«Η νύχτα της 12ης» του Ντομινίκ Μολ: Η αμηχανία μπροστά στο συναίσθημα

Maybe all men

Στο ξεκίνημα της «Νύχτας της 12ης» διαβάζουμε ότι κάθε χρόνο στη Γαλλία γίνονται 800 ανθρωποκτονίες, ότι ένα 20% μένει ανεξιχνίαστο κι ότι η ιστορία που θα παρακολουθήσουμε αφορά μία απ’ αυτό το ποσοστό. Άρα το whodunit που πρόκειται να διαδραματιστεί θα μείνει αναπάντητο. Πόσες ταινίες μας προϊδεάζουν απ’ την αρχή για το τέλος τους; Και κυρίως: πόσες έχουν τολμήσει να προοικονομήσουν ένα τέλος τόσο απογοητευτικό; Γιατί να θέλουμε να δούμε ως θεατές να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας η ιστορία μιας ματαίωσης; Και εξ αντιδιαστολής όμως: πόση πίστη πρέπει να έχει στον εαυτό της η «Η Νύχτα της 12ης» για να το κάνει αυτό; Δεν είναι σαν να σου λέει με ένα τρόπο τώρα την πάτησες, τώρα θα δεις κάτι που θα σε απογοητεύσει; Δεν είναι σχεδόν δομικό συστατικό κάθε ταινίας, σειράς ή βιβλίου αστυνομικού μυστηρίου η διαλεύκανση του μυστηρίου και άρα και η κάθαρση;

Αλλά αφού ένα τόσο σημαντικό ποσοστό μένει όντως ανεξιχνίαστο κι αφού ανεξιχνίαστη έμεινε και η συγκεκριμένη δολοφονία, γιατί να είναι όλα παρηγορητικά, γιατί να μην καταγραφεί και η μη κάθαρση, γιατί να μην φύγουμε από τον κινηματογράφο με ένα αίσθημα αδικίας και μη απόδοσης δικαιοσύνης, γιατί να μη φύγουμε με τη ξεβολευτική συνειδητοποίηση ότι ένας άνθρωπος έπραξε ένα αποτρόπαιο έγκλημα και δεν συνελήφθη ποτέ, ότι πιθανότατα κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος και ότι σχεδόν σίγουρα είναι κι ανάμεσα στους θεατές του φιλμ;

Άνοιγμα μεγάλης παρένθεσης. Παρακολουθώ την «Νύχτα της 12ης» τη Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022: τη νύχτα της 4ης προς 5 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη ένας αστυνομικός πυροβολεί από πίσω στο κεφάλι έναν 16χρονο τον οποίο καταδίωκε, επειδή δεν πλήρωσε είκοσι ευρώ βενζίνη. Γράφω το κείμενο βράδυ 6 Δεκεμβρίου: δεκατέσσερα χρόνια πριν στην Αθήνα ένας 15χρονος πυροβολείται από αστυνομικό πρακτικά χωρίς κανέναν λόγο και πέφτει νεκρός. Ξέρω ότι ανήκω μόνο σε μια ιδεολογική ομάδα, ξέρω ότι πολλοί άλλοι το βλέπουν αλλιώς, ξέρω ότι σημαντική μερίδα της κοινωνίας είναι με την Αστυνομία σε όλες της τις εκδοχές και εκφάνσεις, όχι μόνο όταν διερευνά εγκλήματα, αλλά και όταν πυροβολεί μέχρι θανάτου ανήλικους για ασήμαντη αφορμή. Όπως και να ΄χει, η δική μου ιδεολογική θέση με τοποθετεί σε ένα σωρό περιπτώσεις όλο και πιο φοβικά και όλο και πιο απέναντι στον τρόπο λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας.

Και είναι πραγματικά και ένα παράδοξο τάιμινγκ αλλά και μια γενικότερη αντίφαση το να αποξενώνεσαι συναισθηματικά όλο και περισσότερο από την έννοια αστυνομικός στην πραγματική ζωή και την ίδια ώρα να πηγαίνεις να βλέπεις ταινίες με ήρωες αστυνομικούς στο σινεμά. Πόσες ατέλειωτες ώρες της ζωής μας έχουμε περάσει όλοι μας παρακολουθώντας αστυνόμους να ενσαρκώνουν περίπου τη μάχη του καλού ενάντια στο κακό; Θα ακουστεί μάλιστα σε μια στιγμή στην «Νύχτα της 12ης» ακριβώς αυτή η φράση: «Η μάχη του καλού ενάντια στο κακό, με ένα χαλασμένο φωτοτυπικό» (όπου γίνεται δηκτικός σχολιασμός για καθημερινές δυσλειτουργίες της καθημερινότητας ενός αστυνομικού τμήματος). Κανένα άλλο επάγγελμα ή ιδιότητα δεν έχει πρωταγωνιστήσει τόσο στο φαντασιακό μας στο σινεμά. Και με το που τελειώνει το σινεμά, η άλλη πλευρά του φαντασιακού, η Αστυνομία ως ενσάρκωση ίσως όχι ακριβώς του κακού, αλλά πάντως αυτού που πάει κακά στη χώρα. Πού είναι το λάθος; Στην αντίληψη που έχω διαμορφώσει; Στη μεταβολή ρόλων, στην υπέρβαση ορίων και την κατάχρηση εξουσίας, στην ατιμωρησία;  Είναι ίσως θέμα τομέων; Άλλο να είσαι ντέτεκτιβ που ερευνάς εγκλήματα και άλλο να είσαι στην καταστολή, στα ΜΑΤ, σε μηχανόβια τμήματα με σεσημασμένο παρελθόν; Κλείσιμο της μεγάλης παρένθεσης χωρίς κάποια απάντηση, επιστροφή στην ταινία.

Εκ των υστέρων καταλαβαίνεις ότι η ενημέρωση στην αρχή της, πως θα παρακολουθήσουμε μια ανθρωποκτονία που δεν εξιχνιάστηκε, είναι σοφή. Γιατί αν έχεις χάσεις το πρώτο λεπτό της ταινίας και την παρακολουθείς με την εντελώς εύλογη και στατιστικά εντελώς πιθανή προσδοκία (για ταινίες, σειρές και βιβλία πάντα) ότι η έρευνα θα καταλήξει κάπου και ότι ο δολοφόνος θα βρεθεί, θα φύγεις από την αίθουσα νιώθοντας στραβωμένος, θυμωμένος, μέχρι και εξαπατημένος. Τώρα κάθε άλλο παρά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όχι μόνο επειδή προειδοποιήθηκες από το πρώτο λεπτό για το τι επρόκειτο να δεις, αλλά και γιατί τελικά το ζήτημα δεν ήταν η ανεύρεση του ενόχου, το ζήτημα βασικά δεν ήταν καν αυτή καθαυτή η αστυνομική έρευνα, το ζήτημα ήταν άλλο: με βάση πραγματικά περιστατικά απ’ την μια και απ’ την άλλη καίρια θέματα συζήτησης της εποχής που έχουν αναδυθεί με πολύ επιτακτικό τρόπο, να διατυπωθούν ως συμπεράσματα κάποιες γενικότερες θέσεις. Και μπορεί ως θεατής να έχεις την αίσθηση ότι περισσότερο χρησιμοποιήθηκε μια συγκεκριμένη πραγματική περίπτωση δολοφονίας για να έρθει να χωρέσει και να κολλήσει σε ένα προϋπάρχον συμπέρασμα, ωστόσο δεν είναι κάτι που σε ενοχλεί· δεν είναι εν πάση περιπτώσει κάτι που προσωπικά με ενοχλεί, αφενός γιατί δεν πολυδιαφωνώ με το συμπέρασμά της, αφετέρου γιατί έχουμε να κάνουμε με μια ταινία συμπαγή, μετρημένη, μη ξιπασμένη, μη αλλοπαρμένη, χαμηλών τόνων και τελικά αποτελεσματική.

Κατά τη γνώμη μου ο δημιουργός της, Ντομινίκ Μολ προσπαθεί να καβαλήσει ένα κύμα,  προσπαθεί να αγγίξει το φαινόμενο των γυναικοκτονιών. Ο φόνος της συγκεκριμένης γυναίκας δεν είναι εντελώς σαφές τι είναι, ακριβώς επειδή θα μείνει και ανεξιχνίαστος. Μπορεί κάποιος να τη σκότωσε και δη με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο για λόγο εντελώς άσχετο με το φύλο της; Πριν λίγα χρόνια μπορεί να δίναμε διαφορετική απάντηση, τώρα πια νομίζω ότι θα δυσκολευτούμε. Στην προηγούμενη ταινία του, το «Μόνο Αυτοί Είδαν τον Δολοφόνο», ο Μολ μας μετέφερε πάλι στην επαρχιακή Γαλλία και χρησιμοποιούσε πάλι ένα έγκλημα ως μοχλό για να μιλήσει για τα πράγματα που τον ενδιέφεραν περισσότερο, εκεί κυρίως για διαπροσωπικές σχέσεις. Στη «Νύχτα της 12ης» παρότι εστιάζει και πάλι στις σχέσεις ανδρών – γυναικών το φόκους του είναι πιο πολιτικοκοινωνικό.

Αυτά που θέλει να πει, τα λέει κυρίως με αφορισμούς, βάζει τους χαρακτήρες να τα λένε ως αποφθέγματα: 1) Κάτι πηγαίνει πολύ λάθος μεταξύ ανδρών και γυναικών – κάτι πηγαίνει συνολικά λάθος, κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. 2) Κάθε άντρας απ’ αυτούς που θα εξεταστούν ως ύποπτοι θα μπορούσε να ήταν κι ο φονιάς (εδώ μεσολαβεί για μια φορά και μια εικόνα: σε μια σκηνή ο αστυνομικός παίρνει τα πρόσωπα των υπόπτων ανδρών, το πρόσωπό του συναιρείται με τα πρόσωπα των υπόπτων, ο αστυνομικός είναι ένας ακόμα άνδρας). 3) Τι περίεργο τα εγκλήματα να τα κάνουν κατά κύριο λόγο άνδρες και να προσπαθούν να τα διαλευκάνουν επίσης κατά κύριο λόγο άνδρες. 4) Πάντα τις γυναίκες έκαιγαν, είτε ως μάγισσες, είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ακόμα κι όταν ο λόγος δεν είναι προφανής. Και τέλος, κάτι που δεν λέγεται με λόγια, αλλά όντως βγαίνει πιο οργανικά από το ξεδίπλωμα του σεναρίου: 5) Η γυναίκα ακόμα και όταν είναι θύμα ενός εγκλήματος, εξετάζεται ως περίπου θύτης, εξετάζεται το δικό της σκέλος πρόκλησης του εις βάρος της εγκλήματος, είτε είναι ζωντανή σε περίπτωση βιασμών, είτε είναι -όπως εδώ- νεκρή σε περίπτωση φόνου: Ήταν η κοπέλα εύκολη; Την έλκυαν τα παλιόπαιδα; Οι άγριοι; Οι περίεργοι; Ήθελε υπερβολικά να αρέσει; Με πόσους είχε πάει; Τι ανάγκη είχε να πάει με όλους αυτούς; Πόσο φταίει τελικά κι εκείνη που την σκότωσαν; 

Εκεί που η ταινία δεν μιλάει αλλά δείχνει, δείχνοντας μάλιστα διακριτικά και όχι φωνάζοντας, πετυχαίνει ίσως και τις καλύτερες στιγμές της, τις στιγμές της εν πάση περιπτώσει που σε βάζουν να σκεφτείς από μόνος σου: είναι οι σχέσεις μεταξύ ανδρών, μικρές σκηνές μεταξύ ανδρών. Ένας αστυνομικός εξομολογείται σε έναν άλλον ότι ανακοινώνοντας τον θάνατο της κόρης στη μάνα, έπαθε μπλακ άουτ. Πάγωσες, του απαντάει ο άλλος, δεν τρέχει τίποτα, σε όλους έχει συμβεί. Ήταν σαν να πεθαίνω, συνεχίζει. Υπερβάλλεις τώρα λίγο, δε νομίζεις, είναι η απάντηση.

Αργότερα οι ρόλοι εξομολογητή και εξομολογούμενου αντιστρέφονται, με την ίδια όμως αμηχανία απέναντι στο συναίσθημα του άλλου που ανοίγει. Είναι ο δεύτερος τώρα αστυνομικός που εκμυστηρεύεται στον πρώτο κάτι πάρα πολύ ζόρικο σε σχέση με τη γυναίκα του, κάτι που τον ματαιώνει πολλαπλώς ως άνδρα. Απολύτως καμία απάντηση, μόνο ένα αμήχανο βλέμμα απ’ τον συνάδελφό του. Όχι μόνο δεν ξέρει τι να του απαντήσει, δεν μπορεί να φέρει καν τον εαυτό του σε θέση να του πει ότι δεν ξέρω τι να σου απαντήσω ή να του πει δυο φράσεις συμπαράστασης. Είναι αδιαφορία; Είναι σκληρότητα; Τίποτα από τα δύο.

Πιο μετά θα προσφερθεί και θα τον φιλοξενήσει και σπίτι του. Είναι αδυναμία εκδήλωσης τρυφερότητας, νοιαξίματος. Καταρχάς δεν είναι καθόλου εύκολα σωματοποιήσιμη η τρυφερότητα μεταξύ ανδρών, ύστερα γενικά δεν έχουμε μάθει πώς να είμαστε μαλακοί. Μαλάκες έχουμε μάθει να είμαστε. Η δυσκολία που έχουν οι άντρες να διαχειριστούν το συναίσθημα, να το εξωτερικεύσουν. Έτσι έμαθαν. Κι όταν ζορίζονται πολύ και το εξωτερικεύουν, τότε απ’ την άλλη πλευρά η αμηχανία, η σιωπή ή οι πέντε λέξεις. Άντε, αν ως άντρα σε έχει ζορίσει κάτι πάρα πολύ, να μπορέσεις να το πεις. Πώς περιμένεις όμως από τον άλλον άντρα να ανταποκριθεί; Μπορεί να σου ανοίξει τις πόρτες του σπιτιού του, αλλά η πόρτα του συναισθήματός του θα παραμείνει κλειστή. Μην ζητάτε απ’ τους άντρες να είναι τρυφεροί με άλλους άντρες. Δεν ξέρουν πώς.  

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.