Μεγάλοι διηγηματογράφοι και διηγήματα-σταθμοί: Μπέρναρντ Μάλαμουντ

Οι χαρακτήρες του Μάλαμουντ υποφέρουν, αυτό είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό τους. Όσο όμως κι αν υποφέρουν, ο Μάλαμουντ τους δίνει χιούμορ και αξιοπρέπεια χωρίς να θυσιάζει την συμπόνια του και χωρίς να καταφεύγει σε έκδηλο μελοδραματισμό

Ο Μάλαμουντ μοιράζεται με τον επίσης εβραϊκής καταγωγής μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα Σολ Μπέλοου, μια συμπόνια, έναν ανθρωπισμό τόσο στη θεματολογία όσο και στη γραφή του, που παραπέμπει στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 19ου αιώνα ή στον αμερικάνικο νατουραλισμό των αρχών του 20ού. Όμως οποιαδήποτε μονοδιάστατη περιγραφή του έργου του Μάλαμουντ θα είναι απλώς μια υπεραπλούστευση. Η ιδιομορφία του μυθοπλαστικού του κόσμου χαρακτηρίζεται από έναν παράξενο συνδυασμό λογοτεχνικών ειδών και υφών: νατουραλισμό, συμβολισμό, μαγικό ρεαλισμό, τους ιδιωματισμούς της ευρωπαϊκής παράδοσης των Γίντις, μια λακωνικότητα γλώσσας που παραπέμπει στον Χέμινγουεϊ, λεπτή ειρωνεία, συμπόνια.

Η εβραϊκότητα στο έργο του είναι πολύ εμφανής αλλά όχι απαραίτητη προϋπόθεση, καθώς πρωταγωνιστές στις ιστορίες του μπορεί να είναι και ιταλικής ή σλαβικής καταγωγής Αμερικανοί μετανάστες. Είναι όμως σίγουρο ότι τα «εβραϊκά» διηγήματα είναι και τα καλύτερα, καθώς αποτελούν το ιδανικό πεδίο για να μπορέσει ο Μάλαμουντ να αναπτύξει τα αγαπημένα του θέματα που έχουν να κάνουν με τον πόνο, την απώλεια, την αποτυχία, την φτώχεια, ενώ παράλληλα μπορεί να τα γαρνίρει με την ιδιάζουσα χρήση των αγγλικών με τους έντονους γίντις χρωματισμούς.

Οι χαρακτήρες του Μάλαμουντ υποφέρουν, αυτό είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό τους. Όσο όμως κι αν υποφέρουν, ο Μάλαμουντ τους δίνει χιούμορ και αξιοπρέπεια χωρίς να θυσιάζει την συμπόνια του και χωρίς να καταφεύγει σε έκδηλο μελοδραματισμό, έστω κι αν πολλές από τις ιστορίες θα καλωσόριζαν μια τέτοια προσέγγιση.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι αφ’ ενός ο Μάλαμουντ δεν αναφέρεται σε ευκατάστατους ή έστω μεσοαστούς Εβραίους των προαστίων, αλλά σε φτωχούς μετανάστες, πολλοί εκ των οποίων αποτελούν επιζώντες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αφ’ ετέρου, στα διηγήματά του ο Μάλαμουντ δεν περιγράφει τους Εβραίους σαν μια ξεχωριστή κάστα, έναν περιούσιο λαό διαχωρισμένο από το περιβάλλον στο οποίο ζει, δεν προσεγγίζει την εβραϊκή μοίρα σαν κάτι που ανήκει αποκλειστικά στον διωγμένο και καταπιεσμένο αυτό λαό. Επιφέρει μια οικουμενικότητα στην εβραϊκή ταυτότητα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο επίσης εβραϊκής καταγωγής κριτικός Νόρμαν Πόντορετζ για τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες του Μάλαμουντ, όποιος άνθρωπος υποφέρει και επιθυμεί έντονα να βελτιωθεί σαν άνθρωπος, μπορεί να χαρακτηριστεί Εβραίος. Έτσι οι Εβραίοι βρίσκονται παντού, σε καθολικούς, σε προτεστάντες, μέχρι και σε νέγρους.

Με μεγάλη δυσκολία επιλέγω το «Δάνειο» μεταξύ των εξαιρετικών διηγημάτων της κορυφαίας συλλογής «Το Μαγικό Βαρέλι». Ο λόγος είναι ίσως ότι εκφράζει πολύ παραστατικά και συνοπτικά τον κόσμο του Μάλαμουντ. Ο Λιμπ είναι ένας φούρναρης που εργάζεται μαζί με τη γυναίκα του. Εκείνος ψήνει τα ψωμιά και η γυναίκα του, που είναι πιο πρακτικό μυαλό, κρατάει τους λογαριασμούς. Το ενδιαφέρον είναι πως τα ψωμιά του Λιμπ γίνονται δημοφιλή μονάχα όταν μια μέρα κατά τύχη ο Λιμπ έκλαιγε για τη φτώχεια και τη μιζέρια του και τα δάκρυα κύλισαν μέσα στη ζύμη, παράγοντας κατόπιν το πιο γλυκό ψωμί. Οι πελάτες για το ψωμί του Λιμπ πολλαπλασιάστηκαν κι αυτό λόγω της μοναδικής του γεύσης, μια γεύση που ουσιαστικά ήταν παράγωγο της στενοχώριας, του πόνου και της δυστυχίας που είχε περάσει στη ζωή του ο φούρναρης. Μια μέρα εμφανίστηκε στο μαγαζί ένας παλιός φίλος του Λιμπ, ο Καμπότσκι. Ο Λιμπ καταχάρηκε που τον είδε μετά από πολλά χρόνια, αλλά η γυναίκα του ήταν επιφυλακτική. Πράγματι, η παρουσία του Καμπότσκι δεν οφειλόταν σε κοινωνική επίσκεψη αλλά σε ανάγκη. Ο Καμπότσκι ήρθε να ζητήσει ένα δάνειο από το παλιό του φίλο. Ο Λιμπ δεν είχε αντίρρηση να του δώσει τα χρήματα, αλλά η γυναίκα του αρνήθηκε, λέγοντας ότι έχουν ελάχιστα χρήματα στην άκρη, τα οποία μάλιστα μπορεί να πάνε σε μια επέμβαση του Λιμπ στα μάτια αφού πάσχει από καταρράκτη. Ο Καμπότσι ήταν αξιοπρεπής, και εξήγησε τον λόγο που ήρθε να ζητήσει το δάνειο. Η γυναίκα του είχε πεθάνει εδώ και χρόνια και ακόμη δεν είχε καταφέρει να της βάλει ταφόπλακα στο μνήμα. Η φτώχεια και τα χρέη τον ανάγκαζαν κάθε χρόνο να αναβάλλει την αγορά της ταφόπλακας. Μετά από χρόνια όμως αναγκάστηκε να πάει στον Λιμπ και να τα ζητήσει, τονίζοντας ότι τα χρήματα δεν ήταν για τον ίδιο αλλά για κάτι ιερό. Ο Λιμπ και η γυναίκα του συγκινήθηκαν, και ο φούρναρης εν τέλει πίστεψε ότι η γυναίκα του θα ενέδιδε σε κάτι τόσο ανθρώπινο και ειλικρινές. Όμως η γυναίκα του ξέσπασε σε λυγμούς και είπε τη δική τους ιστορία δυστυχίας. Το πώς η οικογένειά της ξεκληρίστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στον Πόλεμο, πώς η ίδια έζησε όλη της τη ζωή στη φτώχεια και ότι για πρώτη φορά είχαν καταφέρει να βγάλουν λίγα χρήματα στην άκρη, χρήματα τα οποία πιθανόν να χρειάζονταν για μια επέμβαση. Κατέληξε ότι αν και πραγματικά λυπάται τον Καμπότσκι, είναι αδύνατον να συναινέσει σε αυτό το δάνειο. Έτσι, οι δυο φίλοι μη έχοντας τι άλλο να πουν πια, αγκαλιάστηκαν και αποχωρίστηκαν.

Το θέμα του διηγήματος του Μάλαμουντ είναι ιδιαίτερα δυνατό, επειδή εκφράζει ένα από τα αδιέξοδα της ζωής. Και οι δυο πλευρές έχουν δίκιο. Ο Καμπότσκι έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο προκειμένου να μαζέψει ο ίδιος τα χρήματα, και τελικά καταπίνει τη ντροπή του μονάχα επειδή ο σκοπός είναι ανιδιοτελής. Από την άλλη, η ιστορία της γυναίκας του Λιμπ είναι επίσης σπαρακτική. Είναι η πρώτη φορά που η γυναίκα αυτή έχει καταφέρει να πάρει μια ανάσα στη ζωή της, αλλά ακόμη και τότε το μέλλον της οικογένειάς της κάθε άλλο παρά είναι εξασφαλισμένο. Δεν είναι διατεθημένη να ξοδέψει τις λιγοστές τους οικονομίες και άρα να ανοίξει και πάλι την πόρτα στην μιζέρια. Όσο κι αν λυπάται και συμπονά τον Καμπότσκι, οι δυστυχίες που έχει ζήσει την οδηγούν στο να κοιτάξει τον εαυτό και την οικογένειά της. Ο Καμπότσκι δείχνει να κατανοεί την οπτική γωνία της γυναίκας. Ο Λιμπ θέλει τόσο πολύ να δώσει τα χρήματα στον Καμπότσκι, αλλά κι εκείνος αντιλαμβάνεται ότι το επιχείρημα της γυναίκας του έχει ισχύ. Το θλιβερό της υπόθεσης είναι ότι η ευρύτερη οικονομική κατάσταση, η φτώχεια και οι συνθήκες αποτρέπουν έναν άνθρωπο από το να πράξει το καλό, έστω κι αν το επιθυμεί ο ίδιος. Ο Μάλαμουντ έτσι δίνει μια ντετερμινιστική χροιά στην ιστορία του. Σε ένα περιβάλλον ανέχειας και εξαθλίωσης οι άνθρωποι χάνουν την ευκαιρία ενός σπουδαίου αγαθού, της χαράς του να μπορούν να δίνουν στον συνάνθρωπο.

Οι χαρακτήρες του Μάλαμουντ είναι άνθρωποι που όχι μονάχα υποφέρουν, αλλά αντέχουν τον πόνο που κουβαλάνε και στέκουν όρθιοι προσπαθώντας να βελτιωθούν. Η ανθρωπιά τους δοκιμάζεται από πειρασμούς στους οποίους δεν καταφέρνουν πάντοτε να επιβληθούν, και το συγκεκριμένο διήγημα αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο Μάλαμουντ όμως δεν είναι επικριτικός ή σκληρός, αλλά επιδεικνύει μια αποστασιοποιημένη κατανόηση προς τους ήρωές του, οι οποίοι αν μη τι άλλο διατηρούν μια αξιοπρέπεια και καταφέρνουν να συγκινήσουν τον αναγνώστη. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.