‘’Camera Obscura’’: Το ρίσκο για το όνειρο που οδηγεί σε έναν «σκοτεινό θάλαμο» με θέα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Camera Obscura

Συζητώντας με δύο νέους δημιουργούς, τον Φοίβο Οικονομίδη και τον Φώτη Τσώλη, που αποφάσισαν να ρισκάρουν για να ακολουθήσουν το καλλιτεχνικό όνειρο τους

Τι είναι πιο εύκολο, πιο απλό; Να επιλέξεις να περπατήσεις στον σκοτεινό και απρόβλεπτο δρόμο του άγνωστου ή να παραμείνεις εντός της γνώριμης ζώνης ασφαλείας σου; Το ρίσκο ή ο συμβιβασμός; Για τον Φώτη και τον Φοίβο ήταν πολύ δελεαστικό το να μην ρισκάρουν, το να μην σεβαστούν τα όνειρα τους, το να μην γυρίσουν αυτή την ταινία, ούτε και καμιά άλλη.

«Ήμασταν στα τελευταία έτη της σχολής και κάτι που μας ”έκαιγε” είναι ότι αντικειμενικά μπροστά μας ανοίγονται δύο δρόμοι: ο ένας είναι η δουλειά του ηλεκτρολόγου μηχανικού, η οποία είναι μια χαρά και καλοπληρωμένη, αν τα καταφέρεις και από την άλλη είναι η δουλειά της ασάφειας, ότι πάμε να κάνουμε κάτι καλλιτεχνικό και αυτό θα είναι η ζωή μας. Καταλήγουμε όμως ότι δεν γίνεται να μην ρισκάρεις και να κάθεσαι στην ασφάλεια σου, γιατί είναι λίγο πολύ σαν θάνατος. Θα το κοιτάμε σε 10, 20 χρόνια και θα λέμε μεγάλο λάθος», αναφέρει ο Φώτης Τσώλης.

Ο Φοίβος Οικονομίδης και ο Φώτης Τσώλης είναι δύο νέοι δημιουργοί, 23 και 24 χρονών, που από συμφοιτητές στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, κατέληξαν να κάνουν μαζί τα πρώτα τους βήματα στον καλλιτεχνικό χώρο και στην τρίτη τους συνεργασία κιόλας να κατακτούν μια θέση στο φετινό Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Θεσσαλονίκης με την ταινία τους “Camera Obscura“.

Από μικρή ηλικία και οι δύο είχαν την ανάγκη να αφηγούνται ιστορίες, να γράφουν, αλλά και να διαβάζουν οτιδήποτε έχει σχέση με τον κινηματογράφο, το θέατρο και τη μουσική. Τα τελευταία χρόνια συνειδητοποίησαν ότι η καλλιτεχνική φωνή που υπήρχε μέσα τους, έπρεπε να ακουστεί και να λάβει σταδιακά μία πιο επαγγελματική μορφή, όσους κινδύνους και αν ελλοχεύει αυτό. Ένα σενάριο ήταν η αφορμή για να χαραχτεί η γραμμή εκκίνησης για την κοινή τους πορεία.

«Ο Φοίβος είχε γράψει το πρώτο του σενάριο για μία ταινία μικρού μήκους, το “Subtle Art” και έψαχνε μουσικό. Έγραψα ένα δείγμα για να δω αν ταιριάζουμε, του άρεσε και κάπως έτσι ξεκίνησε η συνεργασία. Μετά είδαμε ότι είχαμε κοινό ενδιαφέρον το γράψιμο και το σινεμά και είπαμε ότι το επόμενο θα το κάνουμε μαζί. Ακολούθησε το “Lights”, μια μεγάλου μήκους. Και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ, στο Camera Obscura», σημειώνει ο Φώτης Τσώλης περιγράφοντας το ιστορικό της συνεργασίας τους.

Ποια ήταν η αφορμή για να αναπτυχθεί η ιδέα πίσω από αυτή τη δεύτερη δημιουργική τους απόπειρα μέσα από την ταινία μικρού μήκους;

«Θέλαμε να μιλήσουμε για τον φόβο που συνοδεύει την ύπαρξη και κυρίως την ύπαρξη ενός νέου ανθρώπου, ο οποίος έχει μπροστά του πολλά μονοπάτια να ακολουθήσει, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος της επιλογής κάθε φορά. Αυτό για μας ήταν κάτι προσωπικό και ειλικρινές, γιατί συνειδητοποιήσαμε ότι θα έπρεπε να ακολουθήσουμε μια πορεία που έχει τα ρίσκα της και που πιθανώς να μην είναι τόσο εύκολη όσο η διαδρομή που θεωρητικά είχαμε ξεκινήσει και οι δύο νωρίτερα. Οπότε μας φάνηκε ενδιαφέρον να μιλήσουμε για τον φόβο και την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να ζήσει με όποιον κίνδυνο, όποιο ρίσκο και όποιον πόνο συνοδεύει αυτή η απόφαση», εξηγεί ο Φοίβος Οικονομίδης. Και συνεχίζει: «Το αντιστρέψαμε αυτό και είπαμε ότι θα φτιάξουμε μια ταινία, η οποία θα εκφράζει οπτικά αλλά και μέσα από την ιστορία της τη δειλία και την απουσία της απόφασης. Για έναν άνθρωπο ο οποίος προτιμάει να μην αποφασίσει τίποτα, να ζει στο πουθενά, στην ασφάλεια, να την κυνηγάει, για να μην χρειαστεί να έρθει σε επαφή με τον πόνο της ύπαρξης».

Με οδηγό την ιστορία που ήθελαν να αφηγηθούν και με στοίχημα να περάσουν το μήνυμα τους και να καταφέρουν να «κρατήσουν» τον θεατή με τα λιγότερα δυνατά μέσα, άρχισαν σταδιακά να ενώνουν το παζλ του “Camera Obscura”.

Ένας σκοτεινός θάλαμος, ένα τραπέζι, μία λάμπα, δύο άνθρωποι. Ένα ατμοσφαιρικό θέαμα με κάποιες επιρροές από Sartre, Bergman και Tarantino. Ένα παιχνίδι με τις σκιές σε παράλληλο χρόνο με την πάλη του ανθρώπου απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος έχει τη μορφή ενός μυστηριώδους «Ξένου» με μία μάσκα. Η πίεση του καθρέφτη αφόρητη, οι αποκαλύψεις καταιγιστικές, αλλά στο τέλος η επιλογή είναι δική σου…

Τι δυσκολίες όμως μπορεί να ενέχει η υλοποίηση ενός τέτοιου είδους και ύφους εγχειρήματος από δύο νέους δημιουργούς;

«Η βασική δυσκολία είναι το οικονομικό. Χωρίς τους ανθρώπους που το στήριξαν όλο αυτό, δεν θα μπορούσε να γίνει σε καμία περίπτωση. Γενικά όταν είσαι ένας άνθρωπος που δεν έχει ένα εκτενές δείγμα γραφής και δεν έχει τα υλικά μέσα, είναι δύσκολο. Το να βρεις μια ομάδα, να βρεις το υλικό και οικονομικό υπόβαθρο∙ όλα αυτά καλείσαι να τα κάνεις μόνος σου. Αυτό που λέμε ανεξάρτητος κινηματογράφος έχει αυτή τη δυσκολία», τονίζει ο Φώτης Τσώλης.

«Αρχικά γράψαμε το σενάριο και η δεύτερη κίνηση που κάναμε ήταν να μιλήσουμε σε παιδιά και ηθοποιούς που γνωρίζουμε, από κύκλους διδακτικούς και να βρούμε άτομα που τους άρεσε το project. Αυτό που θέλουμε να πούμε, να θέλουν να το πουν μαζί μας. Κάπως έτσι χτίζεις έναν πυρήνα, μία βασική ομάδα», σημειώνει.

Και ο Φοίβος Οικονομίδης συνεχίζει: «Ξεκινήσαμε τις πρόβες για να είμαστε όσο πιο έτοιμοι γίνεται, επειδή δεν θα είχαμε πολλά λεφτά για την παραγωγή, το οποίο σημαίνει ότι δεν θα είχαμε πολλές μέρες. Κάναμε πρόβες για να είναι πλέον βίωμα στους ηθοποιούς οι σκηνές και ο ρόλος. Και ταυτόχρονα σιγά σιγά βάλαμε μπροστά το crowdfunding».

«Μαζεύτηκε ένα αρχικό budget, μιλήσαμε με κάποιες εταιρείες παραγωγής και μετά βρήκαμε τον Άλκη Σδούγκο, τον παραγωγό και τον Φώτη Μήτση, τον διευθυντή φωτογραφίας, οι οποίοι στήριξαν πολύ το project μαζί με τον Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, τον ηχολήπτη. Μετά το crowdfunding μπορούσαμε να κινηθούμε, να νοικιάσουμε εξοπλισμό, να βρούμε χώρο», υπογραμμίζει ο Φώτης Τσώλης.

Και κάπως έτσι έφτασε η ώρα του γυρίσματος. Μία απαιτητική διαδικασία διάρκειας 14 ωρών που όμως απέφερε «φεστιβαλικούς καρπούς» και το αποτέλεσμα δικαίωσε την ομάδα.

«Για το γύρισμα έπρεπε να είμαστε προετοιμασμένοι τέλεια, ώστε να βγει αυτό στη μία μέρα που μας δίνεται. Εκεί ήταν το άγχος. Δεν μπορούσαμε να χάσουμε στιγμή. Έπρεπε κάθε πλάνο, κάθε στιγμή να βγει και να βγει καλά και σε αυτό υπήρχαν πάρα πολλές μεταβλητές. Τελικά προφανώς και βγήκαμε λίγο εκτός ωραρίου στο γύρισμα. Η ανακούφιση που νιώσαμε όταν καταλάβαμε ότι τώρα γυρίσαμε το τελευταίο πλάνο και “είναι wrap”, δεν περιγράφεται», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φοίβος Οικονομίδης.

Συνεχίζοντας άνοιξε ο φεστιβαλικός κύκλος της ταινίας “Camera Obscura”, κάτι που και οι δύο θεωρούσαν μονόδρομο στο πλαίσιο του ανεξάρτητου τρόπου που δημιουργούν, αλλά και της βαθιάς επιθυμίας του καλλιτέχνη να μοιράζεται την τέχνη του. Το Camera Obscura βρέθηκε υποψήφιο στο Φεστιβάλ μικρού μήκους της Θεσσαλονίκης και στο Bucharest ShortCut CineFest.

«Ήταν ό,τι καλύτερο η αίσθηση, όταν μάθαμε ότι περάσαμε στους φιναλίστ των φεστιβάλ. Πιστεύαμε ότι είχαμε στα χέρια μας κάτι που μας εκφράζει και που ως ένα σημείο, όχι στο 100%, πέτυχε αυτό που θέλαμε ως προς το τι έχει να πει. Από τα στενάχωρα ζητήματα όμως ήταν, ότι δεν μπορούσαμε να πάμε στη Θεσσαλονίκη. Θέλαμε οπωσδήποτε να έρθουμε σε επαφή με ανθρώπους που αγαπάνε τον κινηματογράφο», αναφέρει ο Φώτης Τσώλης.

«Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη ήταν μεγάλη η χαρά μας. Προβλήθηκε online μαζί με άλλες πολύ καλές ταινίες της χρονιάς. Η επόμενη χαρά ήταν όταν έμπαιναν και το έβλεπαν φίλοι, γνωστοί και μη, και μας έλεγαν τις απόψεις τους για να δημιουργηθεί ένας υποτυπώδης διάλογος που κανονικά θα υπήρχε στους χώρους των αιθουσών στα αντίστοιχα φεστιβάλ. Ήταν πολύ όμορφο ακόμα και δεδομένων των συνθηκών. Πήραμε μια κάποια αναγνώριση για τη δουλειά μας», συμπληρώνει ο Φοίβος Οικονομίδης.

Παράλληλα με τη φεστιβαλική πορεία του Camera Obscura που δεν σταματά, ο Φώτης Τσώλης και ο Φοίβος Οικονομίδης συνεχίζουν τη δική τους καλλιτεχνική διαδρομή, κοινή και μη. Ο Φοίβος Οικονομίδης έχοντας εκδώσει φέτος το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Βορράς» βρίσκεται σε διαδικασία που γράφει το επόμενο, ενώ ταυτόχρονα σκέφτεται το αντικείμενο των μεταπτυχιακών σπουδών του. Ο Φώτης Τσώλης από την άλλη, «δουλεύει» ένα θεατρικό έργο με στόχο να το παρουσιάσει σε κάποια σκηνή της Αθήνας υπό κανονικές συνθήκες, έχοντας στο μεταξύ γίνει δεκτός στο Master Class θεάτρου του Ανδρέα Μανωλικάκη. Επίσης πειραματίζεται πάνω σε κάποια πρώτα δείγματα μουσικής για το προσωπικό του μουσικό project.

Η επικοινωνία τους σε δημιουργικό επίπεδο δεν παύει, όπως λένε, καθώς ήδη σχεδιάζουν την επόμενη δουλειά τους. Τα όπλα που έχουν από κοινού στη φαρέτρα τους είναι η ανάγκη να αφηγούνται ιστορίες και η διαρκής μελέτη πάνω στην τέχνη. «Θεωρώ ότι ένας καλλιτέχνης δεν πρέπει να σταματήσει να μελετάει ποτέ, είτε είναι 80 χρονών οσκαρικός σκηνοθέτης, είτε ειδικά αν είναι ένας άνθρωπος που ξεκινάει και είναι 25 χρονών», καταλήγει ο Φώτης Τσώλης.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.