«Τρωίλος και Χρυσηίδα» σε σκηνοθεσία Μαρίας Πανουργιά: Επιχειρώντας με τόλμη

Μια πρωτότυπη -αν και ανολοκλήρωτη- προσέγγιση σε ένα αδιανόητα δύσκολο έργο

Υπάρχουν κείμενα, αμιγώς θεατρικά ή και όχι, η σκηνική αντιμετώπιση των οποίων αποτελεί ένα στοίχημα εκ προοιμίου σχεδόν αδύνατο να κερδηθεί. Στην πρώτη κατηγορία, ένα κλασικό παράδειγμα είναι ο «Ιβάνοφ», το πρωτόλειο του . Στη δεύτερη, μυθιστορήματα-ορόσημα όπως ο «Οδυσσέας», «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», που προκαλούν ανέκαθεν τους σκηνοθέτες να κάνουν κάτι πάνω σε αυτά, παρόλο που η έκταση, η δομή και η φύση τους πολύ δύσκολα μεταφέρονται στο θέατρο. Παρόλα αυτά, η μάχη με το αδύνατο είναι σαφέστατα μια πρόκληση λατρεμένη και θεμιτή. Και στον Σαίξπηρ υπάρχουν τέτοια έργα –μη νομίζει κανείς πως η κατάρα της αποτυχίας που βαραίνει τον «Μακμπέθ» εμπεριέχει κάτι μεταφυσικό. Κι υπάρχουν κι άλλα κείμενά του που σπάνια ανεβαίνουν, για πολλούς και διαφόρους λόγους. Στην περίπτωση του «Τρωίλος και Χρυσηίδα» οι λόγοι που σπανιότατα βρίσκει τον δρόμο για τη σκηνή είναι ποικίλοι: Η προβληματική του δραματουργία. Η πολυδιάσπαση της δράσης σε διάφορα πρόσωπα. Η μεγάλη του έκταση. Η έλλειψη φινάλε.

Η Μαρία Πανουργιά είναι μία από τις χαρισματικότερες δημιουργούς του ελληνικού θεάτρου αυτή τη στιγμή ως σκηνοθέτις, σκηνογράφος και ηθοποιός. Το εντυπωσιακό στις μέχρι τώρα δουλειές της είναι η ολοκληρωτική της απομάκρυνση από κάθε μορφή ρεαλισμού και η ευρηματικότητα του βλέμματός της. Η προσέγγισή της στο «Τρωίλος και Χρυσηίδα» δεν υστερεί. Προσωπικά, όσους εναλλακτικούς τρόπους κι αν θα μπορούσα να σκεφτώ για να παρουσιάσω Έλληνες και Τρώες, το μυαλό μου δεν θα πήγαινε στους «Θλιβερούς Τροπικούς» του Κλoντ Λεβί-Στρoς. Κι όμως, η συμπεριφορά των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στο κείμενο του Σαίξπηρ δεν απέχει και πολύ από την πρωτόγονη. Ήρωας με την έννοια που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στη λέξη, δεν υπάρχει. Κανένας ηρωισμός δεν υπάρχει στις πράξεις τους, καμιά ευγένεια ή γενναιότητα. Μάλλον ταπεινά θα χαρακτήριζε κανείς τα ένστικτα που τους διακατέχουν. Ακόμα και η, υποδαυλιζόμενη από τον θείο της Χρυσηίδας, Πάνδαρο, ερωτική σχέση που δίνει τον τίτλο στο έργο, διαρκεί μία νύχτα. Ακολουθεί η απιστία, το δε όνομα του Πανδάρου παραμένει στην αγγλοσαξωνική ως συνώνυμο του προαγωγού.

Υπάρχουν στιγμές υψηλής έμπνευσης στην παράσταση: η τρισυπόστατη/τρικέφαλη Κασσάνδρα είναι αληθινά απολαυστική. Το διαρκές μασούλημα, στο οποίο επιδίδονται οι αδηφάγοι «πολεμιστές» -δεν υπάρχει και πολύς πόλεμος στο έργο!- και των δύο πλευρών, ντελιριακό. Η μορφή του Δράκουλα εξαιρετικά εύστοχη υπό τις περιστάσεις. Η πειραγμένη Σερενάτα του Σούμπερτ με την οποία επιλέγει να εκκινήσει ο Μπλέιν Ρέινινγκερ τη μουσική που συνοδεύει το έργο, ειρωνική μέχρι σαρκασμού. Κι άλλα, κι άλλα πολλά. Όμως στο σύνολο, η απόπειρα μοιάζει ανολοκλήρωτη. Υπάρχει κάτι μονοδιάστατο στην προσέγγιση. Αισθάνεται κανείς μια ενδεχόμενη αμηχανία της σκηνοθέτιδος μπροστά σε αυτούς τους χαρακτήρες που μοιάζουν να αξίζουν τα περισσότερα από τα οικτρά επίθετα που τους αποδίδει ο αθυρόστομος, βλάσφημος Θερσίτης –ίσως το μόνο πρόσωπο που ο Σαίξπηρ διατήρησε τόσο πιστό στο ομηρικό του πρωτότυπο. Παρ’ όλα αυτά, η παράσταση της Μαρίας Πανουργιά δεν στερείται ενδιαφέροντος –τουναντίον.

Η βασική αρετή αυτού του «Τρωίλος και Χρυσηίδα» είναι ακριβώς η τόλμη στη ματιά: άνευ αυτής, το συγκεκριμένο έργο μάλλον δεν μπορεί καν να ανέβει σήμερα. Δεν ανήκει στα έργα του βάρδου που η δραματουργία από μόνη της σώζει -σε ένα βαθμό- τον σκηνοθέτη, και που γι’ αυτό άλλωστε τα βλέπουμε τόσο συχνά. Άνευ γενναίας παρέμβασης, δεν στέκει με τίποτα. Για μένα όμως το ζήτημα είναι ευρύτερο: προτιμώ δουλειές όπως της Πανουργιά που δοκιμάζουν με κίνδυνο να αποτύχουν, παρά τη σιγουριά (;) του «Δεν κάνω τίποτα ώστε να μην κάνω κανένα λάθος». Η Τέχνη είναι συνυφασμένη με το πείραμα, με την αναζήτηση του καινούριου στο σήμερα, στο Τώρα. Δεν προτείνω βεβαίως όλες οι σκηνές του Εθνικού Θεάτρου να γίνουν πειραματικές. Όμως και η φενάκη του «κλασικού» ανεβάσματος, του συντηρητισμού που κατακλύζει τη μετά πανδημίας ελληνική σκηνή απλώς δεν αντέχεται.

Άλλωστε, κι ένα άρτιο, υποστηριγμένο κλασικό ανέβασμα απαιτεί γνώσεις που οι περισσότεροι που το προφασίζονται δεν διαθέτουν. Και φυσικά, δεν θα ήθελα να ξανακούσω αυτό το τόσο γνώριμο «ακούστηκε το κείμενο» που επαναλαμβάνεται μετά από -επιδαύριες και μη- παραστάσεις κλασικών έργων. Το θέατρο (τα έχει πει και κάποιος ασυγκρίτως σοφότερος ημών, Αριστοτέλης λεγόταν) είναι για να επιχειρούνται και να εμφανίζονται καταστάσεις στη σκηνή, κι όχι πεδίον απαγγελίας. Όποιος θέλει να γνωρίσει ένα κείμενο μπορεί και να το διαβάσει.

Και μιλώντας για κλασικά ανεβάσματα, υπήρξε κάποιος που τα αγαπούσε (το θέατρό του δεν ήταν πειραματικό) και που αποτελούσε το Εθνικό Θέατρο που θα θέλαμε, αλλά δεν έχουμε –ακόμα τουλάχιστον. Το όνομά του ήταν Λευτέρης Βογιατζής.

Infο παράστασης:

Τρωίλος και Χρυσηίδα | Εθνικό Θέατρο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.