Αλεξάνδρα Αϊδίνη: «Η τέχνη έχει τα όπλα που μπορούν να μαλακώσουν την ψυχή και να μας φέρουν πιο κοντά στον εαυτό μας»

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη μιλάει στο ελc για τις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, έναν «ύμνο στη συν-ύπαρξη» απέναντι σε ένα τώρα που όλοι μας ζούμε έγκλειστοι στους δικούς μας κόσμους

Φωτογραφίες: © Χρήστος Συμεωνίδης

4 καλοκαιρινές βραδιές που όλα είναι στο φως σαν να είναι μέρες αλλά ταυτόχρονα και μια μονάχα στιγμή από αυτές τις σπάνιες, σχεδόν μαγικές που δύο άγνωστοι μέσα στη μοναχικότητά τους συναντιούνται, ανοίγουν την ψυχή τους, μοιράζονται τη χαρά αλλά και τη θλίψη, την ελπίδα και την απογοήτευση. Είναι ο εαυτός τους. Και στο τέλος αναρωτιέσαι. Αξίζει;

Συναντώντας ξανά μετά από χρόνια τη Νάστινκα και τον Ονειροπόλο στις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη πιστεύει ότι «όταν συνδεθείς με τα έργα των μεγάλων συγγραφέων αισθάνεσαι σαν να ζουν μέσα σου», ενώ κοιτάζοντας αυτόν τον «ύμνο στη συν-ύπαρξη» απέναντι σε ένα τώρα που όλοι μας ζούμε έγκλειστοι στους δικούς μας κόσμους, θέλει να βλέπει μια αέναη πάλη προς το φως χτίζοντας γέφυρες μέσα από τα πάθη, τη βία και την πτώση, όπως ακριβώς και οι ήρωες των κλασικών: «Ναι είναι δύσκολο, είναι επίπονο, αλλά εντέλει είναι τρομερά απελευθερωτικό».

Ύμνος στη συν-ύπαρξη

Είναι ένα έργο που το ερωτευτήκαμε από την αρχή, πριν 12-13 χρόνια που το πρωτοπαίξαμε με τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη στο θέατρο Αλκμήνη και θέλαμε με νέα ματιά να το δουλέψουμε ξανά. Είναι από αυτά τα κείμενα που έχουν τέτοιο βάρος, παρόλο που είναι από τις πρώτες νεανικές νουβέλες του Ντοστογιέφσκι, τέτοια πυκνότητα σε νοήματα και σε συναισθήματα, που όσο μεγαλώνεις μπορείς να δεις πιο πολλά. Η ματιά είναι πιο διεισδυτική τώρα και η ψυχή πιο ανάλαφρη, γιατί το πιάσαμε πιο άφοβα, δεν φοβηθήκαμε το χιούμορ του, τη φρεσκάδα του. Το θέατρο απαιτεί και μια ζωντάνια και ένα παιχνίδι.

Είναι δύο άνθρωποι που συναντιούνται και ξετυλίγουν ο ένας στον άλλον ολόκληρη τη ζωή τους, την ιστορία τους και μοιράζονται το είναι τους σε 4 βραδιές καλοκαιρινής νύχτας στην Αγία Πετρούπολη, όπου τέτοια εποχή είναι όλα στο φως σαν να είναι μέρα. Είναι ένα έργο – ύμνος στη συνύπαρξη.

Με συγκίνησε το γεγονός ότι συναντάμε σε αυτό πρώιμα σχεδιάσματα των ηρώων που θα βρούμε μεταγενέστερα στα έργα του πιο ολοκληρωμένα, μια στιγμή που γράφει και ο ίδιος λίγο πιο απενοχοποιημένα ως νεότερος. Οπότε γεννιέται η ιδέα αυτού του ανθρώπου του ονειροπόλου, που δεν έχει ποτέ όνομα και ίσως μετά να γίνει ένας Μίσκιν, να γίνει ο άνθρωπος που μιλάει στο «Όνειρο ενός γελοίου», που ουσιαστικά είναι ένας άνθρωπος που ζει σε μία άπλετη μοναξιά, σε μια αγωνία υπαρξιακή, σε μια διαρκή, αθώα παρατήρηση του κόσμου, την οποία ο ίδιος μετουσιώνει με τη φαντασία του και ζει μόνος τους μέσα σε αυτή φτιάχνοντάς την, διανθίζοντας την και ταξιδεύοντάς μέσα στα όνειρά του. Έχει τρομερή ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, θα τα θυσιάσει όλα για την αγάπη, εντελώς αθώα σαν ένα μικρό παιδί. Ο Ονειροπόλος είναι αυτός ο άνθρωπος ο ιδεαλιστής που η σύγκρουσή του με την πραγματικότητα είναι ολέθρια, αλλά και από αυτή μαθαίνει και στο τέλος, ξέρει πως να την ταξινομήσει μέσα του και να την αφομοιώσει, να την κάνει ένα αισιόδοξο μήνυμα. Η Νάστινκα είναι η πραγματικότητα, το ένστικτο της επιβίωσης, ένας άνθρωπος που νιώθει και σαρώνει με ό,τι νιώθει και με τον τρόπο της προσπαθεί και η ίδια να απελευθερωθεί, να υπάρξει, να βρει τον εαυτό της.

Μέσα από τη συνάντησή τους που επαναλαμβάνεται στα χρόνια του ιδεατού και του πραγματικού, φαίνεται το πόσο το ένα χρειάζεται το άλλο, πόσο παίρνουμε ρόλους και πόσο στην αγάπη πάντα με έναν τρόπο θέλουμε κάτι άλλο από αυτό που παίρνουμε και γινόμαστε πάρα πολύ σκληροί. Διαβάζοντάς το οι μισοί βρισκόμαστε στη θέση του ενός και οι μισοί στη θέση του άλλου. Όλα αυτά τα θέματα που αγγίζει ο Ντοστογιέφσκι και που είναι τέλος 19ου με αρχές του 20ού αιώνα, είναι τόσο πυρηνικά. Αυτοί οι δύο υπάρχουν μαζί απλά μιλώντας και παρηγορώντας ο ένας τον άλλον και δίνοντας τρομερή χαρά, ελπίδα, κουράγιο, απογοήτευση και εντέλει και θλίψη, αλλά όλα αυτά είναι μέσα στη ζωή και συμπυκνώνονται σε μια στιγμή -γιατί μιλάμε για 4 νύχτες, θα μπορούσε να είναι και μια στιγμή- και η ερώτηση είναι αν όλο αυτό αξίζει έστω για ολόκληρη τη ζωή, αν αξίζει για τη ζωή ενός ανθρώπου και να πονέσει και να αγαπήσει και να δεθεί και πόσο αυτό μας λείπει τελικά.

Μια ολόκληρη στιγμή απόλυτης ευτυχίας αρκεί;

Αυτή η ερώτηση που έρχεται στο τέλος μου δίνει την αίσθηση ότι θες πας εκεί έξω και να βρεις κάποιον. Είναι μια μικρή Ιθάκη στο τέλος του έργου. Είχα βρει κάποια στιγμή σε ένα παγκάκι γραμμένο με στένσιλ «βρες κάποιον που να του μιλάς και να σου μιλάει». Αυτό. Τώρα αν αξίζει ή δεν αξίζει είναι ρητορικό το ερώτημα από εκεί και πέρα είναι που σε πάει. Το πώς τελειώνει αυτή η ιστορία, που δεν είναι και τόσο αναμενόμενο, λίγη σημασία έχει αν το καλοσκεφτείς σε αυτό που έχει διακυβευτεί και έχει ανακινηθεί μέσα τους. Είναι δύο άνθρωποι που μαζί μπορούν να είναι ο απόλυτος εαυτός τους, απελευθερώνονται, ονειρεύονται. Πρόσφατα μου είπε κάποιος ότι είναι σαν να υπνοβατούν μαζί, επειδή ονειρεύονται πολύ και είναι σαν δύο υπνοβάτες σε απόλυτη εγρήγορση και μετά ξυπνάνε σε έναν κόσμο, αλλά αυτό το όνειρο νομίζω ότι καθορίζει ολόκληρη την ύπαρξη και τη δική τους και τη δική μας, όταν με έναν τρόπο τους έχουμε συναντήσει και τους έχουμε βρει μέσα μας. Πολλές φορές αυτό συμβαίνει και με έναν άγνωστο, εκεί που όλοι οι γνωστοί έχουν προσδοκίες, προβάλλουν σ’ εσένα πράγματα, όσο και να σε αγαπάνε ίσως ένα λευκό χαρτί ξαφνικά μπορεί να είναι όπως είναι η κουφάλα του δέντρου που φωνάζει το μυστικό σου και τελικά το χτίζουμε μαζί, κρατάμε ένα σκορ ανταλλαγής και μοιράσματος.

Συζητώντας με κάποιους φίλους και προσπαθώντας να βρούμε μια λύση σε μια συναισθηματική κατάσταση καταλήξαμε να συμφωνήσουμε όλοι σε αυτές τις κλισέ φράσεις του τύπου «ονειρέψου σαν να είναι να ζήσεις για πάντα και ζήσε σαν να είναι να φύγεις αύριο». Θέλω να πω ότι δεν μπορείς να προγραμματίσεις όσον αφορά το ψυχικό και συναισθηματικό επίπεδο, καμιά φορά ακόμα και το επαγγελματικό. Δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα, δεν μπορούμε να μην αφουγκραστούμε τι συμβαίνει δίπλα μας και τι μας λέει ο άλλος άνθρωπος, ούτε τον εαυτό μας να βάλουμε πίσω, αλλά κάθε στιγμή αναμετριέσαι με αυτό που έχεις απέναντί σου σε σχέση με αυτό που είσαι εσύ, γιατί η στιγμή είναι το τώρα και αν της δώσεις προσοχή και δεν είσαι αλλού, στο αύριο, στο χθες και στο πώς θα ήθελες να είναι, έχεις πραγματική δυνατότητα να επέμβεις σε αυτό που ζεις πραγματικά, να το κουβαλήσεις σαν αποσκευή και όχι σαν κάτι που περνάει χωρίς να αφήσει το αποτύπωμά του. Φυσικά μετράει η στιγμή, εντάξει είναι πολύ κλισέ ”carpe diem”, αλλά δεν είναι τυχαίο… οπότε αν μπορούμε πραγματικά να αφουγκραστούμε τον εαυτό μας στη στιγμή που βρίσκεται και τον άλλον πλάι μας χωρίς τις χιλιάδες προβολές, είμαστε πιο λειτουργικοί, πιο δυνατοί, αν και μέσα στην αδυναμία μας πιο ειλικρινείς.

Μια πάλη είναι προς το φως που θέλω να βλέπω και μας δείχνουν αυτοί οι μεγάλοι συγγραφείς μέσα από τους ήρωες τους με όλα τους τα πάθη, την πτώση και τη βία. Προς τα εκεί θέλω να βλέπω, άσχετα αν και εγώ χάνω στιγμές, σκέφτομαι άλλα, σχεδιάζω πράγματα, νομίζω ότι μπορώ να ελέγξω τον άλλον άνθρωπο και άλλα τέτοια. Ναι είναι δύσκολο, είναι επίπονο, αλλά εντέλει είναι τρομερά απελευθερωτικό γιατί έτσι είναι η ζωή, σε μια στιγμή μπορεί να χαθούν τα πάντα, εκεί που είσαι πάνω να είσαι κάτω, ενώ αν κλείσεις κάτι για να είσαι πιο ασφαλής, χάνεις τόσα πολλά, χάνεις πάρα πολλές δυνατότητες ρίσκου, έρευνας και ανακάλυψης.

Σε ένα απρόσωπο τώρα…

Σήμερα είμαστε όλοι τρομερά καχύποπτοι, ζούμε σε εποχές που άλλα μέσα κάνουν τη δουλειά για μας. Κρυβόμαστε πίσω από αυτά, φτιάχνουμε μια άλλη εικόνα, είναι χιλιάδες τα εμπόδια μέχρι να συναντηθούμε και να κοιτάξουμε τα μάτια των άλλων, να μιλήσουμε πραγματικά άφοβα και μάλιστα ακόμα και τότε αναρωτιέται η Νάστινκα: «γιατί να μην είμαστε σαν αδέρφια, να μην μπορούμε να πούμε τώρα αυτό που νιώθουμε στην καρδιά μας, όταν ξέρουμε ότι μας ακούει κάποιος και τα λόγια μας δεν πάνε στον αέρα». Όλοι θέλουν να δείχνουν σκληρότεροι απ’ ότι είναι μήπως και προσβάλουν ή προδώσουν τα αισθήματά τους, αν τα φανερώσουν κατευθείαν. Το οχυρό που φτιάχνουμε από τότε, τώρα ευνοείται και γίνεται αλεξίσφαιρο, οπότε κάπου εκεί έρχεται και η τέχνη, το θέατρο, η μουσική, τα βιβλία, που έχουν τις σφαίρες και τα όπλα που μπορούν να διαπεράσουν, να μαλακώσουν την ψυχή και να μας φέρουν πιο κοντά στον εαυτό μας, γι’ αυτό είναι και τόσο ζωτικά και παλεύουμε για αυτά, αλλιώς θα χαθούμε πίσω από τείχη και θα χάσουμε την ουσία που μας κάνει ανθρώπους, που είναι να μπορούμε να νιώσουμε, να σκεφτούμε και να χρησιμοποιήσουμε τη λογική και το συναίσθημά μας σε ίσες ποσότητες σε συνδυασμό με τους άλλους, σε μία συνύπαρξη συνειδητή που είναι πέρα από την επιβίωση, προς κάτι που εξελίσσεται και προοδεύει με έναν τρόπο.

Βλέπουμε τα πράγματα πιο σύνθετα απ’ ότι είναι γιατί είναι και ένας τρόπος να περιχαρακωθείς και πάλι. Είμαστε όμως και πιο σύνθετοι, βομβαρδιζόμαστε από χιλιάδες πληροφορίες σκέψεις, προβληματισμούς, διλήμματα, ζούμε σε πόλεις, σε κουτιά απομονωμένοι μακριά από τη φύση και το μυαλό μας έχει υπερισχύσει του σώματος, του ενστίκτου, της ανάγκης, του αγγίγματος. Όλοι μας όπως και αυτοί οι δύο ζουν έγκλειστοι σε κάποιους κόσμους και τελικά φτιάχνουν μια μικρή γέφυρα συνάντησης. Οπότε όλο το πράγμα είναι εκεί, δεν είναι ότι έχει φύγει και θα είναι πάντα εκεί. Αυτό μας κινεί απλά πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να το κρατάμε ζωντανό και να μην μας τρομάζει.

Info:

Λευκές Νύχτες | θέατρο Φαργκάνη

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.