«Το Δώρο του Χάμπολντ» του Σολ Μπέλοου: Better Call Saul

Άνιση και αντιφατική, γεμάτη από εκλάμψεις και ελαττώματα, η χαοτική σάτιρα του Μπέλοου είναι το τελευταίο σημαντικό έργο ενός μεγάλου συγγραφέα

Ίσως προκαλεί εντύπωση σε κάποιους ότι ο πιο πολυβραβευμένος Αμερικανός συγγραφέας υπήρξε ο Σολ Μπέλοου: κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου (τρεις (!) φορές), το Βραβείο Πούλιτζερ, την υποτροφία Γκούγκενχαϊμ και φυσικά το βραβείο Νόμπελ το 1976. Υπό αυτή την άποψη είναι λογικό ότι η θέση του στο πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα είναι εξασφαλισμένη.

Ο Μπέλοου υπήρξε ένας συγγραφέας με εντυπωσιακή πολυμάθεια, φιλοσοφική φόρτιση, εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ, σπάνιο ταλέντο στη διαμόρφωση γκροτέσκων δευτερευόντων χαρακτήρων α λα Ντίκενς, και διαπεραστική κριτική ματιά στην πολύπλοκη και αντιφατική αμερικάνικη κοινωνία. Αναρωτιέμαι όμως αν είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του ορισμένα από τα έργα του δείχνουν να μην έχουν «γεράσει» πολύ καλά. Ο Χάρολντ Μπλουμ είχε γράψει ότι αν και σπουδαίος συγγραφέας συνολικά, δεν είχε γράψει ένα μυθιστόρημα που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως αριστούργημα, αλλά το πνεύμα του μοιράζεται σε όλα τα σημαντικά του έργα τα οποία χαρακτηρίζονται από εκπληκτικές στιγμές αλλά και από χτυπητές αδυναμίες.

Έχω την αίσθηση ότι η λογοτεχνική του κληρονομιά έχει υποχωρήσει ελαφρά τα τελευταία χρόνια. Στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή του ο Τζέφρι Ευγενίδης αναφέρει ότι ο Μπέλοου στα καλά του έγραφε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον στην εποχή του. Όμως το κείμενο αυτό του Ευγενίδη γράφτηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια. Θα έχει την ίδια εκτίμηση σήμερα; Ως ένα βαθμό η υστεροφημία συγγραφέων όπως ο Μπέλοου, ο Ροθ και ο Άπνταϊκ, κολοσσών του σύγχρονου αμερικάνικου μυθιστορήματος, έχει πληγωθεί λόγω της πιο ανελαστικής ματιάς νέων αναγνωστών γύρω από σεξιστικά στερεότυπα στους γυναικείους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες στα έργα τους, αφού και οι τρεις έγραφαν αυστηρά υπό το πρίσμα της ανδρικής σεξουαλικότητας.

Εδώ δεν αναφέρομαι στις υπερβολικές συχνά woke αιτιάσεις που στοχεύουν την ακύρωση των πάντων, αλλά για ζητήματα που πράγματι επιτρέπουν μια πιο κριτική και αυστηρή ανάγνωση. Από τις εκδόσεις Gutenberg κυκλοφορεί Το Δώρο του Χάμπολντ, το τελευταίο ίσως σπουδαίο του έργο, ένα μυθιστόρημα εκπληκτικά πληθωρικό το οποίο του χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ και το οποίο προσφέρεται για μια συζήτηση σχετικά με όλες τις αρετές και τις αδυναμίες του Μπέλοου.  

Αφηγητής είναι ένας διάσημος συγγραφέας και διανοούμενος με το «όξινο» όνομα Τσάρλι Σιτρίν, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με διάφορα προβλήματα στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή: βρίσκεται στη διαδικασία ενός επίπονου (και πολυδάπανου) διαζυγίου, σε μια φιλονικία με ένα νεαρό γκάγκστερ που του έχει σπάσει το αυτοκίνητο, σε προσωπική κρίση ανασφάλειας, αφού πλησιάζει τα εξήντα και έχει φιλενάδα σχεδόν τριάντα χρόνια νεότερή του, ενώ η καριέρα του, αν και εξαιρετικά επιτυχημένη, μοιάζει να βρίσκεται σε τέλμα.

Όμως ο καταλύτης του έργου δεν είναι τόσο ο ίδιος ο Σιτρίν, όσο ο Φον Χάμπολντ Φλάισερ του τίτλου. Ο Χάμπολντ υπήρξε ο μέντοράς του Σιτρίν όταν βρισκόταν στα πρώτα του βήματα, ένας λαμπρός ποιητής και διανοούμενος που όμως βασανιζόταν από μανιοκαταθλιπτικές τάσεις και ο οποίος πέθανε αποτυχημένος και ξεχασμένος από όλους σε άθλια κατάσταση. Υπό την έννοια αυτή το μυθιστόρημα είναι ένα roman a clef, καθώς ο Χάμπολντ βασίζεται στον υπαρκτό ποιητή και συγγραφέα Ντέλμορ Σβαρτς. Έτσι, το μυθιστόρημα μας πηγαίνει μπρος και πίσω στον χρόνο, από το παρόν της δεκαετίας του εβδομήντα μέχρι το παρελθόν και τη φιλία του Σιτρίν με τον Χάμπολντ, καθώς η κρίση που βιώνει ο Σιτρίν τον οδηγεί στο να αναπολήσει και να συλλογιστεί λεπτομερώς τη σχέση του με τον Χάμπολντ και τα χίλια κύματα που αυτή πέρασε.

Ορισμένοι πρώτοι προβληματισμοί αναδύονται: πώς μπορεί να συγκεραστεί το καθήκον ενός διανοούμενου για σκέψη και ανάλυση με τον πειρασμό των υλικών αγαθών, της διασημότητας και της επιρροής; Και εν τέλει, πώς μπορεί να οριστεί η επιτυχία και η αποτυχία σε έναν καλλιτέχνη ή άνθρωπο της σκέψης; Μπορεί (ή πρέπει) κάποιος να αντισταθεί στο χάιδεμα του εγώ του μέσω του σεξ, του χρήματος και της εξουσίας;

Αλλά ο ένας προβληματισμός οδηγεί στον άλλον: σε μια τόσο πλούσια και πλουραλιστική κοινωνία, είναι τελικά δυνατόν να καταλήξεις σε μία θέση, άποψη, φιλοσοφική θεώρηση, πολιτική πεποίθηση, ή τελικά χάνεσαι σε έναν σχετικισμό χωρίς πάτο, όπου οι τόσο πολλές και αντιφατικές πηγές γνώσης σε πνίγουν και σε καταδικάζουν σε μια παραίτηση; Οι περισσότεροι κεντρικοί χαρακτήρες του Μπέλοου είναι φιλοσοφικά όντα: αναζητούν απεγνωσμένα ένα μονοπάτι, έναν κώδικα αξιών, ένα φως στο τούνελ της ύπαρξης, μια αλήθεια να πιστέψουν και στην οποία μπορούν να αφιερωθούν, και η διανοητική και συναισθηματική τους αυτή οδύσσεια, οδηγεί συχνά στην κατάρρευση.

Ο Μπέλοου χρησιμοποιεί τη φόρμα του πικαρέσκ, της πλοκής που βασίζεται κυρίως σε διάφορα σπαρταριστά επεισόδια, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι συχνά κωμικά ή και σουρεαλιστικά. Πολλά από αυτά τα επεισόδια ή οι διάλογοι, ή οι φιλοσοφικοί στοχασμοί είναι πραγματικά υπέροχοι, στημένοι με τρόπο ενίοτε ξεκαρδιστικό και ενίοτε μελαγχολικό, με έναν αφοπλιστικό υποβόσκοντα αυτοσαρκασμό. Ο ίδιος ο Χάμπολντ είναι ένας υπέροχος μυθοπλαστικός χαρακτήρας, με όλη του τη μανιακή ενέργεια, τις αντιφάσεις και την αυτοκαταστροφική του ροπή.

Εδώ όμως κάπου προκύπτουν και τα προβλήματα. Όπως και άλλα από τα μεγάλα σε έκταση μυθιστορήματα του Μπέλοου, Το Δώρο του Χάμπολντ είναι δομικά χαοτικό. Ο αναγνώστης από κάποιο σημείο και μετά μπερδεύεται με τους δεκάδες δευτερεύοντες χαρακτήρες, τους διαρκείς φιλοσοφικούς στοχασμούς που συγχέονται με αναπολήσεις, απολαμβάνει μεν πολλές σκηνές αλλά χασμουριέται με άλλες, λιγότερο ενδιαφέρουσες και επιτυχημένες, δυσανασχετεί με τον τρόπο που αναπτύσσει τους γυναικείους χαρακτήρες, αποπροσανατολίζεται με τον βομβαρδισμό πληροφοριών κάθε είδους.

Εντάξει, σύμφωνοι, αντιλαμβάνομαι ότι ως ένα βαθμό αυτό το χάος αντιπροσωπεύει την ίδια την Αμερική, την πληθωρική και πλουραλιστική, υλιστική, φιλοχρήματη αλλά και πνευματική, σεξουαλικά ψυχωτική αλλά και πουριτανική αμερικάνικη κοινωνία. (Παρεμπιπτόντως, με αυτή την προσέγγιση ο Μπέλοου πλησιάζει τον μεταμοντερνισμό, τον οποίο ο ίδιος αντιπαθούσε). Το αποτέλεσμα είναι ένα μυθιστόρημα με λαμπρά αποσπάσματα, το οποίο όμως καλύπτεται από μία θολούρα, μία αδυναμία να εστιάσει σε κάτι. Υποθέτω ότι η κεντρική θέση του είναι η απόπειρα του Σιτρίν να υπερβεί τους υλικούς πειρασμούς και να βρει μια πνευματική διάσταση, μια αίσθηση νοήματος πέρα από την πεζή πραγματικότητα. Σε αυτό όμως δεν θα έλεγα ότι βοηθάει η εμμονή του Σιτρίν με την ανθρωποσοφία του Ρούντολφ Στάινερ. Ο Μπέλοου, πονηρά δρώντας, προσδίδει αυτό το ενδιαφέρον στον αφηγητή του και έτσι αποστασιοποιείται από μια θεωρία που για πολλούς ήταν ένας μυστικισμός λάιτ, μια πιο εκλεπτυσμένη και σοφιστικέ εκδοχή του κοινότοπου πνευματισμού με όλο το πακέτο: μετενσάρκωση, μέντιουμ κλπ.   

Ως κωμωδία που σατιρίζει τον ρόλο του διανοούμενου μπροστά στους πειρασμούς μιας σύγχρονης υλιστικής κοινωνίας, το μυθιστόρημα είναι εύστοχο και λειτουργεί καλά. Όμως αν το προσεγγίσεις ως ένα πνευματικό ταξίδι, τότε είναι πολύ χαοτικό και άνισο, με αρκετές πλευρές του να δείχνουν παρωχημένες. Αλλά τελικά δεν μπόρεσα να σταματήσω να διαβάζω, παρά τις παρεκβάσεις και τις αδυναμίες, για τα λαμπρά του αυτά σημεία, τις εκλάμψεις χιούμορ, ορισμένους τόσο ενδιαφέροντες χαρακτήρες, κάποιους τόσο ευφυείς συλλογισμούς. Θα έφτανα μέχρι το τέλος αν δεν γνώριζα ότι διάβαζα Μπέλοου; Δεν ξέρω, πάντως το έκανα χωρίς να το μετανιώσω. Αφήστε στην άκρη ότι σας ξενίζει και αφεθείτε στον Σολ.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.