07 Ιουνίου, 2023 •

WOMEN: Νάνα Μούσχουρη -Άρπαξε τις ευκαιρίες, ρίσκαρε και με τις νότες της «έβαλε τα γυαλιά» σε όλο τον πλανήτη

Κείμενο: Στέλιος Παρρής

Άρπαξε τις ευκαιρίες, ρίσκαρε και τίναξε την μπάνκα στον αέρα με μάρκες της, τις νότες εξαργυρωμένες με αγάπη από το κοινό της ανά τον πλανήτη Γη

Ένα μύθο θα σας πω, που τον μάθαμε παιδιά (δις όπως πάει το τραγούδι). Ήταν κάποια μια φορά που ‘φυγε στην ξενιτιά. Κι από τότε στα εξωτερικά ζούσε πια με το όνομα «η Ελληνίδα με τα γυαλιά».

Γεννήθηκε το 1934, τηνε βαπτίσανε Ιωάννα μα δεν μπορούσε να το προφέρει μικρή σαν ήτανε και έτσι αυτοαποκαλέστηκε Νάνα, το πολυπολιτισμικό κοινό της απ’ την άλλη θα την έλεγε και Νανά. Μεγάλωσε στο Κουκάκι με την αδελφή της και τους γονείς της σε ένα δωμάτιο πίσω από την οθόνη ενός σινεμά. Πέρασε τα δεινά της κατοχής σε μικρή ηλικία, με μόνες ευχάριστες ώρες στη δουλειά του πατέρα της στον κινηματογράφο που ήτανε τεχνικός και έβλεπε όλες τις ταινίες. Όταν άδειαζε ο χώρος ανέβαινε στη σκηνή μαζί με την αδελφή της και τραγουδούσαν, λάτρευε τα μιούζικαλ και της άρεσε η Τζούντι Γκάρλαντ στον Μάγο του Οζ.

Ο πατέρας της έπαιζε χαρτιά ήθελε και γιο μάλωνε και με τη μαμά κι όλα αυτά συν τη φτώχεια της περιόδου κάνανε τη Νάνα να αναζητά ένα ροζ σύννεφο να ονειρευτεί. Το βρήκε στο τραγούδι. Εσωστρεφής, ντροπαλή, φορούσε παντελόνια μπας και την αγαπήσει περισσότερο ο μπαμπάς, έβαλε και γυαλιά και την κορόιδευαν στο σχολείο μα η ανάγκη της να επικοινωνήσει με το κοινωνικό σύνολο την οδήγησε ξανά στο τραγούδι. Όταν τραγουδούσε δεν έβλεπαν πια το κορίτσι που φορούσε τα γυαλιά, που ήταν «αφράτο» και δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια της.

Βγάζουνε τα κορίτσια το Γυμνάσιο και τις γράφουν οι γονείς στο Ωδείο Αθηνών μιας κι είχανε και οι δυό οι κόρες καλές φωνές. Η μεγαλύτερη είχε καλύτερη, η Νάνα είχε γεννηθεί και με μια φωνητική χορδή λεπτότερη από την άλλη γεγονός που την έκανε ιδιαίτερη μα όταν για οικονομικούς λόγους έπρεπε να διαλέξουν ποια κόρη θα συνεχίσει τα μαθήματα η καθηγήτρια πρότεινε τη μεγάλη αδελφή, η οποία παραχώρησε τη θέση της στη Νάνα, γιατί γνώριζε πόσο σημαντικό ήταν για κείνη το να τραγουδά.

Παράλληλα με τις κλασικές τις σπουδές αγαπάει πολύ την τζαζ και την ελαφριά μουσική (όπως αποκαλούσαν τότε την ποπ) για να τα βγάλει όμως πέρα οικονομικά ξεκινά να τραγουδά σε ταβέρνες, νάητ κλαμπς, μπαρς και μπουάτ με ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο. Αυτό θυμώνει το Ωδείο Αθηνών και δεν της επιτρέπει να δώσει για το δίπλωμα της μιας και δεν σέβεται το κλασσικό τραγούδι που θα έπρεπε να υπηρετεί αλλά τραγουδά σε καταγώγια και σε αμφιβόλου ποιότητας κέντρα διασκέδασης. Σε αυτούς φυσικά τους χώρους θα την ακούσουν και θα τηνε λατρέψουν μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Μάνος Χατζιδάκις.

Ως και πάνω στον έκτο στόλο τραγούδησε τότε που ‘χε αράξει στον Πειραιά και είχανε διοργανώσει οι Αμερικανοί μια γιορτή μα η κοπέλα που θα τραγουδούσε αρρώστησε και στον πανικό πέφτει από ένα μουσικό της ορχήστρας το όνομα της Νάνας που ξέρει αγγλικά τραγούδια να πει. Σαν την είδανε οι διοργανωτές «αφράτη», με στενό μαύρο φόρεμα, ίσια μαύρα μαλλιά και τον μαύρο κοκάλινο σκελετό γυαλιών είπανε τι είναι δαύτο. Πήγανε να τη σουλουπώσουνε μα δαύτο το κορίτσι ρίσκαρε και για πρώτη φορά στη ζωή της τραγούδησε για τόσο πολύ κοινό, αμακιγιάριστη και τους τραγούδησε για πολύ ώρα και τους μάγεψε και ανκόρ μεγάλο πήρε, και τα καπέλα τους πετούσαν τα ναυτάκια τα «ζουμπουρλούδικα» και η κινηματογραφική αποτύπωση της γιορτής ταξίδεψε ίσαμε την Αμερική, όπου κάποιοι άνθρωποι από δισκογραφικές εταιρίες τη σημειώνουν στα κατάστιχά τους και της ανοίγουν τον δρόμο προς την παγκόσμια δισκογραφία.

Μα όχι ακόμα, έχει να ολοκληρώσει τη μαθητεία της, τη γόνιμη περίοδο του 1958 με 1962, όπου αποκτά τη μουσική της ταυτότητα, «μαμά» της θα ‘ναι ο Μάνος Χατζιδάκις και «μπαμπάς» ο Νίκος Γκάτσος. Κερδίζουν φεστιβάλ, κάνουν δίσκους επιτυχίες, ακούγονται στο ραδιόφωνο είναι μάλιστα παρούσα στη γέννηση των «Παιδιών του Πειραιά» και πρώτη το τραγουδά. Παράλληλα τηνε ζητάνε κι απέξω οι δισκογραφικές και παίρνει το επόμενο της ρίσκο. Αντί να μείνει εδώ με τον Χατζιδάκι, που εκείνος τη θέλει κοντά του, να πάει έξω να δοκιμάσει τη τύχη της. Πάει Γερμανία ηχογραφεί στα γερμανικά το «Σαν σφυρίξεις τρεις φορές» με νέο τίτλο «Το λευκό ρόδο της Αθήνας», την αποκαλούν έτσι, το τραγουδάει και σε άλλες γλώσσες κι έτσι όλη η Ευρώπη την ακούει στα πικαπ της.

Οι δισκογραφικές την καλούν στη Νέα Υόρκη το 1962 και με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς και ηχογραφούν το άλμπουμ The Girl from Greece Sings, άλλη επιτυχία από κει. Την έχουν ήδη αγαπήσει σε Ισπανία, και περισσότερο στη Γαλλία κι ας μην ξέρει τόσο καλά γαλλικά ακόμα. Το 1963 το Λουξεμβούργο που ποτέ δεν είχε καλλιτέχνες πολλούς και νοίκιαζε τραγουδιστές για να συμμετέχουν στη Γιουροβίζιον διάλεξε τη Νάνα και βγήκε όγδοη. Δεν πήρε τη νίκη, γιατί όπως είπε στην αυτοκριτική της δεν ήξερε ακόμα καλά γαλλικά για να κατανοήσει εντελώς το τραγούδι, δεν είχε ξανατραγουδήσει ζωντανά σε άδειο από κοινό τηλεοπτικό στούντιο με ζωντανή ορχήστρα και δεν είχε λυθεί σκηνικά, τραγουδούσε ακόμα με τα χέρια πίσω.

Μπορεί το Ωδείο Αθηνών να της έδωσε τη κλασική της παιδεία, το «ΙΕΚ» Χατζιδάκις & Γκάτσος να της δώσανε τη μουσική της ταυτότητα, το «μεταπτυχιακό» της στη Νέα Υόρκη με τον Κουίνσι Τζόουνς να βοήθησε αλλά το «μάστερ» σκηνικής παρουσίας το πήρε με τον Χάρυ τον Μπελαφόντε. Ο ίδιος έψαχνε ένα εξωτικό πρόσωπο να τραγουδήσει μαζί του κι όπως έβλεπε εκείνη τη Γιουροβίζιον παίρνει τηλέφωνο τον Κουίνσι Τζόουνς και του λέει αυτήν τη Γαλλίδα που τραγουδάει για το Λουξεμβούργο την ξέρεις; Για να λάβει την απάντηση είναι Ελληνίδα και της έχω κάνει παραγωγή δίσκου.

Κι αρχίζει μια συνεργασία μαζί με τον Χάρρυ Μπελαφόντε που την έκανε να λυθεί πια και σκηνικά και να ξεδιπλώσει το ταλέντο της να βγάλει κι αυτά τα χέρια από πίσω από την πλάτη της. Της ζητάει όμως να βγάλει και τα γυαλιά της. Η Νάνα είχε μια ταυτότητα και δεν θα την άλλαζε για κανέναν. Ήταν Ελληνίδα, «αφράτη» και φόραγε γυαλιά. Ήδη είχε δεχτεί το να αδυνατίσει όχι τόσο από τις πιέσεις των παραγωγών ή για τη μόδα ή τον ανταγωνισμό, αλλά γιατί ήθελε η ίδια να νιώθει πιο αλαφριά ν’ αποδίδει καλύτερα και σωματικά πάνω στη σκηνή. Είχε ήδη αρχίσει τις συναυλίες στην Ευρώπη και στην Αμερική και έβλεπε τι πραγματικά απαιτούσε η περίφημη διεθνή καριέρα που όλοι ονειρεύονταν. Ο Μπελαφόντε όμως την κατάφερε να βγάλει τα γυαλιά της για δύο εμφανίσεις τους και του είπε εγώ αύριο θα βάλω ξανά τα γυαλιά μου κι αν δεν θες απόλυσε με. Εκείνος δέχτηκε από σεβασμό μιας και συνέχιζε να διαφωνεί μαζί της ότι δεν της πάνε τα γυαλιά.

Α, ξέχασα και τ’ άλλο. Σ’ αυτή την γιουροβίζιον που βγήκε όγδοη την είδανε οι παραγωγοί του BBC και είπανε γιατί δεν την παίρνουνε να μας κάνει τα Holiday Specials που τα θέλανε και λίγο φολκ… ταξιδιάρικα. Και να σου η Νάνα για δέκα περίπου χρόνια να συνεργάζεται με το BBC2 με δική της εκπομπή με καλεσμένους τραγουδιστές απ’ όλο τον κόσμο. Πούλαγε που πούλαγε δίσκους τότε άρχισε να «πουλά» και ως τηλεοπτική σταρ. Ίσαμε το 1975 κι όποιος δεν την ήξερε στον πλανήτη την έμαθε, γιατί αυτές οι εκπομπές του BBC πουλιόντουσαν σε όλα τα τηλεοπτικά κανάλια.

Εκτός από το ιδιαίτερο προσωπικό της λουκ: μαύρα μαλλιά – μαύρα κοκάλινα γυαλιά – μαύρη ελιά που γίνανε σήμα κατατεθέν της, το κοινό της εκπομπής την λάτρεψε επίσης για κάτι πολύ απλό που έκανε. Πριν από κάθε ξενόγλωσσο τραγούδι που ερμήνευε κατά τη διάρκεια της μουσικής εισαγωγής έλεγε στα αγγλικά τι περίπου λέει το τραγούδι. Έτσι έβαζε τον ακροατή στο πλαίσιο των συναισθημάτων που θα του ξύπναγε ο στίχος αν γνώριζε τη γλώσσα, δεν τον άφηνε μόνο να το κατανοήσει από τη μουσική. Επιμελής μαθήτρια και αυτό φάνηκε από τη δισκογραφία της και το ρεπερτόριο της το συναυλιακό. Έχει τραγουδήσει σε συναυλίες σε όλο τον πλανήτη και σε 15 γλώσσες τραγούδια. Θέλει μελέτη να τραγουδάς άλλες γλώσσες ειδικά, όταν δεν τις μιλάς όπως και το να διατηρείς τη φωνή σου σε αξιοπρεπή επίπεδα ερμηνείας ακόμα και στα 80 σου χρόνια.

Με μια μεγάλη περιοδεία έκλεισε τη δισκογραφική της καριέρα αν και όλο βρίσκει τρόπους να τραγουδά γι’ αυτό και δεν θεωρώ ότι έχει αποσυρθεί. Όσο τη βαστά η μια λεπτότερη φωνητική χορδή που έχει θα τραγουδά, γιατί έτσι έμαθε να εκφράζεται και θα ζει με τα δυό της παιδιά και τα τρία εγγόνια της στα εξωτερικά. Πάντα μέσα στο ρεπερτόριο της θα κυριαρχεί ο ελληνικός ήχος και δη του Μάνου Χατζιδάκι πλάι στα αγαπημένα της τζαζ και άλλα ελαφριά τραγούδια που ερμηνεύει. Με ένα πλούσιο ρεπερτόριο σε σχεδόν όλα τα είδη μουσικής και τουλάχιστον 130 δισκογραφικές δουλειές και τοίχους ολάκερους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Ό,τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει διεθνής καριέρα και απόδειξη του πόσο κόπο απαιτεί. 

Σέβομαι και αγαπώ την πρώτη περίοδο της: με το Πως τον λεν.. πως τον λεν τον ποταμό, Ιλισό Ιλισό και αυτό το Κάπου υπάρχει η αγάπη μου μα δεν ξέρω ποια είναι, αλλά αγαπώ και το Σπίτι μου σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου. Όπως επίσης και ολόκληρο τον δίσκο Ενδεκάτη Εντολή που είναι και πιο ροκ και σου λέει τράβα να βρεις τον Μωυσή και ξαναρώτα τον και συ μήπως αυτός την ξέρει την ενδεκάτη εντολή που ‘ναι όλοκάθαρο γυαλί και κοφτερό μαχαίρι και να μοσχοβολάει ούλος ο δίσκος βασιλικούς γιαρέμ γιαρέμ και δυόσμους.

Από την εκπομπή της στο BBC2 βλέπω και ξαναβλέπω το γελεκάκι που φορείς με το αγαπημένο μου παιδί της Αφροδίτης, Ντέμη Ρούσσο. Η Νάνα πάντα στα μάτια μου φάνταζε σαν αυτές τις «αστικές» θείες που είχαμε και βλέπαμε μία στο τόσο γιατί έλειπε στα ξένα. Με τους καλούς της τρόπους, με το δικό της στυλ, με την ψιλή λεπτή ευγενική φωνή. Εκείνη που σε τράταρε φοντανάκια, δεν κάπνιζε, δεν έπινε, δεν έπαιζε μπιρίμπα, δεν άφηνε δικαιώματα να σχολιάσεις την προσωπική της ζωή. Και που δεν της τόχες ότι θα ζούσε το όνειρο, την καταξίωση, την επιτυχία κι όλα αυτά επειδή έκρυβε λίγο από τον τζογαδόρο πατέρα της μέσα της. Άρπαξε τις ευκαιρίες, ρίσκαρε και τίναξε την μπάνκα στον αέρα με μάρκες της, τις νότες εξαργυρωμένες με αγάπη από το κοινό της ανά τον πλανήτη Γη.

Με κείνα και με τ’ άλλα ξεχάστηκα και δεν σας είπα το επώνυμό της που μπορεί ο πατέρας της να ‘θελε γιο μα όπως της είπε ο ίδιος το κράτησε τ’ όνομα του σα να τανε αγόρι. Τηνε λένε Νάνα Μούσχουρη και έχει πουλήσει πολλά, 350 εκατομμύρια δίσκους -έχει κάνει χιλιάδες επιτυχημένες συναυλίες και την ξέρουν όλοι ως η Ελληνίδα τραγουδίστρια ναι, ναι, αυτή μωρέ με τη λεπτή φωνή και τα γυαλιά.

Hidden track:

Στον πρώτο της επιτυχημένο δίσκο στη Γερμανία δεν βάλανε καν το πρόσωπό της στο εξώφυλλο, γιατί τη βρίσκανε άσχημη.

Επί Χούντας είπε ότι είναι αντίθετη και την κόψανε από παντού με αποτέλεσμα οι Έλληνες να μην ξέρουν τι ακριβώς συμβαίνει με την καριέρα της έξω. Στην Ελλάδα ξανάρχεται το 1984, όταν ο Καραμανλής για τα δέκα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας την καλεί να τραγουδήσει στο Ηρώδειο, στο οποίο έκτοτε ξαναπάτησε πολλές φορές.

Όταν η Όντρεϊ Χέπμπορν αρρώστησε και δεν μπορούσε να βοηθήσει άλλο την Unicef της ζήτησαν να πάρει τη θέση της κι αμέσως δέχτηκε, γιατί ξέρει τι σημαίνει πόνος, πείνα και πόλεμος. Στην κατοχή περίμενε πώς και πώς να βρέξει μπας και βγουν τα σαλιγκάρια να φάει.

Το 2018 έβγαλε τον 134ο δίσκο της με επανεκτελέσεις αγαπημένων της τραγουδιών με τίτλο Forever Young απ’ το ομώνυμο τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν -ναι είχε γνωρίσει και τον Μπομπ τον Ντίλαν και τον Κοέν και την Μπαέζ και τους Μπιτλς. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

2 Απαντήσεις

  1. Συγχαρητήρια για την εξαιρετική και τόσο πλήρη όσο και ευχάριστη παρουσίαση μιας Ελληνίδας τραγουδίστριας που δεν ξεχνιέται παρά τα πολλά χρόνια που πέρασαν απο το ξεκίνημα της… η Νάνα Μούσχουρη είναι φαινόμενο από πολλές πλευρές… σεμνός άνθρωπος, σπουδαία φωνή με τη νοσταλγία της Ελλάδας σε ότι και να τραγούδησε…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.