Γιάννης Κακλέας: «Οι περισσότεροι συγγραφείς είναι φίλοι μου. Νεκροί, αλλά φίλοι»

Κακλέας

Συζητώντας με τον Γιάννη Κακλέα για τις παραγωγές που ετοιμάζει φέτος, την πολυσχιδή του καλλιτεχνική πορεία, τη ροκ και τη στάμπα του εμπορικού σκηνοθέτη

Ο Γιάννης Κακλέας είναι ένας σκηνοθέτης που πολύ δύσκολα κατατάσσεται: δεν χωράει σε κανένα καλούπι από όσα πάει κανείς να τον βάλει. Αντιστέκεται σθεναρά σε όποια ετικέτα προσπαθήσει κανείς να του φορέσει. Εκεί που τολμά κανείς να τον θεωρήσει εμπορικό επειδή ανεβάζει μια μεγάλη παραγωγή ή σκηνοθετεί κάποιον από τους θεωρούμενους σταρ, ξαφνικά παρουσιάζει μια 24ωρη εκδοχή ενός κειμένου του Μπέκετ, ή μια ολονύκτια παράσταση πάνω στη Σάρα Κέιν –τον ορισμό δηλαδή των καθαρά φεστιβαλικών παραστάσεων. Άλλωστε, για κάποιους από εμάς, είναι θλιβερό προνόμιο της ηλικίας να θυμόμαστε όταν τα κόμικς που παρουσίαζε με την Ομάδα Θέαμα έσκασαν σαν βόμβα στη θεατρική Αθήνα, όπως και τις βραδιές στο πάλαι ποτέ Παγοποιείο του Φιξ, κάπου στα Πατήσια, όπου παρακολουθούσαμε το «Μετά τον φόνο (Class Enemy)», τη «Μεγάλη Μαγεία», την «Αγγέλα» και τόσα άλλα… Η συνάντησή μας έγινε σε ένα διάλειμμα πρόβας –πού αλλού;- και η συζήτηση πήρε τη μορφή που αναπότρεπτα παίρνει όταν μιλά κανείς με τον Γιάννη Κακλέα: μιλήσαμε για τις παραγωγές που ετοιμάζει φέτος, για το μακρινό παρελθόν, για την πολυσχιδή του καλλιτεχνική πορεία, για τη ροκ, για τη στάμπα του εμπορικού σκηνοθέτη… Κοντολογίς, για όλα –μόνο που με τον Γιάννη Κακλέα τα θέματα συζήτησης δεν εξαντλούνται ποτέ…

Από πού να αρχίσουμε; Ίσως από τις δύο παραστάσεις που έπονται.

Ναι, πολύ ευχαρίστως. Πρώτα είναι ο «Ζορμπάς» πάνω στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, σε διασκευή του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και δική μου. Είναι μια σκέψη που έχει δύο αφετηρίες. Η μία είναι παλιά: ο Καζαντζάκης για μένα ήταν γκουρού, φαντάζομαι όπως και για πολλούς εφήβους της εποχής μου. Ο καπετάν Μιχάλης, ο Ζορμπάς, ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Όλοι αυτοί ταξιδεύανε πολύ μέσα στο κεφάλι μου και ήταν σαν να μου έδιναν μια πυξίδα να ανδρωθώ, να καταφέρω να βγω σε αυτό που λέμε ζωή με περισσότερες δυνάμεις και μια ηθική βάση.

Η δεύτερη είναι πολύ πιο πρακτική: είναι ο Γιάννης Στάνκογλου. Όταν κάνεις τον «Ζορμπά» πρέπει να έχεις τον Ζορμπά. Όταν επικοινωνήσαμε με τον Γιάννη και δέχτηκε το ρόλο, είπα αμέσως «πάμε». Στελεχωθήκαμε με πολύ δυνατούς ηθοποιούς, αλλά η αφετηρία ήταν ο Στάνκογλου, ο οποίος έχει μια τέτοια ζωική δύναμη που μοιάζει πολύ με τον χαρακτήρα. Γιατί σημασία έχει να το παίξει ένας ηθοποιός ο οποίος μπορεί να σωματοποιήσει ένα σχεδόν συμβολικό χαρακτήρα, έναν σύγχρονο Διόνυσο, και να φύγει από το φολκλόρ -δυστυχώς, αυτό έχει περάσει προς τα έξω: Zorba the Greek, o πότης, ο «γλεντάω», ο «τίποτα»… Ενώ ο Ζορμπάς είναι, όπως λέει και ο ίδιος ο Καζαντζάκης, ένας γκουρού. Φέρνει ζωή, μια ζωή την οποία θέλει πολύ ο συγγραφέας, ο Νίκος, που είναι μια εκδοχή του ίδιου του Καζαντζάκη. Αυτή η σχέση της δύναμης από τη μια μεριά και της διανόησης από την άλλη είναι και ένα αρχέγονο πρότυπο που έχει στο μυαλό του ο Καζαντζάκης για την ελληνική ταυτότητα, για την ελληνικότητα, για τον άνθρωπο της Μεσογείου, με τη θάλασσα, με τα βουνά, με το κρασί. Όλη η προσπάθεια και η επιθυμία μας είναι να φύγει από αυτήν την φολκλόρ αντίληψη του «συρτάκι, ούζο και τουρισμός».

Κακλέας

Είναι μια χαλκομανία στο μυαλό των ανθρώπων, ο Άντονι Κουίν να χορεύει το περίφημο συρτάκι -που ποτέ δεν χόρεψε. Πρέπει δηλαδή κανείς να ξεφύγει από μια εικονογράφηση η οποία είναι πολύ βαθιά χαραγμένη στο συλλογικό ασυνείδητο.

Ναι, σωστά. Είναι άξιο σημείωσης ότι στο μυαλό των ανθρώπων είναι περισσότερο η ταινία παρά το ανάγνωσμα, γιατί το βιβλίο είναι πολύ πιο φιλοσοφικό από την ταινία. Η ταινία ήταν εξαιρετική για την εποχή της. Κι ο Άντονι Κουίν ήταν εξαιρετικός, αυτός ο Μεξικάνος που καταλάβαινε καλά τι είναι αυτό, άσχετα αν χόρευε συρτάκι ή ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι είχε όλη αυτή τη σκληρότητα του χαρακτήρα, την αγάπη για την ζωή, για τις γυναίκες. Επίσης ο Ζορμπάς είναι δουλευταράς, δεν λιάζεται στον ήλιο και περιμένει να του έρθει η τροφή -αυτό έχει περιέργως περάσει. Η ταινία λόγω της διεθνούς επιτυχίας που είχε, αντιμετωπίστηκε ως «Α, αυτή είναι η Ελλάδα». Πίνουμε, γλεντάμε, γελάμε, καλή καρδιά, ελάτε να χορέψουμε. Το βιβλίο -και η παράσταση- εστιάζει και στο εσωτερικό, στο φιλοσοφικό θέμα του Καζαντζάκη. Μιλάει για την ελευθερία και πώς την αποκτάς. Είναι μια εμμονή του Καζαντζάκη η έννοια της ελευθερίας, μέχρι το επιτύμβιό του. Πώς κατακτά την ελευθερία του ο Ζορμπάς; Μέσα από ήττες, μέσα από πτώσεις, από γενναιότητα, από μέθεξη και από οίστρο.

Το δεύτερο στοιχείο είναι πως ένας άνθρωπος σύγχρονος όπως είναι ο Νίκος, ο συγγραφέας, ενώ έχει σπουδάσει στο Βερολίνο, στην Ευρώπη, του λείπει η ζωή. Του λείπει η ματιά για να μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει τον έρωτα, -δεν μπορεί, είναι κλειστός- το σώμα του, την έννοια της φύσης, όπου η βιβλιοθήκη δεν του επέτρεψε να εντρυφήσει. Όταν έρχεται σε επαφή με τον Ζορμπά, ανοίγει. Αρχίζει και μαθαίνει μέσα από τη γήινη πλευρά του Ζορμπά, και ανασυντάσσεται όλη η φιλοσοφία του, που ήταν για τον Βούδα, για τον Νίτσε, τον Μπεργκσόν. Ξαφνικά όλα αποκτούν νόημα, αρχίζουν να αποκτούν σώμα, μουσική και χρώμα.

Τελικά, μήπως είναι αναπόφευκτη αυτή η έλξη του διανοούμενου για το πιο πρωτόγονο, πιο σωματικό; Πάει το μυαλό μου στην αντίστοιχη γοητεία που ασκεί στον Σεφέρη ο Μακρυγιάννης.

Έτσι, είναι νομοτελειακό. Από την αρχαιότητα ακόμη οι φιλόσοφοι μιλούσαν για το χαμηλό και το υψηλό, για το θεϊκό και το γήινο. Είναι μια ιδιαίτερα παλιά φιλοσοφική ανησυχία το πώς μπορεί να έρθει αυτή η ισορροπία. Με πολλά ανατολικά στοιχεία τα οποία βοηθούν στο να καταλάβουμε ότι η σοφία δεν προέρχεται μόνο από τη διανόηση, αλλά κι από τη γνώση του βάθους, του «κάτω», που το είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες: η έλλειψη φόβου του θανάτου που έχει ο Ζορμπάς. Μια ελευθερία να γνωρίσεις χωρίς όρια εμπειρίες ηδονιστικές, για να μπορέσουν να αποκτήσουν νόημα και άλλες σκέψεις που έχουν να κάνουν με πιο μεταφυσικά ζητήματα. Για μένα αυτό είναι ένα απαραίτητο πάντρεμα. Αυτό παλεύω στην παράσταση. Τα περισσότερα κλασικά κείμενα έχουν αυτή την ανάγκη: να συνυπάρξουν αυτές οι δύο ποιότητες.

Κακλέας

Θα τολμούσα να πω ότι αυτό είναι κάτι που το προσπαθείτε γενικώς στο θέατρο. Κάποιες παραστάσεις είναι πιο εξωστρεφείς, είναι προς ένα κοινό μεγαλύτερο. Και κάποιες άλλες είναι πιο ερμητικές. Αισθάνομαι ότι έχει δύο πλευρές η δουλειά σας.

Τις έχει. Μπορεί να είναι και περισσότερες, γιατί εγώ είμαι και πολυ-πολικός, όχι διπολικός! Επειδή έχω σπουδάσει το θέατρο των κλασικών συγγραφέων, που παλεύουν οι ιδέες μέσα του. Από τη μια αγαπάς τη λαϊκότητα του Σαίξπηρ, από την άλλη δεν μπορεί να μην γοητευτείς από το εσωτερικότητα του Μπέκετ. Λατρεύεις την εξωστρέφεια του Φο, αλλά δεν μπορείς να μην γοητευτείς από τη σκέψη του Στρίντμπεργκ. Όλα αυτά είναι πράγματα τα οποία ανήκουν στην κουλτούρα μου. Ανήκουν στο πώς βλέπω τον κόσμο, και τον βλέπω με διαφορετικά μάτια. Από τη μία επιζητώ μια επικούρεια γεύση της ζωής, από την άλλη μια απόλυτα στοχαστική. Γιατί έτσι ισορροπώ. Και πιστεύω ότι είναι ένας δρόμος που με κρατάει ακόμη και δεν έχω τρελαθεί, με εκτονώνει.

Μια που αναφέρατε τον Μπέκετ. Κάποιοι σας θεωρούν -με ό,τι σημαίνει αυτή η λέξη- εμπορικό σκηνοθέτη. Οι εμπορικοί σκηνοθέτες όμως δεν κάνουν εικοσιτετράωρες παραστάσεις.

Εντάξει, το έχω ακούσει αυτό: εμπορικός. Ευτυχώς που είμαι εμπορικός για να μπορέσω και να κρατήσω τα θέατρα ανοιχτά, και να μπορούν να βλέπουν παραστάσεις ρεπερτορίου με έργα του Ντε Φιλίππο, του Σαίξπηρ, του Φο… Για μένα δεν είναι προσβλητικός όρος, έχει χιλιοειπωθεί ήδη και δεν χρειάζεται καν να μιλήσω γι’ αυτό. Εγώ είμαι ένας περίεργος σκηνοθέτης -με την έννοια της περιέργειας. Μου αρέσει να ασχολούμαι με το μιούζικαλ. Όπως το «Μόμπι Ντικ», αλλά και το «Σικάγο», και τους «Δαίμονες». Μου δίνει μια αίσθηση της έννοιας του ολικού θεάτρου, του total theatre: μουσική, χορός… Εξάλλου με γοητεύει πάρα πολύ o ηθοποιός όταν έχει όλες τις δεξιότητες, να τραγουδάει, να χορεύει, να παίζει…

Από την άλλη μεριά έχω την απόλυτη ανάγκη να βυθιστώ σε κάτι μαζί με μια ομάδα ανθρώπων που δουλεύω χρόνια, όπως κάναμε με τον Μπέκετ, όπως τόσα χρόνια στον Τεχνοχώρο, στο Παγοποιείο του Φιξ -μην τα ξεχνάμε και αυτά. Ανήκει στον χώρο της εξερεύνησης του τωρινού μας εγώ: πού βρισκόμαστε, πώς αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα, ποιες είναι οι απώλειες μας, ποια είναι ακόμη τα όνειρά μας, να τα κρατήσουμε ζωντανά. Θα ακουστεί λίγο μεγαλεπίβολο αυτό, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε θεματοφύλακες κάποιων συγγραφέων. Μέσα στην κοινωνική ευτέλεια οφείλουμε να τους προάγουμε και να τους υπενθυμίζουμε στον κόσμο. Ότι υπάρχει κι αυτή η γνώση, αυτή η σκέψη, αυτή η απόγνωση, υπάρχει κι αυτή η βαθιά, βαθιά μελαγχολία, την οποία κρύβουμε με επιμέλεια με χάπια και κλειστά δωμάτια. Να μη φοβηθούμε, να είμαστε τολμηροί, να δούμε το μέσα μας. Αυτό το έχουμε εμείς οι Έλληνες, γιατί έχουμε εκπαιδευτεί στην αρχαία τραγωδία, που έχει σκάψει το πιο βαθύ κομμάτι μας και τους πιο βαθείς φόβους μας. Άρα είναι υποχρέωσή μας να δούμε και αυτό το κομμάτι, αλλά και να είμαστε διασκεδαστικοί, να είμαστε και Ζορμπάδες, να είμαστε και έξω καρδιά, ρε παιδί μου, γιατί το χρειαζόμαστε. Σε αυτή τη γη, σε αυτή τη χώρα, δεν μπορεί να είσαι σαν να ζεις στη Νορβηγία.

Δεκτόν. Πάντως αυτή τη μελαγχολία που λέτε, την έχει «Η Μεγάλη Μαγεία» του Ντε Φιλίππο. Ο ήρωας είναι βαθιά τραγικός, παρόλο που τον Ντε Φιλίππο τον θεωρούμε συνήθως κωμικό συγγραφέα.

Ναι. Όχι μόνο βέβαια. Ειδικά αυτό το έργο του ήταν αφιερωμένο στον Πιραντέλο. Ήταν μια ωραία απόπειρα να πει στον δάσκαλο: «Γράφω κι εγώ τέτοια έργα!». Βέβαια, πάντα αυτός ο θεατράνθρωπος έβλεπε τα πράγματα με χιούμορ. Αλλά ναι, η «Μεγάλη μαγεία» στο Παγοποιείο του Φιξ ήταν μια παράσταση που με έχει σημαδέψει για την αποδοχή της απώλειας, την αποδοχή της ήττας -κάτι που συνάντησα μετά από τριάντα χρόνια στην ίδια μου τη ζωή. Είναι φοβερό πόσο προφητικά μπορεί να είναι καμιά φορά τα κείμενα… Πώς μπορεί να χαθείς μέσα στην αυταπάτη και να μην αποδέχεσαι την πραγματικότητα όπως ο Καλότζερο: πίστευε ότι η γυναίκα του είναι μέσα σε ένα κουτί και δεν ήθελε να το ανοίξει -και δεν το άνοιξε ποτέ. Αυτό είναι υπέροχο θεατρικό εύρημα, αλλά και ταυτόχρονα τόσο αληθινό: να μη θέλεις να δεις την αλήθεια. Γι’ αυτό αγαπάμε τόσο πολύ αυτούς τους συγγραφείς, γιατί μιλάνε πολύ βαθιά μέσα μας.

Κακλέας

Όταν κάποτε σας είχαμε ανακαλύψει με τα Κόμικς, αλλά και στη συνέχεια, το θέατρο σας είχε μια παραφορά, μια ένταση, είτε αυτό ήταν προς την κωμωδία, είτε ήταν τραγική, όπως στο «Κρίμα που είναι πόρνη» και στην «Αγγέλα», που είχα λατρέψει πραγματικά.

Ήταν για τον Σεβαστίκογλου, τον δάσκαλο μου, αυτή η παράσταση. Ήμουν βοηθός του. Μόλις είχε πεθάνει και του την αφιέρωσα. Δεν είχα κάνει ελληνικό έργο μέχρι τότε. Όταν ξεκίνησα να κάνω θέατρο, στο μυαλό μου είχα να κάνω παραστάσεις σαν ροκ συναυλίες, να έχουν μια ένταση, μια έκσταση, γι’ αυτό και γοητεύτηκα τόσο πολύ από τον Αντονέν Αρτώ – έκανα και μια παράσταση στο Παγοποιείο όπου έπαιζα ο ίδιος τον Αρτώ. Αυτός με επηρέασε πολύ βαθιά στο πώς βιώνει ο θεατής μια παράσταση -όχι απλώς να την παρακολουθήσει.

Το θέατρο δημιουργεί εντάσεις, δημιουργεί μια αίσθηση ότι ζούμε ολίγον τι επικινδύνως, ότι ακόμη και η κωμωδία που περιέχει μέσα την απόλυτη γελοιότητα, ταυτόχρονα -όπως και τα κόμικς- σατιρίζει ιερές καταστάσεις, την οικογένεια, τη θρησκεία, τον πατέρα, τη μάνα. Επικίνδυνο χιούμορ. Ακόμα και τώρα δεν ησυχάζω, γιατί είμαι πια αυτός που, σε αντίθεση με τη ζωή μου όπου δεν μπορώ να αντέξω πολλά πράγματα, θεατρικά θέλω να δονούμαι, θέλω να ξέρω ότι ένας θεατής μπαίνει στο θέατρο και φεύγει όντως σαν να έχει πάει σε μια ροκ συναυλία. Αυτό έχει διάφορες: καμιά φορά είμαι εκτός ορίων, χάνομαι μέσα σε όλα αυτά, είτε είναι τραγωδία είτε μια κωμωδία αλλιώτικη. Έχει εντάσεις που σε πολλούς δεν αρέσουν. Αλλά τι να κάνω; Είναι το θέατρο που με γοητεύει, το θέατρο που θα ήθελα να προσφέρω. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Ποιοι ροκ καλλιτέχνες είναι οι αγαπημένοι σας;

Pink Floyd, Rolling Stones, Led Zeppelin… Οι Τρύπες από Ελλάδα. Και καλλιτέχνες όπως ο Nick Cave. Ατελείωτα όσα μου αρέσει να ακούω και να βάζω στις παραστάσεις.

Θυμάμαι το ”Class Enemy” να ξεκινάει με το ”Up Jumped the Devil” του Nick Cave και να τελειώνει με το ”Welcome to the Jungle” των Guns ’n’ Roses.

Πώς τα θυμάστε αυτά;

Προφανώς με είχε ταράξει πολύ η παράσταση όταν την είχα δει. Αυτοί είναι οι τρόποι μου. Ο κάθε σκηνοθέτης έχει έναν δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα. Εγώ δεν πιστεύω ότι ένα έργο, ανεβάζοντάς το, το τελειώνεις -γιατί η παράσταση για μένα πάντα ήταν το έργο. Έχω έναν δικό μου τρόπο που τα ερμηνεύω. Πάντα όμως θέλω να πιστεύω στο βάθος του μυαλού μου ότι, αν ήταν ο συγγραφέας δίπλα μου, θα με χτύπαγε στον ώμο μου και θα έλεγε: Καλά το ‘κανες! Θέλω να τον έχω σύμμαχο. Δεν θέλω να τον βλέπω σε μια γωνιά να λέει: Με κατέστρεψες! Γι’ αυτό οι περισσότεροι συγγραφείς είναι φίλοι μου. Νεκροί, αλλά φίλοι.

Αισθάνεστε ότι κάνατε σχολή με έναν τρόπο, άθελά σας;

Παλιά υπήρχε -για πλάκα, θεωρώ- ο όρος «Κακλεϊσμός». Το ύφος του Κακλέα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, υπήρξαν έντονες τάσεις ανανέωσης του ελληνικού θεάτρου μέσα από τις ομάδες: ο Διπλούς Έρως του Μιχαήλ Μαρμαρινού, ο Τεχνοχώρος ο δικός μου, το Σημείο του Νίκου Διαμαντή… Αρχίσαμε να βλέπουμε το θέατρο, ο καθένας με την προσωπικότητά του, με έναν άλλον τρόπο. Στην ουσία αυτή η γενιά έφτιαξε μια σχολή. Απελευθέρωσε -γιατί ήταν και η ώρα- από ένα στομφώδες Εθνικό και από ένα αρκετά πια -πώς να το πει κανείς χωρίς να το προσβάλει- μανιερίστικο Θέατρο Τέχνης, που είχε φτάσει στο σημείο να επαναλαμβάνεται. Άρχισαν να βγαίνουν καινούργιοι τρόποι. Ένας από τους καινούργιους τρόπους ήταν και ο δικός μου. Και είχαμε την τύχη η ομάδα μου και εγώ να έχουμε αποδοχή. Θέλω να το σημειώσω: ήμουν εμπορικός όταν γέμιζε το Παγοποιείο του Φιξ; Φυσικά, ερχόταν κόσμος. Άρα ένας αντεργκράουντ καλλιτέχνης σε ένα σχεδόν κατεδαφισμένο εργοστάσιο, τέρμα Πατησίων, που ανέβαζε κόμικς, Ντε Φιλίππο, «Αγγέλα», και ήταν γεμάτο το θέατρο, είναι εμπορικός καλλιτέχνης, έτσι δεν είναι; Ας γελάσω! Αυτός λοιπόν ο καλλιτέχνης έτυχε να έχει αποδοχή από ένα συγκεκριμένο κοινό που διψούσε για ένα άλλο θέατρο. Αυτό μπορεί να έκανε σχολή -όχι προσωπική μου όμως, μια σχολή αυτής της γενιάς των καλλιτεχνών.

Είναι τυχαίο που φέτος θα δούμε τόσους «Μισάνθρωπους»;

Δεν είναι το έτος του Μολιέρου, είναι το έτος του Μισάνθρωπου! Τι να σου πω, δεν ξέρω, αναρωτιέμαι τι γίνεται. Φαίνεται ότι είναι ένα έργο που έχει πολλά να πει και δεν το ξέραμε. Είναι από τα αριστουργήματα του Μολιέρου, όπως και ο «Δον Ζουάν». Είναι από τα σύνθετα κείμενά του. Εμένα δεν με ενοχλεί το πολύ ανέβασμα. Μάλιστα πριν από χρόνια, όταν είχα γυρίσει από την Αγγλία, είχα αρχίσει να κάνω πρόβες στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», κι ανέβηκε στο θέατρο Εντοπία του Δοξιάδη για λίγες παραστάσεις. Παράλληλα το ανέβαζε και ο Μίνως Βολανάκης, που ήταν βέβαια η λάμψη η μεγάλη. Και προτείνω στον Βολανάκη: «Θέλετε στο θέατρο που θα παίξετε να παίζουμε κι εμείς δευτερότριτα το ίδιο έργο, αλλά με άλλη ματιά;». Με κοίταξε με ενδιαφέρον, και είπε ναι! Αλλά είναι ένα από τα σχέδια του Βολανάκη που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν.

Εμένα με ενδιαφέρει ο τρόπος που βλέπει το έργο ο καθένας. Με συγχωρείς που θα το πω και πάλι, γιατί είμαι εμμονικός σε αυτό: έχοντας τον Μισάνθρωπό μου, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, έναν ηθοποιό που έχει όλη την ενέργεια και την κωμικότητα, αλλά και ταυτόχρονα τον δυναμισμό για να μπορέσει να σατιρίσει το ρόλο. Τον «Μισάνθρωπο» όλοι τον ανεβάζουν με μια σοβαροφάνεια: ο Μισάνθρωπος εναντίον του συστήματος, ο Μισάνθρωπος απαξιώνει την υποκρισία και επιτίθεται κατά των υποκριτών. Ωραία όλα αυτά. Όμως ο Μολιέρος το σατιρίζει αυτό: πώς λέμε «Ο κατά φαντασίαν ασθενής»; Αυτός είναι ο κατά φαντασίαν «έχω πάντα δίκιο», ο κατά φαντασίαν «ακούστε με, γιατί θα σας σώσω». Λέει ότι μισεί τον κόσμο, αλλά λατρεύει τον εαυτό του. Ένας νάρκισσος, ένας δημαγωγός κατά βάθος. Όλοι το βλέπουν σοβαρά: όχι, παίζει ένα παιχνίδι ο Μολιέρος πάνω στην ποιότητα των πολυσπούδαστων ελίτ, που πιστεύουν ότι μόνο αυτοί έχουν δίκιο, οι πάντα «αντί»: «Δεν μου άρεσε, θέατρο είναι αυτό; Δεν θέλω αυτό, δεν μου αρέσει το άλλο». Γιατί, τι σου αρέσει; Δεν ξέρουνε! Πάντως ξέρουν πολύ έντονα τι δεν τους αρέσει! Αυτό το σχολιάζει ο Μολιέρος.

Δεν ξέρω προς τα πού θα πάνε οι άλλες παραστάσεις. η δικιά μας ξεχωρίζει στο ότι δεν φοβάται το έργο να είναι κωμωδία. Με βασικό όμως δίπολο τον έρωτα της Σελιμέν και του Αλσέστ, αυτό το αταίριαστο πάθος, την επιθυμία να ενωθούν, πού όμως δεν γίνεται -κάτι που στη ζωή το αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά. Είναι τόσο κτισμένοι στους εαυτούς τους που δεν μπορούν να παραχωρηθούν. Αυτό αφήνει μια πικρή γεύση στο τέλος, γαμώτο! Αλλά είναι μια μολιερική κωμωδία. Ο Μολιέρος δεν ήταν από τους προσφιλείς μου συγγραφείς. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχω ανεβάσει ποτέ. Πάντα πίστευα βλακωδώς ότι είναι μανιερίστας. Όταν όμως άρχισα να διαβάζω το κείμενο και είδα τι δύναμη έχει, και τι έχει τραβήξει με τον «Ταρτούφο» του με την αυλή… Αυτός ο θεατρίνος, ο άνθρωπος που ήταν για είκοσι χρόνια σε μπουλούκια, που ξέρει καλά το θέατρο… Τον αγάπησα σφόδρα και κατάλαβα μέσα από το «Μισάνθρωπο» όλο το υπόβαθρο. Το θέμα δεν είναι να ανεβάζουμε παραστάσεις με μολιερισμούς. Το θέμα είναι ποιος είναι ο Μολιέρος, και γιατί τώρα είναι ζωντανός. Είναι πολύ ουσιαστικός συγγραφέας. Ξέρει αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινη κατάσταση, ανθρώπινη ύπαρξη, ξέρει να την αναλύει, έχει τη δύναμη να την σατιρίσει, αλλά ταυτόχρονα βλέπει και όλη την απελπισία που κρύβεται από πίσω. Είναι μεγάλος συγγραφέας.

Γενικώς ο Μολιέρος έχει αντιμετωπιστεί περίεργα στην Ελλάδα. Συνήθως παραπαίζεται κωμικά, πολύς σουμπρετισμός, πολλή κομέντια. Αλλά ειδικά ο «Μισάνθρωπος» όντως παίζεται πιο σοβαρά. Είναι η εξαίρεση στον κανόνα.

Νομίζω ότι είναι μια παγίδα. Πέφτουν στη σοβαροφάνεια του Μισάνθρωπου. Το να λέει κανείς μεγάλα λόγια δεν σημαίνει ότι περνά στην πράξη. Εξάλλου, το ξέρουμε πολύ καλά αυτό, και στην πολιτική, αλλά και στη λογοτεχνία. Ο Μισάνθρωπος όπως τον αντιμετωπίζει η δικιά μας παράσταση, έχει ναρκισσιστική διαταραχή. Είναι βαθιά διαταραγμένος μέσα σε μια κοινωνία που δεν του αρέσει, αλλά βάζει τον εαυτό του πάντα μπροστά. Ορισμένες παραστάσεις θέλουν να το πουν ξεκάθαρα, και μάλιστα χρησιμοποιούν στο σκηνικό καθρέφτες: «στον καθρέφτη μου κοιτιέμαι και μονάχος μου αγαπιέμαι». Εγώ δεν μπορώ να τον δω σοβαρά. Έχω και τη διάθεση των κόμικς που κάθε σοβαροφανή κίνηση θέλω να την υποσκάψω.

Info:

Ζορμπάς | Από 19 Οκτωβρίου στο Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος

Ο Μισάνθρωπος | Από 25 Νοεμβρίου στο Θέατρο ΕΜΠΟΡΙΚΟΝ

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.