Σπύρος Κιοσσές: «Όσο μεγαλώνουμε, όσο απομακρυνόμαστε από την παιδική μας ηλικία, τόσο περισσότερο επιστρέφουμε σ’ αυτήν»

Ο συγγραφέας Σπύρος Κιοσσές μιλάει στο ελc με αφορμή το πρώτο του βιβλίο «Τα πρωτοβρόχια»

«Πόσο περίεργο μου φαίνεται. Η μαμά παιδί. Δηλαδή κανονικά δεν είναι περίεργο, όλοι οι άνθρωποι πρώτα είναι παιδιά, μετά μεγάλοι, μετά γιαγιάδες και παππούδες. Απλώς είναι δύσκολο να φανταστείς ειδικά τη μαμά και τον μπαμπά παιδιά σαν κι εμάς. Τους φαντάζεσαι πάντα μεγάλους. Να ξέρουν πάντα ποιο είναι το σωστό, να σου λένε τι πρέπει να κάνεις και τι να μην κάνεις. Κι εμείς να τους ακούμε».

Ο Σπύρος Κιοσσές με το βιβλίο του «Τα πρωτοβρόχια» μας συστήνει τον Τάσο, έναν έφηβο που μεγαλώνει σε μια λαϊκή επαρχιακή γειτονιά στα τέλη του ’70 και τη δεκαετία του ’80, μια περίοδο μεταβατική τόσο για τον ίδιο τον Τάσο όσο και για την ελληνική κοινωνία.

Υλικό του Σπύρου Κιοσσέ οι αναμνήσεις του έφηβου τότε Τάσου, με την μορφή πρωτοπρόσωπης αφήγησης ξετυλίγονται σαν σελίδες ημερολογίου και μας μεταφέρουν χρονικά στο παρελθόν του και σε όλα όσα τον καθόρισαν ως ενήλικα αργότερα.

Μια μικρή ιστορία ενηλικίωσης, με όλη την αθωότητα και την τραγικότητα που χαρακτηρίζει την πιο κρίσιμη περίοδο της ζωής του ανθρώπου.

Ας ξεκινήσουμε με κάτι, ίσως απλό. Αν και διδάσκετε δημιουργική γραφή, αυτό είναι το πρώτο σας βιβλίο. Τι σας ώθησε να το γράψετε; Έμπνευση, προσωπική ανάγκη για μοίρασμα; Και πώς δεν έγινε νωρίτερα; 

«Τα πρωτοβρόχια» είναι πράγματι το πρώτο μου βιβλίο πεζογραφίας. Προηγήθηκαν μια ποιητική συλλογή, τέσσερα χρόνια πριν, αλλά και πολλά μικρά πεζά που δημοσιεύτηκαν σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Είναι αλήθεια, πάντως, ότι άργησα σχετικά να δημοσιεύσω λογοτεχνικές μου απόπειρες. Ίσως ακριβώς η επιστημονική μου ενασχόληση με τη λογοτεχνία και τη δημιουργική γραφή να αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα. Εννοώ, η γνώση της βαρύτητας, του «κινδύνου», αν θέλετε, της λογοτεχνικής γραφής, των δυσκολιών και των απαιτήσεών της, να με αποθάρρυνε τουλάχιστον από τη δημοσιοποίηση – αν και έγραφα από μαθητής. Αυτό που με ώθησε, τελικά, να κάνω και αυτό το βήμα ήταν μάλλον η ανάγκη μου να βιώσω πληρέστερα και «εκ των έσω» το λογοτεχνικό φαινόμενο, το οποίο προϋποθέτει απαραιτήτως κάποιο «κοινό», κάποιους αποδέκτες. Η λογοτεχνία είναι κατεξοχήν μια μορφή επικοινωνίας, την οποία θέλησα να δοκιμάσω κι ο ίδιος από την πλευρά του δημιουργού και όχι μόνο του αποδέκτη. 

H ιστορία σας είναι προϊόν μυθοπλασίας ή και προσωπικά βιώματα σε μια σύνθεση με μυθοπλασία; 

Έχω την εντύπωση ότι κάθε κείμενο εμπεριέχει στοιχεία αυτού που το συνθέτει: τις απόψεις, τις γνώσεις, τα διαβάσματα, τις επιθυμίες, την οπτική, τη στάση ζωής του. Κάποια κείμενα είναι πιο συνειδητά «αυτοβιογραφικά», από μέρους του συγγραφέα, και με τρόπο εμφανέστερο για τον αναγνώστη. Κάποια άλλα λιγότερο ή πιο συγκαλυμμένα. Στην πεζογραφία, εν προκειμένω, τα όποια προσωπικά βιώματα μεταπλάθονται αναγκαστικά, ώστε να γίνουν αφηγήσιμα (δυνατά, δηλαδή, να αποτελέσουν συστατικά στοιχεία μιας συνολικής αφήγησης) και αξιοδιήγητα (ικανά να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των αποδεκτών). Πρωτίστως πρέπει να υπακούουν στους νόμους της πλοκής. Ακόμα και η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης ότι αυτά που διαβάζει είναι «προσωπικά βιώματα», είναι προϊόν τεχνικής, άρα μυθοπλασία.  

Ο ήρωας του βιβλίου σας είναι ο Τάσος. Ο Τάσος μεγαλώνει σε μια λαϊκή επαρχιακή γειτονιά στα τέλη του ’70 και τη δεκαετία του ’80, μια περίοδο μεταβατική για την ελληνική κοινωνία. Υπάρχουν κοινά σημεία εκείνης της ζωής με τη σημερινή; Ποια κατά τη γνώμη σας η μεγαλύτερη διαφορά με το σήμερα; 

Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στην ελληνική κοινωνία από τότε. Ο ρυθμός της αλλαγής, ωστόσο, κυρίως σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων και αντιλήψεων, είναι πολύ πιο αργός, νομίζω, στην Ελλάδα (και κυρίως στην επαρχία) απ’ ό,τι αλλού. Μια σημαντική διαφορά είναι ότι πλέον τα παιδιά αναγκάζονται να γνωρίσουν την ωμή πραγματικότητα των μεγάλων πολύ πιο σύντομα και αιφνίδια. Τους στερείται η παιδικότητα πολύ πιο κυνικά, προτού καλά καλά προλάβουν να την απολαύσουν.  

«Απ’ το χέρι, ο μπαμπάς κι η μαμά προχωράνε μπροστά. Η μαμά κρατάει τον μπαμπά απ’ το μπράτσο και γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του. Πόσο χαίρομαι να τους βλέπω έτσι. Σε λίγο θα μπούμε στο σπίτι μας, η γιαγιά θα με περιμένει να μου πει τι έγινε στο «Λούνα Παρκ», μετά θα πλύνω τα δόντια, θα κάνω την προσευχή μου μαζί με τη γιαγιά και θα πέσω για ύπνο. Ακόμη σιγοτραγουδάω το «Αν γινότανε». Τι καλά να κρατούσε για πάντα αυτό το βράδυ. Αχ, και να γινότανε.» Τι θα ευχόσασταν σήμερα να γινότανε; 

Θα ευχόμουν να συνειδητοποιούσαμε αυτά που ανέφερα παραπάνω: ότι εμείς οι ενήλικες πρέπει να προστατεύσουμε πάση θυσία την παιδικότητα των παιδιών μας. Να τους δώσουμε χώρο και χρόνο να αναπτυχθούν σε ένα ασφαλές και υγιές οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Κι όταν λέω «πάση θυσία» εννοώ κατεξοχήν με τη θυσία των δικών μας εγωιστικών ενασχολήσεων.  

Στρέφετε το βλέμμα με νοσταλγία στα παιδικά σας χρόνια; Αναζητάτε εκεί απαντήσεις για θέματα που ίσως σήμερα σας προβληματίζουν; 

Νομίζω ότι μας χαρακτηρίζει το εξής παράδοξο: όσο μεγαλώνουμε, όσο απομακρυνόμαστε από την παιδική μας ηλικία, τόσο περισσότερο επιστρέφουμε σ’ αυτήν. Σα να ψάχνουμε στα παιδικά μας χρόνια ποιοι πραγματικά είμαστε, ποιοι γίναμε, ποιοι θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει.  

Πότε μεγαλώνουμε τελικά; Υπάρχει μια καθοριστική στιγμή ενηλικίωσης, πέρα φυσικά από την ηλικία; 

Νομίζω ότι υπάρχει μια καθοριστική στιγμή ενηλικίωσης, αλλά ποια είναι αυτή και πότε έρχεται διαφέρει για τον καθένα. Ένα βίωμα, μια επιλογή, ένα τυχαίο συμβάν, μια συνειδητοποίηση, μια απώλεια, μια σκέψη, μια λέξη που βρίσκει «κέντρο» χτυπά στο «δόξα πατρί» της ύπαρξής σου και την αλλάζει συθέμελα.   

Ποια εντύπωση, αίσθηση θέλετε ιδανικά να αφήσει σε έναν αναγνώστη το βιβλίο σας;  

Θέλω απλώς να κάνει μιαν εντύπωση. Να μην περάσει αδιάφορη η ανάγνωσή του. Το να «αρέσει» σε όλους τους αναγνώστες (να τους συγκινήσει, προβληματίσει, ευαισθητοποιήσει κ.λπ.) είναι προφανώς αδύνατο. Εκείνο που ελπίζει, νομίζω, κάθε δημιουργός (και σίγουρα εγώ) είναι η ιστορία και οι χαρακτήρες του να «μιλήσουν» σε κάποιους, τουλάχιστον, αναγνώστες: να τους εμπλέξουν στον μυθοπλαστικό κόσμο, να τους κάνει να τον συναισθανθούν. Κι αυτό ήδη γίνεται και με χαροποιεί πολύ. 

Είστε διδάκτωρ Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Πώς κρίνετε τον τρόπο που διδάσκεται η λογοτεχνία στα σχολεία;   

Παρά το ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι διδασκαλίας, σχεδόν όσοι και οι διδάσκαλοί της. Τα νέα προγράμματα σπουδών, κυρίως με την εισαγωγή της μελέτης του ολόκληρου λογοτεχνικού έργου, είναι ένα πολύ θετικό βήμα. Είναι σημαντικό, γενικά, η λογοτεχνία να διδάσκεται ως αυτό που είναι, ως «τέχνη του λόγου», δηλαδή, και όχι ως υλικό για απομνημόνευση, εξέταση κ.λπ. Μόνο έτσι θα δημιουργήσουμε μελλοντικούς (φιλ)αναγνώστες 

Πόσο σημαντική είναι η λογοτεχνία για τα μικρά παιδιά και τους εφήβους στις μέρες μας; Εσείς σαν παιδί θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας «βιβλιοφάγο»;

Η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων που απευθύνονται σε μικρά παιδιά και κατόπιν σε εφήβους είναι απαραίτητα στάδια στην αναγνωστική εξέλιξη του ατόμου. Το παιδί «προπονείται» αναγνωστικά, διαβάζει κείμενα διαβαθμισμένης δυσκολίας, πριν προχωρήσει σε περισσότερο απαιτητικά αναγνώσματα. Υπάρχουν εξαιρετικά έργα παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, ελληνικά και μεταφρασμένα στην ελληνική, που μπορούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των παιδιών για την ανάγνωση και να τους καλλιεργήσουν την επιθυμία για τη συνέχισή της. Είναι κρίμα να μην αξιοποιούνται από τους εκπαιδευτικούς. Εγώ ήμουν «βιβλιοφάγος» από μικρός. Μία από τις πολύ ευτυχισμένες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας ήταν όταν ανακάλυψα ότι στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης μου μπορούσα να δανειστώ δωρεάν όποιο βιβλίο μου άρεσε.    

Το βιβλίο «Τα πρωτοβρόχια» του Σπύρου Κιοσσέ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.