“AIR” του Μπεν Άφλεκ: Μπες για λίγο στα παπούτσια μου

Τελικά το “Αir” πάει όσο καλά μπορείς να περιμένεις να πάει και μάλλον ακόμα καλύτερα

1984, η κολεγιακή χρονιά τελειώνει, γίνονται τα ντραφτ για την επόμενη σεζόν του NBA, oι εταιρείες κολοσσοί των αθλητικών ειδών πρέπει να αποφασίσουν ποιοι παίκτες θα φοράνε και θα διαφημίζουν τα παπούτσια τους. 1984, η Νike έρχεται τρίτη και καταϊδρωμένη στο μερίδιο αγοράς αθλητικών παπουτσιών, έχοντας τόσο πενιχρές επιδόσεις σε μπασκετικά παπούτσια που σκέφτεται να κλείσει εντελώς το τμήμα μπάσκετ της. Πουλούσε κυρίως παπούτσια για τζόκινγκ, δεύτερη ερχόταν η Converse, παπούτσια της οποίας φορούσαν τα μεγαλύτερα εκείνη την εποχή ονόματα του μπάσκετ, ενώ πρώτη και κυρίαρχη ήταν η Adidas που ήταν η κουλ μάρκα, την οποία όλοι οι πιτσιρικάδες ήθελαν να φοράνε σε φόρμες και παπούτσια. 

Σήμερα όλα γύρω από την καριέρα που θα έκανε ο Μάικλ Τζόρνταν μοιάζουν αναδρομικά σαφή, ξεκάθαρα, αυτονόητα. Το 1984 όμως δεν ήταν. Ό,τι γίνεται σαφές στην πορεία δεν είναι σαφές από την αρχή. Ο Τζόρνταν είναι νούμερο 3 στα ντραφτ, πιο πάνω απ’ αυτόν ο Χακίμ Ολάζουον και κάποιος Σαμ Μπούι. Φυσικά και είχε από τότε πάρα πολλές προοπτικές, φυσικά και ήταν από τότε καυτό όνομα, αλλά ως εκεί. 

Το μπάτζετ του τμήματος μπάσκετ της Νike είχε μειωθεί, πρόβλημα πρώτο, ο Τζόρνταν δεν ήθελε ούτως ή άλλως με τίποτα να πάει στη Nike, πρόβλημα δεύτερο. Στο ξεκίνημα του “Αir” συναντάμε τον ήρωα που ενσαρκώνει ο Ματ Ντέιμον, στέλεχος της εταιρείας που είναι μέγας γνώστης του μπάσκετ, να παρακολουθεί αγώνες σχολικού μπάσκετ και μετά να πηγαίνει να τζογάρει. Παίζει αγώνες μπάσκετ στο στοίχημα και κερδίζει, παίρνει τα κέρδη και τα παίζει στη ρουλέτα, ξανακερδίζει, τα ξαναπαίζει στη ρουλέτα, χάνει. Δεν θα ασχοληθούμε με την κυριολεκτική τζογαδόρικη φύση του στη συνέχεια της ταινίας, αλλά θα τον δούμε να τζογάρει και να ρισκάρει τα πάντα, τη δουλειά του και πιθανώς τη δουλειά κι όλων των συνεργατών του στο τμήμα μπάσκετ, προκειμένου να ανατρέψει τα δεδομένα και να φέρει τον Τζόρνταν στη Νike. Και ξανά: όχι τον Τζόρνταν που ξέρουμε σήμερα ποιος αποδείχθηκε ότι είναι, τον Τζόρνταν που ακόμα δεν είχε μισή συμμετοχή σε αγώνα NBA. Και μπορεί να είναι πολύ πειστικός στο τι προοπτικές βλέπει πάνω στον Τζόρνταν, από την άλλη μαθαίνουμε κι ότι τις προηγούμενες χρονιές πόνταρε σε παίκτες που δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. 

Όχι, τίποτα δεν είναι σαφές από την αρχή. Στη συνάντηση με τους επιτελείς της Converse η μητέρα του Τζόρνταν ρωτάει: έχετε ήδη τον Μάτζικ, τον Λάρι Μπερντ, τον Τζούλιους Έρβινγκ, τι θέση μπορεί να έχει το παιδί μου στην εταιρεία σας; Μα τι μεγαλύτερη τιμή απ’ το να αναφέρεται το όνομά του δίπλα στον Μάτζικ, τον Μπερντ και το Ντόκτορ Τζέι, της απαντούν. Αν μπορούσαμε να μπούμε στο μυαλό του στελέχους που δίνει την απάντηση, μάλλον θα σκεφτόταν κάτι του στυλ «Άκου τι παπαριές φτάνω να πω, ξιπασμένο κωλόπαιδο, που σου τάζουμε να είσαι στην ίδια σειρά μαζί τους». Στο τέλος της καριέρας του ο Τζόρνταν όντως δεν μπορούσε να μπει στην ίδια σειρά μαζί τους, όχι γιατί δεν μπόρεσε να φτάσει στο ύψος τους, αλλά γιατί το ξεπέρασε, καθώς έγινε μόνο ο καλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, αλλά ίσως και ο καλύτερος αθλητής όλων των εποχών.

Οι προοπτικές είναι ένα πράγμα και η πορεία που ακολουθείς μετά ένα πολύ διαφορετικό. Οι προοπτικές είναι αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι από μόνη της ικανή. Το τι μεσολαβεί μετά, το τι κάνεις με τις προοπτικές που έχεις, κάνει τελικά όλη τη διαφορά. Κι αυτό απλά για να φτάσεις στην κορυφή. Γιατί, όπως λέει στο “Αir” ο Ντέιμον, όσο θέλουν οι Αμερικάνοι (κι όχι μόνο αυτοί) να ανεβάζουν κάποιους στο βάθρο και να τους ειδωλοποιούν, άλλο τόσο ηδονίζονται στη συνέχεια να τους κατεδαφίζουν. Η παραμονή στην κορυφή, η αντοχή στην κορυφή, η αντοχή στην κατεδάφιση, η επιστροφή στην κορυφή, απαιτεί ακόμη πιο σπάνια ψυχοπνευματικά υλικά. 

Μπορείς να κάνεις μια ταινία για μια εμπορική συμφωνία; Για ένα συμβόλαιο διαφήμισης αθλητικών παπουτσιών, ακόμη κι αν μιλάμε για τα Air Jordan, που έγιναν κάτι πολύ περισσότερο από απλά παπούτσια, αλλά σύμβολο μιας ολόκληρης κουλτούρας και μιας ολόκληρης εποχής; Ο Μπεν Άφλεκ αποδεικνύει πως μπορεί. Γιατί ως ηθοποιός μπορεί να μην έσκισε ποτέ από ταλέντο, αλλά κάθε φορά που βρισκόταν πίσω από την κάμερα τη δουλειά του την έκανε από καλά ως εξαιρετικά, απ’ το “Gone Baby Gone” ως το “The Town” κι από το “Argo” μέχρι τον “Νόμο της Νύχτας”. Πολύ καλά την είχε κάνει και γράφοντας το σενάριο του “Good Will Hunting” μαζί με τον Ματ Ντέιμον και σκέφτεσαι ότι τους βλέπεις σε μια ταινία που ασχολείται με σταρ τού όχι πολύ μακρινού παρελθόντος, ενώ τους πρωτοείδες κι αυτούς μαζί στον κινηματογράφο πριν 25 χρόνια.

Ο σκηνοθέτης Άφλεκ αφηγείται την ιστορία του πατώντας σταθερά πάνω στο μοντάζ του Γουίλιαμ Γκόλντμπεργκ, από τις νοσταλγικές εικόνες των τίτλων αρχής ως τον τρόπο που εμφιλοχωρούν στιγμιότυπα από την καριέρα του Τζόρνταν, και κυρίως το σενάριο του Άλεξ Κόνβερι που είναι παλιάς και μαζί καλής κοπής. Ο Κόνβερι κατορθώνει και χωράει μέσα του από ιστορίες για την περίφημη ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (Ι have a dream), μέχρι το περίφημο σλόγκαν της Νike (Nίκη δηλαδή) “Just Do It” (που είναι, λέει,  μια φράση που είπε μελλοθάνατος πριν εκτελεστεί) μέχρι την παρεξήγηση για τους στίχους του “Born in the USA”, μιλά για τη διαφορά των ανθρώπων που το δικό τους ρίσκο δεν έχει καθόλου το ίδιο κόστος με το ρίσκο των άλλων, μιλά για τη ματαιοδοξία και την ανασφάλεια των ισχυρών («Νομίζω ότι κι εγώ έχω κάνει κάτι για να με θυμούνται, ε;»), παρουσιάζει την υπέροχη αντίστιξη του πιο αθλητικού αθλητή με έναν τύπο όχι απλά μηδενικά αθλητικό αλλά και με έναν τύπο που έβρισκε επίπονο και κυρίως μάταιο να κουνήσει το ένα ποδάρι μετά το άλλο και να τρέξει πέντε μέτρα.

Δίπλα στα λευκά αγόρια που παίζουν παραλλαγές της περσόνας τους τον Ντέιμον, τον Άφλεκ, τον Tζέισον Μπέιτμαν, τον Κρις Μεσίνα,  η Βαϊόλα Ντέιβις κλέβει με τα ελάχιστα την υποκριτική παράσταση. Στις λίγες σκηνές που εμφανίζεται ο νεαρός Μάικλ Τζόρνταν στην ταινία, δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπό του ηθοποιού που τον υποδύεται. Σε έναν ενδεχομένως βλάσφημο και πιθανότατα άκυρο συνειρμό που μου ήρθε στο μυαλό, στον «Μπεν Χουρ» δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπο του Ιησού.

Προς το τέλος του το “Αir” παίρνει και μια άλλη πτυχή: αν τα δίνουν οι εργαζόμενοι, γιατί να μην τα παίρνουν κιόλας; Θα πει κανείς μα οι μεγάλοι σταρ του αθλητισμού και της σόου μπιζ, ακριβώς επειδή τα δίνουν τα παίρνουν κιόλας, φυσικά και τα παίρνουν και παραπάνω από πλουσιοπάροχα. Στο ταβάνι είναι οι αμοιβές τους. Ναι, αλλά το ταβάνι υπάρχει. Ενώ όσοι έχουν το κεφάλαιο και αγοράζουν την εργασία σου, σου λένε επένδυσα το κεφάλαιό μου, πήρα το ρίσκο μου, σου πλήρωσα ό,τι θεωρώ πως αξίζεις, το δέχτηκες, αλλά από εκεί και πέρα αν πιάσει η φάση και βγάλω ό,τι είναι να βγάλω, για εμένα ταβάνι δεν υπάρχει, μπορώ να βγάλω και να καρπώνομαι μόνος μου όλα τα λεφτά του κόσμου. Το συμβόλαιο του Τζόρνταν με τη Nike σε ένα βαθμό και έστω για μια ελίτ αθλητών το ανέτρεψε αυτό. Από εκεί και πέρα, επειδή όλα έχουν το σοσιαλιστικό τους όριο, θα ακούσουμε κάτι για παπούτσια της Nike που φτιάχνονται στην Ασία, αλλά η νύξη θα μείνει στη μέση, για τις συνθήκες παρασκευής των παπουτσιών κάτι άλλο δεν θα ειπωθεί, στο τέλος δε θα έχουμε και την αγιογραφία για τα 2 δις δολάρια τον χρόνο που δίνει σε φιλανθρωπικούς σκοπούς το αφεντικό της Nike. 

Τελικά το “Αir” πάει όσο καλά μπορείς να περιμένεις να πάει και μάλλον ακόμα καλύτερα. Αν του λείπει  κάτι, είναι αυτή η λεξούλα που χρησιμοποιεί ο Ντέιμον όταν προσπαθεί να ψήσει την οικογένεια Τζόρνταν: “greatness” – μεγαλείο. Η ταινία δεν απογειώνεται και δεν μαγεύει σαν τον Τζόρνταν. Αλλά θα ήταν σχεδόν αδύνατο και να το κάνει. 

Για τέτοιου είδους μεγαλείο πρέπει να επιστρέψει κανείς είτε σε στιγμιότυπα από την πορεία του Τζόρνταν είτε στο “Τhe Last Dance”, για το οποίο γράφαμε:

Όταν έβλεπες τον Τζόρνταν στους Μπουλς, γινόσουν μάρτυρας ενός φαινομένου που πήγαινε πολύ πιο πέρα από τα σπορ, πολύ πιο πέρα από τη βιομηχανία του αθλητικού θεάματος, πολύ πιο πέρα από το μπάσκετ: έβλεπες την πραγματικότητα επιτέλους να ταυτίζεται με την επιθυμία. Τα πράγματα να πηγαίνουν ακριβώς όπως τα φαντασιώθηκες πριν. Με τα εμπόδια να υπερπηδώνται το ένα μετά το άλλο – και με στυλ. Αυτό που προσδοκούσες να συμβεί συνέβαινε. Ξανά και ξανά και ξανά. Χωρίς διαψεύσεις. Χωρίς γειώσεις. Χωρίς μετριασμούς. Ο κόσμος του μυαλού με τον κόσμο έξω απ’ το μυαλό συναντιόντουσαν στη φανέλα με το 23. 

Δεν ήταν σπορ, δεν ήταν θέαμα, ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Είναι το είναι όλα αλήθεια. Είναι το όλα συνέβησαν. Είναι το κοίτα τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Είναι το κοίτα τι έκανε ένας από εμάς. Ο πιο όμορφος από εμάς. Με το ξυρισμένο του κεφάλι να γυαλίζει απ’ τον ιδρώτα. Με το μαύρο του χρώμα να είναι το χρώμα που θα ήθελαν να έχουν όλοι οι άνθρωποι της γης κάθε φορά που τον βλέπουν. Γιατί το φορούσε στο δέρμα του αυτός. 

Βλέπω το “Air” στο σινεμά με τον γιο μου, κάποια στιγμή στη μέση της ταινίας συνειδητοποιώ τι φοράει και γυρνάω έκπληκτος και τον ρωτάω: επίτηδες έβαλες τη φόρμα των Bulls σήμερα; Μου λέει όχι. Ακόμα καλύτερα έτσι. Aκόμα πιο φυσικό έτσι. 

Και τέλος: ανάμεσα στα ονόματα του ντραφτ του 1984 που ακούγονται στο “Air” είναι κι αυτό ενός Μέλβιν Τέρπιν. Ο τύπος σχεδόν τρολάρεται. Δεν τον είχα καν ακουστά. Τον γκουγκλάρω. Αυτοκτόνησε το 2010 στα 49 του. Η επιτομή του λούζερ. Το τρολάρισμα μου φαίνεται τουλάχιστον άκομψο. Αλλά ίσως αυτό να είναι το αμερικάνικο όνειρο και στις δυο του όψεις: απ’ τη μια το νούμερο 3 του ντραφτ με το οποίο συναντήσαμε όλοι το μεγαλείο και απ’ την άλλη το νούμερο 6 του ντραφτ που αυτοκτονεί ανώνυμα και το όνομά του γίνεται ανέκδοτο μερικά χρόνια αργότερα σε μια ακόμη ταινία φτιαγμένη για νικητές.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.