρα να μπω εντελώς στο πνεύμα του και να συντονιστώ μαζί του. Γιατί δεν είναι καθόλου εξαίρεση αυτό, οι ταινίες δεν θα έπρεπε να είναι υποχρεωμένες να σε κάνουν σκλαβάκι τους από το τρίλεπτο, η παρακολούθηση μιας ταινίας ή θα γίνεται με όρους αφοσίωσης και προσήλωσης, ή μιλάμε για κάτι διαφορετικό, μιλάμε για μια ακόμα ροή πληροφορίας που τρέχει μπροστά στα μάτια σου και για να σε κρατήσει προσηλωμένο θα πρέπει να σταματήσεις ό,τι άλλο κάνεις με το κινητό σου ή το μυαλό σου που έχει πια μάθει να λειτουργεί με όρους συνεχούς ροής και συνεχούς διάσπασης. 

Αλλά και το οχυρό των κινηματογραφικών αιθουσών αλώνεται ολοένα και συχνότερα, ολοένα και κανονικότερα, ολοένα και πιο αυτονόητα, τα κινητά φωτίζονται, τα ατομικά φωτάκια έναντι του κοινού φωτός, η ατομική μικρή οθόνη έναντι της κοινής μεγάλης, η πολυδιάσπαση του φωτός, οι άνθρωποι δεν αντέχουν, το μυαλό δεν αντέχει, το μυαλό θέλει να φεύγει διαρκώς, να διακλαδώνεται διαρκώς, να ρέει διαρκώς.

Πριν λίγες μέρες είμαι με τον γιο μου και βγάζει μια φωτογραφία με το κινητό του. Το τοπίο είναι αστικό, δεν είναι κανένα συγκλονιστικό αξιοθέατο, έτσι όμως όπως έχει μόλις δύσει ο ήλιος και τα κτίρια και τα δέντρα και τα αυτοκίνητα και οι μπασκέτες έχουν μπει σε μια διαφορετική επικράτεια, υπάρχει στην ατμόσφαιρα ένα είδος μαγείας, όπως κάθε φορά που η μέρα δίνει τη θέση της στο σούρουπο κι αυτό τη δική του στη νύχτα. Κάνω ενστικτωδώς να τον φωτογραφίσω τη στιγμή που φωτογραφίζει, μου φαίνεται καλή ιδέα, μου φαίνεται ότι είναι μια φωτογραφία που αξίζει να τραβηχτεί και να μείνει. Το μετανιώνω. Σκέφτομαι ότι κι η φώτο μια μορφή διάσπασης της προσοχής είναι, ότι πιάνοντας να τον φωτογραφίσω θα σταματήσω να τον κοιτάζω, ότι όσο προφανές κι αν είναι ότι οι φωτογραφίες απαθανατίζουν, ίσως τελικά μπορούσαν όντως να απαθανατίσουν μόνο όταν ήταν σπάνιες και πολύτιμες και εκτυπώνονταν και έμπαιναν σε άλμπουμ και δεν έβγαιναν ανά χιλιάδες με τα κινητά. Τον φωτογραφίζω στο μυαλό μου. Τώρα η φωτογραφία θα αλλάζει κάθε φορά που θα τη σκέφτομαι. 

Μπόρεσα να ολοκληρώσω το κείμενο μόνο κάνοντας λογκ άουτ από το μέσο κοινωνικής δικτύωσης της ηλικίας μου, μόνο έτσι μπορώ να ολοκληρώνω κείμενα, η προσοχή μου ειδάλλως διασπάται διαρκώς. Τελείωσα όμως. Αρκετά με τη συγκέντρωση, ξαναμπαίνω, τώρα και πάλι όλα ροή.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.