Ο Δημήτρης Μυτιληναίος αναδεικνύει την ομορφιά της αμηχανίας με το “ΙΝSEQS”

Συζητώντας πάνω στην έννοια του «ανόργανου μπαλέτου», την ανατροπή του αισθητικού προτύπου, την ομορφιά αυτού που διαφεύγει τον έλεγχό μας και την punk μουσική

Φωτογραφίες: © Μαρίνα Σκουτέλα

Μια συζήτηση με τον Δημήτρη Μυτιληναίο πάνω στην έννοια του «ανόργανου μπαλέτου», την ανατροπή του αισθητικού προτύπου, τον μαθηματικό τρόπο σκέψης και προσέγγισης του χορού, την ομορφιά αυτού που διαφεύγει τον έλεγχό μας και την punk μουσική, με αφορμή το νέο του έργο “ΙΝSEQS” που παρουσιάζεται σε έναν πρώην εκθεσιακό χώρο αυτοκινήτων, για τέσσερις παραστάσεις από την 1η έως τις 4 Δεκεμβρίου.

 

Πώς προέκυψε ο τίτλος “ΙΝSEQS” και τι δηλώνει; 

Ο τίτλος του έργου αποτελεί συντομογραφία του “INORGANIC SEQUENCES”.  Όσον αφορά το “inorganic” έχει να κάνει με την υπόθεση του τι θα ήταν ένα ανόργανο μπαλέτο. Στην προηγούμενη δουλειά μου είχα ένα ντουέτο με την Νεφέλη Αστερίου, που συμμετέχει και στην τωρινή παράσταση, και είχαμε παρατηρήσει ότι για να περιγράψουμε κινήσεις χρησιμοποιούσαμε μπαλετική ορολογία χωρίς όμως να κάνουμε τις αντίστοιχες μπαλετικές κινήσεις. Έτσι προέκυψε η ιδέα του πώς θα πιάσουμε το μπαλετικό λεξιλόγιο και αφαιρώντας του ιδιότητες ή κινητικά χαρακτηριστικά να προκύψουν νέες κινήσεις που αν και δεν είναι μπαλετικές εμείς τις σκεφτόμαστε και τις περιγράφουμε με βάση τον μπαλετικό κώδικα.

Επιπλέον, ο όρος «ανόργανο(ς)» χρησιμοποιείται πολύ στις αίθουσες χορού και άρχισα να σκέφτομαι πάνω σε αυτό δηλαδή τι εννοεί ο καθένας με αυτή τη χρήση που είναι ούτως ή άλλως λανθασμένη αφού το ανόργανο είναι το αντίθετο το ενόργανου άρα γλωσσικά δεν είναι δόκιμο να χαρακτηρίζει μια κίνηση. Έτσι προκύπτει το πώς μια λάθος χρήση μπορεί να οδηγήσει σε κάτι πρωτότυπο και το πώς το «ανόργανο», αν του αφαιρέσεις την έννοια του ορθού ή όχι, δεν σημαίνει τίποτα. Μπήκα λοιπόν στη διαδικασία να αναζητήσω πώς χρησιμοποιείται αυτή η έννοια. Το μπαλέτο αποτελεί την απόλυτη αισθητική αναφορά του χορού και έχει την πρωτοκαθεδρία σε σχέση με τη θεμελίωση του χορού θεσμικά και καλλιτεχνικά ως ανεξάρτητη Τέχνη και ως φόρμα, συνεπώς το εγχείρημά μας έχει μια ιδέα ανατροπής του αισθητικού προτύπου.

Όσον αφορά το “sequences” είναι αυτό που λέει η λέξη δηλαδή «σειρές». Πριν αποφασίσω να γίνω χορευτής ήθελα να γίνω μαθηματικός, είχα περάσει στο Πολυτεχνείο και τα μαθηματικά χαρακτηρίζουν τον τρόπο που σκέφτομαι. Στο μεταπτυχιακό μου είχα ασχοληθεί με τη μαθηματική γλώσσα, με το πώς την χρησιμοποιώ και με βοηθάει να σκέφτομαι τη χορογραφία και να κάνω εφαρμογές με «μαθηματικούς όρους». Το έργο εκτυλίσσεται σε έξι διαφορετικά «νούμερα», δηλαδή πρόκειται για μια σειρά από σκηνές. Είναι πολύ διαφορετική η εφαρμογή σε κάθε σκηνή, αυτό όμως που συνθέτει το όλον είναι ότι όλοι προσπαθούν το «ανόργανο μπαλέτο».

Αυτό που εγώ προσπαθώ είναι να καταργήσω καλλιτεχνικά την έννοια του σωστού και του λάθους ακόμη και μέσα στο μπαλέτο.

Δηλαδή; 

Η δική μου αντίληψη για το μπαλέτο είναι ότι δεν έχει σημασία το πόσο καλά το κάνεις αλλά ότι μπαίνεις στη διαδικασία να υπηρετήσεις ένα σύστημα, το οποίο είναι πολύ καλά δομημένο και αυτό φέρνει τη χορευτική πράξη στην επιφάνεια. Αυτό λοιπόν είναι που κάνει ο χορευτής, είτε το πετυχαίνει είτε όχι. Οπότε το να βλέπεις έναν άνθρωπο που δεν ξέρει μπαλέτο, γνωρίζοντας όμως ποιοι είναι οι στόχοι του και τι προσπαθεί να πετύχει, τότε τον βλέπεις να χορεύει. Επιπλέον, το μπαλέτο δίνει τη δυνατότητα να ασχοληθείς με κάποια επιμέρους θέματα όπως για παράδειγμα η απόκρυψη της δυσκολίας. Οπότε εμείς μέσα από την ιδέα της ανατροπής του προτύπου προσεγγίζουμε και το τι σημαίνει να δείχνεις την προσπάθεια.

Παρουσιάζοντας την προσπάθεια και τη δυσκολία τι κερδίζεις; 

Είναι κάτι πολύ δικό μου αυτό σε σχέση με την αισθητική μου που λέει ότι όταν δυσκολεύεσαι κάνεις πράγματα που δεν συνειδητοποιείς πως κάνεις και αυτά για μένα έχουν όλη την ομορφιά.

Γιατί; 

Γιατί δείχνεις κάτι που σου διαφεύγει, που δεν το ελέγχεις απόλυτα και αυτό σίγουρα είναι κάτι που με ενδιαφέρει σαν επιτελεστική κατάσταση. Δεν θέλω οι χορευτές να είναι πάνω από το υλικό, θέλω να το υπηρετούν, να το δοκιμάζουν, να το προσπαθούν και το κοινό να βλέπει, σαν φόρμα, την αναμέτρησή τους με μια δυσκολία που τους ξεπερνά.

Μου θυμίζει τη συνθήκη της performance, κάτι που μπορεί να είναι «ατύχημα» πάνω στη σκηνή μπορεί να αξιοποιηθεί και να εξελιχθεί. 

Ακριβώς. Κι εδώ ασχολούμαστε πολύ με την επανάχρηση, πώς δηλαδή επαναχρησιμοποιούμε υλικά και τα βάζουμε μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο για να βγάλουμε καινούργιες φόρμες ή αντίστοιχα η μεταστροφή των καταστασιακών που λέει ότι αποσπάμε πληροφορίες μέσα από την Ιστορία, από τις δουλειές άλλων ανθρώπων και κάνουμε ένα είδος κολάζ για να προτείνουμε καινούργια νοήματα. Αυτό πιο πολύ ως βάση, δεν θέλω να απλώνομαι πολύ στις θεωρητικές αναφορές για να μπορεί ο θεατής να δει πιο καθαρά τελικά τι βγήκε. Δεν είναι μέριμνα μου ο θεατής να ταυτίσει το αποτέλεσμα με τις αναφορές μου. Αν μπορεί κάποιος να το σκεφτεί όπως το σκέφτηκα εγώ τότε τέλεια, αν μπορεί να το σκεφτεί τελείως διαφορετικά τότε επίσης τέλεια.

Η μουσική είναι πρωτότυπη, γραμμένη από τους Rita Moss για το έργο. Ποια η συμβολή της μουσικής τους στην παράσταση;

Ισχύει αυτό, χρησιμοποιούμε και δύο κομμάτια από τα παλιά τους αλλά κι αυτό έχει συνέπεια ως προς τη θεματική της επανάχρησης. Αυτό προέκυψε ως εξής: Ήμουν στη φάση που είχα καταλήξει στο έργο, ότι θα είναι ομαδικό, ότι θα έχει αυτή τη δομή και είχα πάει σε ένα live τους όπως μου είχε προτείνει η φίλη μου η Μαρίνα Σκουτέλα, που μας έχει κάνει τα βίντεο και ανήκει στην underground new wave punk σκηνή της Αθήνας. Είδα ότι ο ήχος τους είναι ξεκάθαρα noise punk αλλά επειδή είναι σοβαροί και επαγγελματίες μουσικοί, είναι και καθηγητές σε ωδεία, κάνουν και ανάλυση παρτιτούρας, αλλάζουν μοτίβα και ρυθμούς μέσα στα κομμάτια κι αυτό οδηγεί σε αποσυντονισμό των head bangers. Πάει δηλαδή το κοινό που θέλει να ακούσει μια παραδοσιακή punk μπάντα και να χτυπηθεί και αυτοί ξαφνικά άλλαζαν ρυθμό και ο κόσμος δεν μπορούσε να χτυπηθεί με τον τρόπο που ήθελε. Και σκέφτηκα ότι αυτό μας ταιριάζει απόλυτα γιατί και η δική μας κίνηση δεν ακολουθεί μια σταθερή ρυθμολογία οπότε βγάζει νόημα η μουσική τους μαζί με την κίνησή μας. Επίσης, η punk ως είδος, ως ιστορία και ως αναφορά κουμπώνει με τις έννοιες της ανατροπής και της δυσκολίας. Οπότε ταίριαξαν πολύ με την προσπάθεια των χορευτών και τη δυσκολίας τους.

Info παράστασης:

ΙΝSEQS | 1 – 4 Δεκεμβρίου στις 21:00 | Φαλήρου 97, Κουκάκι

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.