“Suspiria” του Λούκα Γκουαντανίνο: Η αποκατάσταση των μαγισσών

Suspiria

Τόσο αδιανόητα τραγελαφικά όσα συμβαίνουν στην έκτη πράξη, που πραγματικά μένεις με το στόμα ανοικτό

H “Suspiria” του Ντάριο Αρτζέντο είναι μια ταινία που αφενός γυρίστηκε το 1977 και αφετέρου διαδραματίζεται στη Δυτική Γερμανία. Η “Suspiria” του Λούκα Γκουαντανίνο είναι ένα ριμέικ του 2018, που διαδραματίζεται στη Δυτική Γερμανία του 1977. Κι αφού κι η αρχική “Suspiria” έμοιαζε να διαδραματίζεται στο τότε παρόν, μπορεί κανείς να πει ότι και στις δύο βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο και στον ίδιο χρόνο. Ωστόσο μόνο αυτό δεν συμβαίνει. Οι ήρωες των δύο έργων είναι τοποθετημένοι σε ριζικά -αλλά ριζικά- διαφορετικό χρονικό και τοπικό περιβάλλον. Κι αυτό επειδή η ταινία του Αρτζέντο κινείται στον εντελώς δικό της χωροχρόνο. Θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε στο 1877 ή στο 1777 και να άλλαζαν απειροελάχιστα πράγματα στην εικόνα της, τον τρόπο της, το νόημά της, το αποτύπωμά της. Δεν θα βλέπαμε ένα αεροδρόμιο στην αρχή, δεν θα κυκλοφορούσαν ταξί στους δρόμους, αλλά το έργο το ίδιο θα ήταν. Αν η χρονική περίοδος έχει μια σημασία στην “Suspiria” του Αρτζέντο, αυτή δεν είναι για να συνδέσει τα τεκταινόμενα με την εποχή (όπως κατεξοχήν κάνει η “Suspiria” του Γκουαντανίνο), αλλά για να αντιδιαστείλει τα τεκταινόμενα με την εποχή: να πει, κοίτα, ακόμη κι αν ζούμε σε έναν κόσμο τεχνολογικής αυτοματοποίησης και ψυχοθεραπευτικής ανασκαφής των παρορμήσεών μας κι ερμηνείας των πράξεών μας, ακόμη κι αν ζούμε στο 1977, μην ξεγελιέσαι, οι μάγισσες υπάρχουν, όπως υπήρχαν πάντα, όπως θα υπάρχουν πάντα και εδώ και παντού. Κι αφού υπάρχουν, έλα να σου παγώσω το αίμα ξανά και ξανά, προσπαθώντας να αποτυπώσω κινηματογραφικά την ύπαρξή τους.

Έτσι ο Αρτζέντο φτιάχνει έναν ολόκληρο δικό του εξπρεσιονιστικό κόσμο, έναν κόσμο που δεν επιχειρεί να αναπαραστήσει τον εξωτερικό, έναν κόσμο όπου τα σκηνικά, η φωτογραφία, τα εφέ, η μουσική συνθέτουν μια υπνωτιστική ατμόσφαιρα, έτοιμη να διακοπεί από το επόμενο σοκ και τους πίδακες αίματος που θα το στεφανώσουν. Το δικό του “Suspiria” διαδραματίζεται σε έναν κόσμο ολότελα σκηνοθετημένο, προκειμένου να αποτυπώσει τις μάγισσες ως κυριολεξία. Το “Suspiria” του Γκουαντανίνο προσπαθεί να αναπαραστήσει τα εξωτερικά γνωρίσματα του τόπου και του χρόνου και να αναπαραγάγει τις κοινωνικές εντάσεις της εποχής, προκειμένου να αποτυπώσει τις μάγισσες ως μια μεταφορά. Στον Αρτζέντο οι μάγισσες και ο τρόμος τους είναι ο σκοπός, στον Γκουαντανίνο οι μάγισσες είναι μέσο προς επίτευξη σκοπού, είναι όχημα αλληγορίας.

Ο Αρτζέντο ενδιαφέρεται για το πρώτο επίπεδο και μόνο, αλλά του δίνεται ολόψυχα, πιστεύει τόσο πολύ σε αυτό που γυρίζει, ώστε όλα στην ταινία (τα χρώματα, τα σχήματα, τα μεγέθη, οι μουσικές, τα αίματα) είναι στη διαπασών. Οι μάγισσες είναι η ενσάρκωση του κακού και του θανάτου και ως εκεί. Τη μοναδική φορά που θα επιχειρήσει -ίσως- έναν συμβολισμό, είναι όταν κάνει ζουμ στην μπότα της αυταρχικής δασκάλας που πατάει σκουλήκια. Ακόμη κι αυτό όμως θα μπορούσε να μην συμβολίζει κάτι. Και σε κάθε περίπτωση είναι ένα πλάνο ενός δευτερολέπτου, δεν προσπαθεί να λειτουργήσει ως κάτι άλλο. Παρακολουθούμε ένα φουλ ατμοσφαιρικό έργο τρόμου, όχι κάτι το βαθυστόχαστο.

Το ριμέικ αντίθετα προσπαθεί να είναι όσο πιο βαθύ γίνεται, σαν να ντρέπεται για το πρωτότυπο, σαν να το μισεί το πρωτότυπο, σαν να έρχεται ο ενήλικος ώριμος δημιουργός να πει, κοιτάξτε, οκ, είχε το χάζι του το πρωτότυπο, εντάξει με το παιδικό σας το παιχνίδι, μήπως να σοβαρευόμασταν όμως και λίγο τώρα; Έτσι ο Γκουαντανίνο, με τον σεναριογράφο του David Kajganich, παίρνουν το κόνσεπτ των μαγισσών και προσπαθούν να χτίσουν πάνω τους συμβολισμούς επί συμβολισμών. Τι είχαμε το 1977 στη Γερμανία; Α, την αεροπειρατεία της Λουφτχάνσα. Συνδέεται με τη δράση της RAF, να λοιπόν μια αρχηγική θηλυκή φιγούρα, μια «Μητέρα», η Ούρλικε Μάινχοφ, που είχε αυτοκτονήσει ή την είχαν αυτοκτονήσει ένα χρόνο πριν, αλλά οκ ως φιγούρα μάς κολλάει. Να συνδέσουμε μια φοιτήτρια της σχολής χορού με τη δράση της; Καθόλου δεν συνδέεται αλλά δεν πειράζει, Μητέρα και η Μάινχοφ. Με τι προκάλυμμα λειτουργεί το άντρο των μαγισσών; Ως σχολή χορού. Να και η Τίλντα Σουίντον να θυμίζει την Πίνα Μπάους. Βάλε στο μίξερ κι αυτή τη Μητέρα, την καλλιτεχνική, μαζί με την επαναστάτρια Μητέρα. Και τι άλλες ιδιαιτερότητες έχει η Γερμανία το 1977; Τείχος και τέτοια, ε; Χωρισμένη στα δύο. Βερολίνο λοιπόν, δυτικό κι ανατολικό. Να το βάλουμε και στον υπότιτλο «Έξι πράξεις κι ένας επίλογος στο διαιρεμένο Βερολίνο».  Κι ας παίζει ελάχιστο ρόλο η διαίρεση. Αλλά όλο και κάτι θα σκεφτεί κανείς να κάνει αναγωγές πάνω του. Και τι άλλο έχει η Δυτική Γερμανία το 1977; Φουλ ενοχή για το ναζιστικό παρελθόν της. Τα ρίχνουμε όλα στο μίξερ; Τα ρίχνουμε.

Τα ρίχνουμε σε μια ταινία διάρκειας 2 1/2 ώρες. Μιας ταινίας, που για να είμαι ειλικρινής μέχρι την έκτη πράξη δεν με χαλούσε ιδιαίτερα. Μπορεί να μην με ενθουσίαζε, μπορεί να ήμουν σκεπτικός,, αλλά ακόμη κι αν η σύγκριση με την αρχική “Suspiria” έδινε ένα έργο που προσπαθούσε -ανεπιτυχώς ως τότε- να είναι πολύ πιο σύνθετο, χωρίς να καταφέρνει να είναι τόσο κινηματογραφικά απολαυστικό (με τη μεγάλη εξαίρεση μιας σκηνής χορού που δεν είναι μόνο χορός, η οποία είναι πράγματι καταπληκτική), οι εικόνες του είχαν πάντως μια δύναμη και το ενδιαφέρον μου παρέμενε ενεργό.

Είναι όμως τόσο αδιανόητα τραγελαφικά όσα συμβαίνουν στην έκτη πράξη, που πραγματικά μένεις με το στόμα ανοικτό, πραγματικά δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι βλέπεις όσα βλέπεις. Γιατί είναι ένα πράγμα το να μη λειτουργούν οι συμβολισμοί και μια ταινία να αποδεικνύεται δήθεν και ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα η αναπαράσταση που βλέπεις σε πρώτο επίπεδο να περνά στη σφαίρα του εξωφρενικού. Τι είχε άραγε στο μυαλό του ο Γκουαντανίνο; Είχε γκώσει από μια σκηνοθετική καριέρα φωτογένειας, μεσογειακού ήλιου, εξοχής και «όμορφης ομορφιάς», ώστε καπάκι μετά το «Να με φωνάζεις με το Όνομα σου» είπε να το βγάλει όλο αυτό εικονοποιώντας μια πηχτή αηδία; Προσπαθεί να παρωδήσει κάτι ή -το πιθανότερο- αυτοπαρωδείται ακούσια; Και είναι διπλά ειρωνικό το ότι υποτίθεται η αντιδιαστολή με την ταινία του Αρτζέντο είναι ότι εδώ έχουμε ένα έργο που προσπαθεί να είναι σοβαρότερο, λιγότερο κραυγαλέο, συνολικά αρτιότερο. Ένα έργο που λέει, κοίτα, ακόμη κι αν δεν καταφέρω να προσεγγίσω τόσο άμεσα το συναίσθημά σου, η κατασκευή μου όμως έχει εγκεφαλικά στρώματα επί εγκεφαλικών στρωμάτων. Και πάει και μας παρουσιάζει έναν χορό τεράτων βγαλμένο από τα τα κατάβαθα του τρας; Γιατί; Επειδή προσπαθεί να πει κάτι με αυτό; Αλήθεια τώρα;

Και σαν να μη φτάνει η οπτική φρίκη της έκτης πράξης, έρχεται και η νοηματική φρίκη του επιλόγου. «Ένα κομμένο σε φέτες αχλάδι» είναι ο τίτλος του επιλόγου. Εδώ ο Γκουαντανίνο με τον σεναριογράφο του προσεγγίζουν το πνεύμα του θρυλικού Μαέβιους Παχατουρίδη. Πείτε ό,τι θέλετε, αλλά αφήστε τα αχλάδια στην άκρη. Πιάστε ένα ροδάκινο τουλάχιστον, που έχει κι άλλες χρήσεις στην φιλμογραφία του Γκουαντανίνο. Εν πάση περιπτώσει, μιλώντας για τον επίλογο, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια απόπειρα ερμηνείας του τι ακριβώς προσπάθησε να κάνει το ριμέικ: ο Αρτζέντο το 1977 μιλά για μάγισσες. Τέσσερις δεκαετίες μετά με τα θέματα φύλου να είναι στην πρώτη γραμμή, η σύνδεση των μαγισσών με το γυναικείο φύλο ήταν σχεδόν αδύνατο να μην είναι σε πρώτη μοίρα. Φτιάχνεται λοιπόν μια ταινία όχι απλά γυναικοκρατούμενη, αλλά μια ταινία με μια μικρογραφία μιας μητριαρχικής δομής. Όταν στα μέσα της ταινίας έρχονται στη σχολή δυο άντρες μπάτσοι να κάνουν έρευνα, οι μάγισσες τούς υπνωτίζουν και τους εξευτελίζουν εν αγνοία τους, περιεργαζόμενες τα γεννητικά τους όργανα. Γεννητικά όργανα που με όση ματσίλα κι αν ξύσει ο ένας μπάτσος στη συνέχεια σε άλλη σκηνή, αυτή θα είναι αυτεπίστροφη.

Κι αν ο εξωτερικός εισβολέας γελοιοποιείται, η μεγάλη μάχη είναι εσωτερική. Ποια Μητέρα θα επικρατήσει; Ποια θα είναι η μάγισσα των μαγισσών, η Μητέρα των Μητέρων; Kι αν το πάρουμε το πράγμα ιστορικά, ποιο είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να καταλογιστεί συνολικά στο γυναικείο φύλο; Τι είναι οι γυναίκες; Μάγισσες; Έστω. Πάμε λίγο στους άντρες και στον κόσμο που έχτισαν. Χμ, έλα εδώ υπέργηρε ψυχίατρε με το κομμένο σε φέτες αχλάδι στο δίσκο σου. Ποιες γυναίκες κακόπεσαν στα χέρια σου; Η ασθενής που δεν πίστεψες γιατί τη θεωρούσες υστερική, ψυχωτική, αναξιόπιστη ως γυναίκα, κι όταν σου περιέγραφε ότι ζει με μάγισσες δεν την πίστεψες; Η γυναίκα σου που έχασες το 1943, όταν βομβαρδιζόταν το Βερολίνο; Μπα, άλλη είναι η μεγαλύτερη ενοχή σου. Είσαι μέλος της γενιάς που έφερε τους Ναζί στην εξουσία. Είσαι μέλος της γενιάς που γέννησε το φρικτότερο ιδεολογικό κίνημα στην ιστορία. Είσαι μέλος του φύλου σου. Αν εμείς είμαστε μάγισσες, εσείς κάνετε από καταβολής της ανθρωπότητας πολέμους. Και εσύ ειδικά  είσαι μέλος της γενιάς που προξένησε και τον πόλεμο στον οποίο ανακατεύτηκε όλος ο πλανήτης. Αν εμείς κάνουμε μάγια, εσείς κάνετε Ολοκαυτώματα. Εσείς είστε οι εγκληματίες της Ιστορίας. Εμείς είμαστε μόνο μάγισσες.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.