Είναι μέρα σαν όλες τις άλλες. Ένα πρωινό που βρίσκομαι να περιστοιχίζομαι με εικόνες της σε άσπρο μαύρο, και τα χρώματα από τα εξώφυλλα και τους ήρωες των βιβλίων της. Μια ζωή σαν μυθιστόρημα με φόντο την ιστορία της Ελλάδας από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τη μεταπολίτευση μεχρι και λίγο πριν μας αποχαιρετήσει οριστικά πριν από τρία χρόνια τον Φεβρουάριο του 2020.
Βρίσκομαι στη μεγάλη αίθουσα του Μουσείου Μπενάκη που φιλοξενεί τη μεγάλη έκθεση «Άλκη Ζέη 1923 – 2020. Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης», ένα μεγάλο αφιέρωμα στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του «Λογοτεχνικού Έτους Άλκη Ζέη» που ανακηρύχθηκε το 2023 με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή της.
Έχει κάτι φωτεινό ο χώρος παρότι δεν υπάρχει παράθυρο. Είναι το φως της λαμπερής γυναίκας, είναι το φως των σελίδων που έγραφε άλλοτε στην Αθήνα και στη Μόσχα και στα καφέ του Παρισιού, το φως που ακτινοβολεί η μαγική ζωή αυτού του ανθρώπου.
«Το Παρίσι για μας που το ξέραμε από πριν δεν ήταν απλά μια μαγική πόλη, που ίσως δεύτερη δεν υπήρχε στον κόσμο. Ήταν μια πόλη ελεύθερη που μας έκανε να πονάμε ακόμα πιο πολύ που η δικιά μας η Αθήνα, κι όλη η πατρίδα μας, είχε χάσει την ελευθερία της. Αγωνιζόμαστε μ’ όλη μας την ψυχή να πείσουμε τους φίλους, τους γνωστούς, κι αν ήταν δυνατόν όλους τους Γάλλους, κι ολόκληρο τον κόσμο ακόμα, πως έπρεπε να φύγει από τη μικρή μας χώρα το πουλί με τα μαύρα φτερά που τη σκέπαζε, γιατί μόνο η ελευθερία της ταίριαζε. Η ελευθερία έτσι όπως την υμνούσαμε από τα θρανία του δημοτικού», γράφει στο βιβλίο της «Ο ψεύτης παππούς» και αυτή είναι η δική της προσωπική αλήθεια όπως την καταθέτει και τη μετουσιώνει σε λόγο μέσα από τους ήρωές της και σε όλα τα βιβλία της.
Μέσα από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, και ντοκουμέντα ξετυλίγεται η ζωή της και μαζί ολόκληρη η αναταραχή μιας Ελλάδας που αναζητά την ταυτότητα και τα πατήματά της, μαζί και μια παρέα πνευματικών θηρίων όλοι τους πια έχουν φύγει μα το αποτύπωμά τους μεγάλο, αδιαμφισβήτητο.
Μεγάλες ασπρόμαυρες φωτογραφίες με όλους τους εκλεκτούς και πολύαγαπημένους συνοδοιπόρους της, σε φόντο τα μέρη και οι σταθμοί της μυθιστορηματικής ζωής της. Οι γονείς της, ο Ζήνων και η Έλλη Σωτηρίου στο πρώτο τους σπίτι στην Οδό Κέας, η πολυαγαπημένη αδελφή της η Λενιώ, η επιστήθια φίλη της Ζωρζ Σαρή στο Γυμνάσιο θηλέων και μετέπειτα στη Σχολή Αηδονοπούλου, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, η Διδώ Σωτηρίου, η Μελίνα Μερκούρη, η Ξένια Καλογεροπούλου, ο Κάρολος Κουν, ο Μίκης Θεοδωράκης.
Όλοι παρόντες για να την τιμήσουν φορώντας τα καλύτερα χαμόγελά τους, εκείνη τη στιγμή που θα κάνει το κλικ η μηχανή και θα παγώσουν για πάντα στον χρόνο, όλοι τους αθάνατοι. Ένας τοίχος που μοιάζει με αφιέρωμα στην πνευματική διασπορά της χώρας μας.


«Η Μελίνα (Μερκούρη) ήταν πολύ πιστή στους φίλους της, για αυτό και δεν συγχωρούσε την απιστία. Ο Κάρολος (Κουν) ήταν ανεπανάληπτος. Μέσα στην κατοχή έφερε ολόκληρο το αμερικάνικο θέατρο. To μετέφραζε ο άντρας μου και το έβαζαν να είναι Ισπανού συγγραφέα μήπως και περάσει από τη λογοκρισία. Την Ξένια (Καλογεροπούλου) την έχω παντρέψει έχουμε σπίτια στις Μηλιές. Είναι τόσο όμορφη η θέα εκεί. Φέτος κατέβηκα με μεγάλη δυσκολία για αυτό και δήλωσα ότι θα ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που θα πάω στις Μηλιές. Και επειδή και οι δυο μας δυσκολευτήκαμε στα καλντερίμια, της είπα: Ξένια από του χρόνου θα βρισκόμαστε στο skype», μου είχε πει όταν συναντηθήκαμε στο διαμέρισμά της για να μιλήσουμε με αφορμή το βιβλίο της «Ένα παιδί από το πουθενά».
Με αφορμή το Κουκλοθέατρο στη σχολή Αηδονοπούλου που θα την ενθουσιάσει και έπειτα από παρότρυνση της καθηγήτριάς της θα γράψει για πρώτη φορά, «αν και όχι δυνατή στην έκθεση όσο η αδελφή της η Λενούλα», όπως θα μοιραστεί στην ξενάγηση η Σίσσυ Παπαθανασίου, προϊσταμένη Διεύθυνσης Γραμμάτων του ΥΠΠΟΑ που μας κάνει την ξενάγηση, θα γράψει τελικά το πρώτο της κείμενο. Μάλιστα με αυτό το κείμενο θα γεννηθεί και ο ήρωας Κλούβιος.
«Τότε δεν ήξερα καν τι σημαίνει συγγραφέας. Αλλά η αδελφή μου ήταν φλύαρη και δεν μου άφηνε θέση, σκέφτηκα λοιπόν ό,τι περνάει από το μυαλό μου να αρχίσω να το γράφω. Και τότε ήρθε η θεία μου, η Διδώ Σωτηρίου και μου είπε ότι αυτό είναι η συγγραφή. Τις σκέψεις σου να μπορείς να τις γράφεις. Με ενθάρρυναν και οι δάσκαλοι του σχολείου, έγραφα για το χρονογράφημα του σχολείου και έτσι κάπως ξεκίνησαν όλα. Από μια διάθεση να εκφραστώ».
Συγγραφέας από μικρή κιόλας ηλικία, η Άλκη Ζέη κατάφερε, με ένα μοναδικό τρόπο, να διηγηθεί εμπειρίες από την πολυτάραχη και αγωνιώδη συχνά ζωή της, πλεγμένες αριστοτεχνικά με μυθοπλαστικά στοιχεία, ταυτισμένες με τη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κράτους, τις πολιτικές αναταραχές, τις ρήξεις, τους διωγμούς, περνώντας παράλληλα ισχυρά μηνύματα για σημαντικά, διαχρονικά θέματα, χωρίς ίχνος διδακτισμού, με αρκετές δόσεις χιούμορ.
«Όταν άρχισα να γράφω δεν ήξερα ότι έγραφα για παιδιά. Όταν άρχισα να γράφω το Καπλάνι της βιτρίνας το έκανα, γιατί ήθελα να διηγηθώ στα παιδιά μου για το πώς μεγάλωσα εγώ με την αδελφή μου. Πάντα ιστορίες από τη ζωή μου τους έλεγα. Ποτέ παραμύθια. Τότε ήμασταν πολιτικοί πρόσφυγες στη Μόσχα και ήθελα τα παιδιά μου να μάθουν για την Ελλάδα. Δεν ήθελα να τους λέω παραμύθια και έτσι άρχισα να τους λέω για το τι έκανα εγώ και η αδελφή μου. Και όταν τελείωσα και το έστειλα στην Ελλάδα, και ο εκδότης δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν και έγραψε πως είναι βιβλία για νέους.
Τότε δεν είχαν συνηθίσει βιβλία που να μιλάνε για δικτατορία. Κυνηγήθηκε πολύ το βιβλίο. Μετά τη μεταπολίτευση πήρε την κανονική του θέση. Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι έκανα πολιτική. Έγραφα για τα παιδικά μου χρόνια. Πάντα ήθελα να γυρίσω. Και πάντα έφευγα» μου αναφέρει σε εκείνη την πρωινή μας συνάντηση και ξανά θα θυμηθώ σήμερα στεκόμενη μπροστά στον μεγάλο κατακίτρινο, ζεστό τοίχο με τις σπουδαίες της κουβέντες φόντο στο ξύλινο γραφείο της που έχει μεταφερθεί από το σπίτι της με τα μολύβια της φάμπερ, το καπλάνι και τη φωτογραφία του αγαπημένου της Γιώργου.
Πρώτο της μυθιστόρημα είναι το «Καπλάνι της βιτρίνας» (1963), έργο σχεδόν αυτοβιογραφικό, εμπνευσμένο από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο. Ακολουθεί μια σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά, και το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο για μεγάλους, «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Το 2013 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό της έργο «Με μολύβι Φάμπερ Νούμερο Δύο» και το 2017 το «Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;».
Η λίστα όμως είναι μεγάλη και θα χωρέσει όλη με έναν μοναδικό τρόπο σε αυτό τον περίπατο, στον περίπατο της Αλκης, ανάμεσα στα εξώφυλλα όλων εκείνων των πρώτων εκδόσεων αλλά και σε όλων εκείνων που θα μεταφραστούν στο εξωτερικό.
Πόσο γεμάτη και υπέροχη ζωή… δεν χωράει ολόκληρη σε κανένα βιβλίο. Ίσως έπρεπε να γίνει ταινία σκέφτομαι και το λέω αμέσως δυνατά. «Έχω γράψει εν μέρει την αυτοβιογραφία μου με την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα και μετά στο Με μολύβι Φαμπέρ νούμερο δύο σταμάτησα στο ‘45 γιατί σκέφτηκα ότι τα υπόλοιπα τα έχω ήδη πει. Όταν κυκλοφόρησε η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, όλοι οι κινηματογραφιστές ήθελαν να την πάρουν για να γίνει ταινία. Και μου πρότειναν χιλιάδες υποψήφιες πρωταγωνίστριες. Αν μου φέρεις τη Μέριλ Στριπ θα στο δώσω τους έλεγα. Ήταν η μόνη που θα μπορούσε να κάνει κάποια στα 18 και στα 45 της».
Και η ταινία υπάρχει και προβάλλεται σε αυτή την έκθεση. Μια ταινία-ντοκιμαντέρ «Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης», ένας κινηματογραφικός περίπατος στη ζωή και στο πλούσιο συγγραφικό της έργο σε σκηνοθεσία Μαργαρίτας Μαντά και σενάριο της Μαργαρίτας Μαντά σε συνεργασία με τον Πέτρο Σεβαστίκογλου, γιο της Άλκης Ζέη.
Στο κέντρο του χώρου ξεχωρίζει το κατακόκκινο μικρό αμφιθέατρο που έχει δημιουργηθεί, πρόσκληση για συζητήσεις και αναγνώσεις. Τα σχολεία ήδη οργανώνουν επισκέψεις στην έκθεση και τα παιδιά κυριολεκτικά βουτάνε στον μαγικό της κόσμο με την ίδια λατρεία που έκαναν και οι προηγούμενες γενιές.
Πλούσιο και το πρόγραμμα εκδηλώσεων που έχει προγραμματιστεί για το επόμενο διάστημα στο εξωτερικό με πρώτη στάση την έκθεση στην Μπολόνια, ενώ ακολουθεί η Κωνσταντινούπολη και τη συγκέντρωση όλων των ομογενειακών σχολείων στο Ζωγράφειο Λύκειο, η έκθεση βιβλίου στο Παρίσι και στο Λονδίνο με την Άλκη Ζέη πρωταγωνίστρια, πρέσβειρα της ελληνικής λογοτεχνίας να ενώνει συλλογικές μνήμες.
Την επιμέλεια της έκθεσης, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Απριλίου, υπογράφει η Σίσσυ Παπαθανασίου και τον σχεδιασμό η Μαρία Στέφωση.