“Mirror”: Η Θέμις Μπαζάκα με θάρρος στα βάθη του καθρέφτη

«Ήμουν πολύ γερά σχεδιασμένη και δεν περίσσευε καμία γραμμή για να τη σβήσω»

Mirror. Στο ομότιτλο ποίημα της, η Sylvia Plath, γράφει:

«…ακριβώς όπως είναι, απαράλλαχτο από αγάπες ή αντιπάθειες…» και συνεχίζει «το μάτι ενός μικρού Θεού».

Μπροστά στο μάτι ενός μικρού Θεού, λοιπόν, μπορείς μόνο να σταθείς απογυμνωμένος από οποιοδήποτε φίλτρο. Απογυμνωμένος και θαρραλέος. Όχι μ’ αυτό το θάρρος που πηγάζει από άγνοια αλλά με αυτό που αντίθετα, πηγάζει από βαθιά γνώση του ποιος είσαι.

Δεν γνωρίζω πολλές γυναίκες που θα το έκαναν αυτό. Ξέρω όμως σίγουρα μία και αυτή είναι η Θέμις Μπαζάκα:

«Μπροστά στον καθρέφτη νομίζω πως βλέπω την πραγματικότητα [ γελάει ]. Μεγάλωσα, δεν ξέρω αν ωρίμασα. Πολλές φορές νιώθω πιο ανώριμη από ποτέ. Να σου πω, όμως, την αλήθεια, δεν είμαι και του καθρέφτη πολύ-πολύ. Οι ματιές μου είναι φευγαλέες. Εκεί, το πρωί που πλένω τα δόντια μου. Μια ματιά αφού ντυθώ και πριν φύγω. Δεν ασχολούμαι με το πρόσωπο μου και με την εικόνα μου. Δεν ασχολούμαι γενικά με την εικόνα μου. Τα πράγματα είναι πολύ απλοποιημένα σε μένα».

Δεν μπορώ να μην συμφωνήσω με αυτήν τη νοοτροπία. Άλλωστε όλα αυτά τα εκκωφαντικά φτιασίδια διαταράσσουν τελικά την ησυχία που απαιτεί οτιδήποτε όμορφο.

«Οι γυναίκες κάνουν πολύ κακό στον εαυτό τους, είναι όλες ίδιες. Βέβαια, υπάρχουν και γυναίκες που απλώς σέβονται την εικόνα τους και φροντίζουν να την διατηρούν, να στηρίζουν το στυλ τους. Εγώ δεν ασχολούμαι ούτε με αυτό. Καλώς, κακώς, δεν ξέρω. Πιο πολύ με απασχολεί το σώμα μου, να γυμνάζομαι, να τρέφομαι σωστά. Να το διατηρώ γερό και ευθυτενές για να έχει την ενέργεια που απαιτεί η δουλειά μου».

Μέσα στον δικό μας «καθρέφτη», όμως, εκτός από το πώς φαίνεσαι, μπορείς να δεις και ποια είσαι.

«Μεγαλώνοντας ο άνθρωπος και καταλαγιάζοντας σε κάποια πράγματα, μπαίνει σε μια διαδικασία αναδρομής και παρακολούθησης του εαυτού του.

Όταν ήμουν πιο μικρή, ήμουν πιο αυθόρμητη και δεν μ’ ένοιαζε τι θα πει ο άλλος. Εγώ θα έκανα αυτό που ήθελα. Για παράδειγμα, αυτό το περίφημο “εγώ λέω αλήθεια” ήταν χαρακτηριστικό μου κι ας πλήγωνα ανθρώπους. Με τα χρόνια, όμως, όλο αυτό μαλάκωσε. Έχω περισσότερη υπομονή και πολύ συχνά αναρωτιέμαι, βουτάω τη γλώσσα μου στο μυαλό μου πριν μιλήσω.

Πρέπει να σου πω -δεν ξέρω πως θ’ ακουστεί- είμαι ικανοποιημένη από τον εαυτό μου. Είμαι ικανοποιημένη από τη ζωή που έχω κάνει παρόλο που ήταν μια ζωή πολύ δύσκολη, όπως και των περισσότερων φαντάζομαι. Μια ζωή που περιλάμβανε και απώλειες και ήττες και αποτυχίες αλλά ήταν τίμια και σε απόλυτη αρμονία με τα πιστεύω και το ήθος μου. Γι’ αυτό και δεν έχω μετανιώσει για κάτι. Ίσως θα ήθελα να είχα χειριστεί κάποια πράγματα διαφορετικά αλλά επί της ουσίας, δεν μετανιώνω.

Δεν έχω κάνει εκπτώσεις στο ήθος μου ή στις ιδέες μου. Δεν μπορούσα ποτέ να πάω κόντρα στη φύση μου. Ήμουν πολύ γερά σχεδιασμένη και δεν περίσσευε καμία γραμμή για να τη σβήσω».

Τύχη; Ήσουν τυχερή;

«Ναι και ήμουν πάντα εκεί να δεχτώ την τύχη μου. Αυτό είναι για μένα μεγαλύτερη τύχη, να είσαι παρών όταν έρθει».

Σίγουρα ήταν παρούσα όταν ήρθε η πρόταση για τα Πέτρινα Χρόνια του Παντελή Βούλγαρη. Μια ταινία που διακοσμεί τον ελληνικό κινηματογράφο σαν κόσμημα. Της ζήτησα να θυμηθεί την εμπειρία της από τα γυρίσματα.

«Ήμουν πολύ αγχωμένη μέσα σε όλο αυτό. Μια παραγωγή πολύ μεγάλη κι εγώ τότε πολύ μικρή. Από το άγχος μου δεν έτρωγα. Δεν έτρωγα καθόλου. Θυμάμαι το διευθυντή φωτογραφίας να μου φωνάζει “φάε κάτι, δεν γράφεις” [ γελάει ]. Η πιο δυνατή ανάμνηση, όμως, από τα γυρίσματα στα Πέτρινα Χρόνια είναι πως τόσο ο Παντελής Βούλγαρης όσο και η γυναίκα του αλλά και όλοι στην παραγωγή, με είχαν αγκαλιάσει. Παρόλο που ήμουν άπειρη και μικρή, ένιωθα προστατευμένη. Ήμασταν οικογενειακά».

Πίσω στο σήμερα, η Θέμις παίζει στον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο Θέατρο Χορν. Η ιστορία βρίσκει την ηρωίδα της, την Λιουμπόβ μπροστά στη διάλυση του κόσμου της και η ερώτηση είναι αναπόφευκτη:

«Σε πάρα πολλές δύσκολες καταστάσεις που έχω περάσει – όχι κάτι ανάλογο με την Λιουμπόβ βέβαια- ο πόνος της απώλειας μου κρατάει λίγο. Έχω την ικανότητα να τον προσπερνάω αλλά μιλάμε γι’ αυτές τις απώλειες τις διαχειρίσιμες. Δεν κολλάω. Μου στοιχίζει να χάσω μια φιλία αλλά τόσο όσο. Δεν πιστεύω ότι είναι υγιές τελικά ν’ απασχολώ το μυαλό μου πολύ με τέτοια πράγματα. “Θες να φύγεις; Φύγε.”  Και στις σχέσεις ακόμα, δεν κολλάω.

Όσον αφορά την παράσταση που με ρώτησες, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ψυχικό τοπίο μέσα στο οποίο όλοι οι ήρωες ωριμάζουν βιαίως. Η δική μου ηρωίδα φέρεται κάπως σαν παιδί, επιπόλαια. Δεν θέλει να επεξεργάζεται τις απώλειες και κυρίως δεν κάνει τίποτα για ν’ ανατρέψει τα δεδομένα. Αυτό, για παράδειγμα, δεν θα το έκανα. Πάντα προσπαθώ να βρω τη λύση προκειμένου να μη χαθεί μια σχέση. Θέλω να ξέρω πως έκανα ό,τι μπορούσα για να το αποτρέψω. Αν όμως, χαθεί, let it be.

Ξέρεις, αυτό όλο μου θυμίζει και λίγο την οικονομική κρίση της χώρας μας που πολλοί νόμιζαν πως θα περάσει σε 1, 2 χρόνια και θα επιστρέψουμε σε αυτήν την ψεύτικη αφθονία που επικρατούσε. Δεν το έβλεπαν στην πραγματική του διάσταση το πράγμα και αντιστέκονταν. Δεν προσπαθούσαν να κάνουν κάτι για να πάμε πάρα κάτω, θεωρούσαν έτσι επιπόλαια πως με κάποιον μαγικό τρόπο θα επιστρέψουμε στην παλιά μας κατάσταση. Τώρα βλέπω ανθρώπους σιγά-σιγά να ενεργοποιούνται. Για χρόνια, ο κόσμος ήταν ακίνητος και θυμωμένος. Όλοι φταίμε για το πού φτάσαμε, εννοώ ο καθένας έχει ευθύνη για το κομπόδεμα του μέχρι σ’ ένα σημείο. Ξέρω ανθρώπους που έπαιρναν διακοποδάνεια για να πάνε εκδρομή. Δεν μιλάμε για δάνειο να στείλεις το παιδί σου για σπουδές, μιλάμε για δάνειο για να πας διακοπές στο τάδε νησί. Σπίτια, αυτοκίνητα, διακοπές με δάνεια. Εγώ όταν ξεκίνησα ν’ αγοράσω σπίτι, έψαξα να βρω κάτι που αντιστοιχεί στην τσέπη μου. Απλό, σε μια συνοικία ούτε επικίνδυνη αλλά ούτε και πρώτης ζώνης. Ένα ακίνητο που μπόρεσα να αγοράσω με λεφτά που είχα. Αυτό που μ’ ενδιέφερε είναι να έχω ένα σπίτι που μου ανήκει, να μην χρειάζεται να πληρώνω νοίκι και να μην μπορεί κανείς να με βγάλει έξω. Είναι μικρό, είναι μεσαίο; Ό,τι κι αν είναι, είναι το σπίτι μου».

Η κουβέντα μας προχώρησε πίνοντας τσάι και τρώγοντας μπισκότα βανίλιας, καθισμένες αναπαυτικά στον καναπέ. Πήρα το κινητό στο χέρι μου και άρχισα να μετράω τα βραβεία που έχει πάρει η Θέμις, μεταξύ άλλων κι αυτό από το Φεστιβάλ της Βενετίας.

«Έλα τώρα. Άσ’ τα αυτά. Δεν χρειάζεται να πούμε ποια και πόσα».

Τελικά τα βραβεία ενισχύουν την αυτοπεποίθηση σου ή σε αγχώνουν γιατί ανεβάζουν τον πήχη των απαιτήσεων ψηλά;

«Είναι ένας συνδυασμός. Εκείνη τη στιγμή χαίρεσαι πολύ. Είναι μια ανταμοιβή και μια επιβεβαίωση. Από την άλλη, όμως, ξέρω πως δεν έχουν και κανένα νόημα γιατί δεν είμαστε στην Αμερική. Δεν είναι ότι θα πάρω ένα βραβείο και την επόμενη μέρα θα έχω 17 προτάσεις. Εδώ, συνήθως μετά από μια μεγάλη βράβευση ακολουθεί μια μεγάλη σιγή. Δεν σε πλησιάζουν εύκολα».

«Είχα το βραβείο από το Φεστιβάλ της Βενετίας αλλά δεν είχα δουλειά»

Φοβούνται πως έχει ανέβει το κασέ;

«Ποιο κασέ; [ Γελάει ] . Στην Ελλάδα ζούμε.

Τι να σου πω; Δεν το έχω καταλάβει ούτε εγώ το γιατί. Αντί να σε πάρουν, να εκμεταλλευτούν τον όποιον ντόρο έχει γίνει, σε βάζουν στην άκρη. Για παράδειγμα, μετά το βραβείο για τα Πέτρινα Χρόνια, έκανε το τηλέφωνό μου να χτυπήσει έναν ολόκληρο χρόνο. Με βοηθούσε οικονομικά ο πατέρας μου. Είχα το βραβείο από το Φεστιβάλ της Βενετίας αλλά δεν είχα δουλειά.

Γενικά στην Ελλάδα, όταν πας σε μια δουλειά, το πρώτο που σου λένε είναι ότι δεν υπάρχουν λεφτά κι εγώ πάντα τους πίστευα. Μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω πως αυτό είναι ένα μότο και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σαν το ανέκδοτο με την πουτάνα την Πόντια που αυτοκτόνησε όταν έμαθε πως οι άλλες πληρωνόντουσαν. Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ όταν μετά από 4 χρόνια καριέρας στο σινεμά, αντιλήφθηκα πως οι άλλοι -από σκηνοθέτες, παραγωγούς μέχρι ηθοποιούς-  αμοιβόντουσαν τόσο ώστε να μπορούν ν’ αγοράσουν σπίτια, εξοχικά ενώ εμένα δεν μου έφταναν ούτε για να βγάλω το μήνα.

Τότε πάτησα πόδι…όχι και πολύ αλλά άρχισα τουλάχιστον να διεκδικώ».

Της γέμισα το φλιτζάνι της με τσάι. Ο σκύλος μου είχε κάτσει κάτω, στα πόδια της και δεν έλεγε να το κουνήσει με τίποτα. Μόνο γύρναγε που και που να την κοιτάξει, τάχα μου παραπονεμένα, όταν σταματούσε να τον χαϊδεύει και η Θέμις διασκέδαζε με αυτό το παιχνίδι.

Και το Ρεμπέτικο, δυνατή ταινία.

«Φανταστική ταινία! Από τις αγαπημένες μου! Αυτή ήταν η πρώτη μου ταινία. Εκεί να δεις, δεν ήξερα τι μου γινότανε.

Τον ρόλο μου ήταν να τον παίξει η Κατερίνα Γώγου αλλά τρεις μέρες πριν την έναρξη των γυρισμάτων έφυγε, τα έσπασε με την παραγωγή. Δεν έμαθα και ποτέ τον λόγο.

Τότε, λοιπόν, με πήρε ο Φέρρης τηλέφωνο γιατί είχα παίξει ένα μικρό ρόλο στο Μινόρε της Αυγής και του άρεσα. Έτσι βρέθηκα μέσα σ’ αυτόν τον μεγάλο ρόλο.

Από το άγχος μου έβγαλα έρπη ζωστήρα. Χωρίς καμία πρόβα, πήγα για γύρισμα. Εκεί να δεις. Εκεί δεν έτρωγα απολύτως τίποτα. Με κυνηγούσαν να φάω ένα σάντουιτς κι εγώ έπινα μόνο καφέ και κάπνιζα.

Μια τεράστια παραγωγή, ένα τεράστιο συνεργείο, σπουδαίοι ηθοποιοί – εκπληκτικό cast-  κι ένας μεγάλος ρόλος.

Τώρα που τα σκέφτομαι, έχω παίξει σε ταινίες που δεν γυρίζονται πια. Μεγάλες ταινίες με 50 άτομα συνεργείο που ο ηλεκτρολόγος είχε δουλέψει με τον Kirk Douglas και είχε κάνει όλες τις ταινίες του Κακογιάννη. Άνθρωποι που είχαν γνώση, πείρα, άποψη. Αφού κοιτούσα τους ηλεκτρολόγους μετά το γύρισμα να δω τη δική τους αντιδράση.

Μπήκα μέσα σ’ αυτό εντελώς “ξυπόλυτη”, ούτε γνώσεις είχα κινηματογραφικές ούτε ώριμη ηθοποιός ήμουν, απλώς είχα κάτι μέσα μου που αυτό με πήγαινε. 22 χρονών τότε κι ευτυχώς που δεν είχα την πείρα να καταλάβω πού βρίσκομαι γιατί εάν το είχα αντιληφθεί, θα είχα παραλύσει.

Και στο Ρεμπέτικο και στα Πέτρινα Χρόνια δεν κοιμόμουνα και δεν έτρωγα».

Πότε ξεκίνησες να τρως και να κοιμάσαι ενώ συμμετείχες σε ταινίες;

[ Γελάει ]. Γενικά, πρέπει να σου πω, δεν τρώω στα γυρίσματα. Εντάξει, κάτι λίγο θα φάω για να σταθώ αλλά επειδή δεν θέλω να φύγει η ενέργεια από το κεφάλι μου και να πάει στο στομάχι, δεν τρώω πολύ».

Έχεις ακόμα, δηλαδή, τις “πεταλούδες” στο στομάχι;

«Σοβαρολογείς; Μόνο πεταλούδες έχω. Και στο θέατρο το ίδιο.

Στα καμαρίνια φέρνουν σοκολάτες και ούτε που τις ακουμπάω. Τρώω μετά την παράσταση. Θέλω να νιώθω ελαφριά, συντονισμένη».

Θυμήθηκα μια φορά που μου είχε πει ότι δεν οδηγεί όταν παίζει στο θέατρο μη τυχόν και τρακάρει.

«Ναι, βέβαια. Προστατεύω τον εαυτό μου για να προστατεύσω την παράσταση, την παραγωγή. Στο εξωτερικό υπογράφεις συμβόλαιο που σου απαγορεύει να οδηγείς και μπορείς να πηγαινοέρχεσαι στο γύρισμα μόνο με ευθύνη της παραγωγής. Δεν σου επιτρέπεται να θέσεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο γιατί αυτό θα κοστίσει σε όλους. Εδώ αυτά δεν υπάρχουν κι αν ζητήσεις εσύ την προστασία της παραγωγής εκπλήσσονται ή νομίζουν πως την ψώνισες.

Κάνω 40 χρόνια κινηματογράφο και οι συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. Πολλές φορές είναι εξαιτίας των χαμηλών budgets (και το καταλαβαίνω) αλλά υπάρχουν και φορές που η αιτία είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος για το ανθρώπινο υλικό. Αφού καμιά φορά λέμε για πλάκα, να φέρουμε τη Meryl Streep να παίξει σε ελληνική ταινία με αυτές τις συνθήκες να δούμε τι είδους ερμηνεία θα κάνει [ γελάει ] ».

Ξεκινάω να τη ρωτήσω κάτι για την κυρία Καλλιγά, την ηρωίδα από την ταινία του Πάνου Κούτρα «Αληθινή Ζωή». Με διακόπτει αναφωνώντας.

«Αυτή η ταινία! Αυτή είναι η ταινία που γέλασα πιο πολύ στη ζωή μου. Κάναμε συκώτι. Τέτοιο γέλιο, τέτοια ευτυχία, τέτοιο χιούμορ, τέτοια τρέλα στα γυρίσματα δεν έχω ξαναδεί. Όλοι οι άνθρωποι ήταν σε μια ευφορία και φυσικά όλα ξεκινούσαν από τον σκηνοθέτη, τον Πάνο Κούτρα».

Κουβεντιάσαμε λίγο για κάποιες σκηνές από την ταινία αλλά και για το σπίτι. Αυτό το σπίτι που έχει κήπο, πισίνα, ένα ιπτάμενο ψάρι στην πισίνα αλλά έχει και θέα την Ακρόπολη. «Αχ ένα ψάρι», μου λέει όπως το έλεγε και στην ταινία. Η κυρία Καλλιγά ξέρει το καλό του παιδιού της;

«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να συμβουλεύεις το παιδί σου. Να το βλέπεις να κάνει λάθος και να πρέπει να το αποτρέψεις. Εδώ δεν ξέρεις το δικό σου καλό πόσο μάλλον του παιδιού σου. Γι’ αυτό πρέπει να συζητάνε οι άνθρωποι. Να τα βάζουν κάτω, να κουβεντιάζουν. Είναι δύσκολο να είσαι μητέρα. Και ξέρεις, της το έλεγα. Της έλεγα “παιδί μου, δεν έχω σπουδάσει μαμά. Τώρα μαζί σου μαθαίνω.” Επειδή την έκανα μικρή, κάπως μεγαλώσαμε μαζί και μαζί μάθαμε πώς να είμαι εγώ η μητέρα κι εκείνη η κόρη. Σίγουρα έχω κάνει λάθη».

Το αποτέλεσμα, όμως, σε δικαιώνει. Η κόρη σου είναι ένα υπέροχο πλάσμα.

«Είναι ένα παιδί που έχει μια καθαρότητα, μια ηθική που είναι σπάνια. Τώρα αν εγώ ήμουν σωστή ως μητέρα, πρέπει να ρωτήσεις την κόρη μου».

Δεν χρειάζεται. Ανάμεσα σε μια σπουδαία καριέρα στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στην τηλεόραση, η Θέμις Μπαζάκα πάντα ήσυχα και τίμια, έκανε και μια λαμπρή “καριέρα” ως μητέρα.

~

Σκηνοθεσία, φωτογραφία, κείμενο: Εβίτα Σκουρλέτη

Διεύθυνση παραγωγής: ελc team

Παραγωγή: ελculture

Σκηνικά: Λευτέρης Μαρουλής, Design House

Bespoke, custom made robe, αποκλειστικά για τις ανάγκες του “Mirror”: Αθηνά Γκίνη

Hairstyle: Βασίλης Σαρόγλου, Michalis Anousakis team

Make-up: Μαρσέλα Καραφίλη, Michalis Anousakis team

Φώτα, εξοπλισμός: RentPhotoVideo

Ευχαριστούμε πολύ για τη φιλοξενία στο οίκημα της οδού Ακαδημίας

Special thanks to K.A

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.