Κάτια Γκουλιώνη: «Η Μπέλλου είναι η Ζαν Ντ’ Αρκ, κοιτάζει τον ουρανό και γκρεμίζεται»

«Είναι οι στολές που πρέπει να φορέσει μία γυναίκα σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον: αυτό της στερεί αυτό που θα ήθελε να είναι πραγματικά»

Φωτογραφίες: © Ανδρέας Σιμόπουλος

Η Κάτια Γκουλιώνη δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση ηθοποιού. Ακριβοθώρητη παρόλη τη δημοφιλία της, απλή και προσηνής ενώ θα τη φανταζόταν κανείς απόμακρη, γοητευτική μέσα στην αυθεντικότητά της. Έχει συνδέσει κινηματογραφικά το όνομά της κυρίως με τις ταινίες του Άγγελου Φραντζή, ενώ στο θέατρο έχει υπάρξει εξαιρετικά επιλεκτική, με σπάνιες εμφανίσεις  –αν δεν απατώμαι ο προηγούμενος ρόλος της ήταν στο «Καλλιόπη: Ο δρόμος των τεράτων» της Ηλέκτρας Ελληνικιώτη. Αυτή την περίοδο ερμηνεύει τη Σωτηρία Μπέλλου στο «Σωτηρία με λένε» της Σοφίας Αδαμίδου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, και με αυτή την αφορμή πραγματοποιήθηκε αυτή η συζήτηση. Η ευθύτητά της, αλλά και κάτι εντελώς δικό της που δύσκολα περιγράφεται με λόγια, την κάνουν ιδιαίτερα συγκινητική ακόμα και για ένα συνομιλητή που τη γνωρίζει καλά: επώδυνη ειλικρίνεια είναι η φράση που μου έρχεται στο νου, και δεν γνωρίζω μεγαλύτερη φιλοφρόνηση από αυτή.

Έχεις μια πολύ ασυνήθιστη πορεία στον χώρο. Δεν κάνεις συχνά δουλειές και δείχνεις να επιλέγεις πολύ αυστηρά.

Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω την έννοια της καριέρας. Επιλέγω κάτι που να νιώθω ότι μπορώ να το υποστηρίξω, να νιώθω ένα ασφαλές πεδίο που να με πυροδοτεί στο να είμαι ελεύθερη στη διαδικασία των προβών. Οι πρώτες συναντήσεις είναι πολύ ωραίο κομμάτι, μπορούν να σου δείξουν πώς θα πάει μια δουλειά. Επιλέγω με κριτήριο πάντα αν με ενδιαφέρει η διαδικασία και η συνεργασία. Εννοείται πως δεν το πάω καθόλου με το αποτέλεσμα -γιατί υπάρχουν και δουλειές που πάνω-κάτω μπορείς να φανταστείς πού πάνε. Όταν καταλαβαίνω μέχρι πού θα πάει κάτι, δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Με ενδιαφέρει να περνάω τρεις μήνες στις πρόβες και να είναι μια κάψουλα για μένα, να γεμίζει η φαντασία μου και να νιώθω προσμονή που έχω να πάω στην πρόβα. Είναι το σημαντικότερο η προσμονή: όταν ξυπνάω και λέω «θέλω να περάσει η ώρα να πάω στη δουλειά μου».

Τι σε έφερε σε αυτό τον χώρο; Πώς αποφάσισες να μπεις στην υποκριτική;

Στην αρχή από το θέατρο με ενδιέφεραν η ενδυματολογία και η σκηνογραφία. Μετά άρχισα μαθήματα υποκριτικής. Πέρασα στη δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Αλλά δεν ήταν αυτό που λες από μικρή «θέλω να γίνω ηθοποιός, είναι το όνειρό μου» και τέτοια.

Τι ήθελες να κάνεις;

Μικρή ήθελα να γίνω νοσοκόμα. Αυτό ήταν που μου εξίταρε το φαντασιακό, πάρα πολύ. Οι επισκέψεις στα νοσοκομεία όταν ήμουν παιδί μού δημιουργούσαν τρομερή ένταση. Οι νοσοκόμες έχουν αυτή την αίσθηση του κατεπείγοντος και της προσφοράς.

Και η ενδυματολογία πώς προέκυψε;

Πάντα μου άρεσε οτιδήποτε μπορούσα να κάνω με τα χέρια, να δημιουργήσω. Ως παιδί λάτρευα τις κατασκευές. Το ενδυματολογικό είναι ένα κομμάτι που μπορούσα να αποκωδικοποιήσω: τα χρώματα των ρούχων που φορούσε κάποιος, το για ποιο λόγο κατά τη διάρκεια μιας ημέρας ήταν ντυμένος έτσι κι όχι αλλιώς, με έκανε να φτιάχνω ιστορίες.

Η αλήθεια είναι πως όταν σε ανακαλύψαμε ήταν λίγο εξ αποκαλύψεως: σαν να προέκυψες έτοιμη, σαν να μην υπήρχε μια πορεία, μια διαδικασία. Η πρώτη φορά που σε είδα ήταν στο «Μέσα στο δάσος».

Ναι, ήταν η πρώτη ταινία που έκανα. Είμαι 42. Τότε ήμουν 27. 15 χρόνια πριν. Άκου τώρα! Με τις ταινίες γράφεται κάτι που μένει για πάντα, έχεις εικόνα. Με το θέατρο δεν είναι έτσι. Το θέατρο έχει αυτό το ζωντανό, της καθημερινότητας: τρέφεσαι από αυτό και τροφοδοτείς. Με τις ταινίες, αν βάλω το «Μέσα στο δάσος» θα έχω μια εικόνα 15 χρόνια πριν. Όχι εξωτερική, εκφραστική. Είναι περίεργο αυτό, ότι οι ταινίες δεν σβήνονται, ότι υπάρχουν.

Λόγω της φύσης της ταινίας αποκτάς εξαρχής -θέλοντας και μη- ένα εναλλακτικό προφίλ. Είναι κάτι που περιέχει δόση αλήθειας. Από την άλλη είναι μια ταμπέλα. Υπήρξε κάποια στιγμή που να την ένιωσες σαν ένα στενό κορσέ;

Ναι, γιατί με νευριάζει τρομερά η ταμπέλα και η κατηγοριοποίηση. Μου στερεί τον πλουραλισμό. Είναι μια αντιμετώπιση μονοδιάστατη. Λέμε ότι αυτό είναι εναλλακτικό. Δεν κατάλαβα τι σημαίνει αυτό. Ο Φριτς Λανγκ, ας πούμε, για μένα είναι ένας εναλλακτικός σκηνοθέτης. Δεν μου αρέσει καθόλου η έννοια της ταμπέλας. Θεωρώ ότι είναι ένα σύμπτωμα, το οποίο έχει να κάνει με το ότι χρειαζόμαστε συνεχώς αναφορές για να μη νιώθουμε ηλίθιοι όταν δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κάτι. Είναι η ροπή να θέλουμε να τακτοποιούμε τα πάντα για να μη νιώθουμε ότι κάτι δεν καταλαβαίνουμε. Δεν έχει κανένα νόημα. Είναι μια πολύ στείρα αντιμετώπιση είτε στη δουλειά, είτε στις διαπροσωπικές σχέσεις. Σε προγραμματίζει κιόλας πολλές φορές να φέρεσαι με έναν τρόπο που δεν είσαι. Είτε είναι γοητευτική ταμπέλα, είτε είναι κακή, δεν σε αφήνει να εξελιχθείς σε οτιδήποτε θα ήθελες. Περνάνε χρόνια πολλές φορές για να αποτινάξουμε μια ταμπέλα. Έχουν μείνει άνθρωποι σε μια ίδια κατάσταση στις ζωές ή τη δουλειά τους επειδή έχουν αποδεχθεί αυτή την ταμπέλα και την έχουν κάνει σημαία. Πρώτα από όλα για εμάς τους ίδιους δεν έχει ενδιαφέρον.

Ήταν από τα πρώτα πράγματα που μου τράβηξαν την προσοχή σε σένα. Σκέφτηκα πως θα μπορούσες να είσαι η ιέρεια του alternative και να κάνεις μια πορεία μόνο και μόνο με αυτό. Αλλά δεν φαίνεται να χωράς στο κοστουμάκι.

Θα σου φέρω ένα παράδειγμα για να μιλάμε πιο πρακτικά: όλοι έχουμε ανάγκη ένα βιογραφικό για να πούμε τι είμαστε. Έγινε σχετικά πρόσφατα μια σεξιστική επίθεση με πολύ άσχημο τρόπο σε μια γυναίκα με αφορμή την ενδυμασία της. Την παρουσίασαν ως κάποια που φοράει ένα καυτό σορτσάκι και συνοδεύει έναν άντρα. Αυτή η γυναίκα τυχαίνει να είναι μια υπέροχη επαγγελματίας στον χώρο της, με ένα βιογραφικό τεράστιο, με σπουδές στην Καλών Τεχνών… Αυτή η στοχοποίηση ήταν απαράδεκτη, αλλά ευτυχώς υπήρχε ένα μεγάλο βιογραφικό για το τι είναι. Δηλαδή χρειάζεται το βιογραφικό για να ταυτοποιεί έναν άνθρωπο για το τι είναι; Και κανένα βιογραφικό να μην υπάρχει, η ελευθερία να είναι κάποιος όπως νιώθει, είναι θεμελιώδης αξία για μένα. Και εκεί τελειώνει το πράγμα. Είναι οι στολές που πρέπει να φορέσει μία γυναίκα σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον: αυτό της στερεί αυτό που θα ήθελε να είναι πραγματικά.

Το θέατρο στην Ελλάδα είναι ένας ανδροκρατούμενος χώρος;

Όλοι οι χώροι είναι ανδροκρατούμενοι. Μην πάμε στο ειδικό. Βλέπεις πόση διαφορά έχουν οι μισθοί; Ακόμη υπάρχει διαφοροποίηση στο εργατικό δίκαιο. Ακόμη αν googleάρεις θα βρεις: η πρώτη γυναίκα επιστήμονας, η πρώτη γυναίκα σεφ, η πρώτη γυναίκα αυτό ή εκείνο. Υπάρχουν πολλές νίκες, αλλά όχι ότι τα πράγματα έχουν εξελιχθεί κιόλας. Είμαστε σε έναν απίστευτο συντηρητισμό με διαφορετικό περιτύλιγμα. Θα μου πει εμένα κάποιος κάτι αν βάλω μια μίνι φούστα; Θα πρέπει να με αντιμετωπίσει ως δυο πόδια που κινούνται; Τι πάει να πει αυτό; Σίγουρα ήταν πολύ καλό αυτό που έγινε με το #ΜeΤoo, γιατί μιλάμε περισσότερο γύρω από οποιαδήποτε κακή συμπεριφορά. Θα συγκρατηθεί κάποιος που μέσω της εξουσίας του είχε πάρει το εν λευκώ δικαίωμα να φερθεί όπως του έρχεται. Σίγουρα αυτό έχει συμβεί, αλλά κατά πόσο έχουμε αρχίσει να κατανοούμε ουσιαστικά τα πράγματα με έναν διαφορετικό τρόπο, είναι ένα άλλο ζήτημα.

Το πραγματικό σοκ είναι ότι αυτού του είδους οι συμπεριφορές δεν περιορίζονται στον παραδοσιακό κόσμο, τον οποίο εμείς ούτως ή άλλως τον έχουμε απέναντι. Σεξιστικές συμπεριφορές υπάρχουν ακόμα και στον αντιεξουσιαστικό χώρο και στον εναλλακτικό.

Επανερχόμαστε στις στολές. Σκέψου ένας άνθρωπος που το ενδυματολογικό του να είναι εντελώς διαφορετικό, να βρεθεί σε μια πορεία στο μαύρο μπλοκ. Οι στολές είναι εκεί για να τις φοράμε, για να νιώθουμε ότι είμαστε ενταγμένοι σε ένα πλαίσιο. Και αυτό για μένα είναι πολύ αντιφατικό αν ο στόχος είναι να νιώθεις πιο ελεύθερος.

Να μιλήσουμε και για το «Σωτηρία με λένε»;

Τι να πρωτοπώ; Για μένα είναι μια γυναίκα φαινόμενο -και σήμερα θα ήταν. Θα δυσκολευόταν ακόμη και σήμερα γιατί η τρομερή ανάγκη της να υπάρχει μέσα από τον δικό της ηθικό κώδικα ήταν τεράστια. Γι’ αυτό πέρασε όσα πέρασε. Κατά καιρούς βίωσε με τον χειρότερο τρόπο την κοινωνική κατακραυγή: για τον τρόπο που ήθελε να δουλεύει, για τις πολιτικές της πεποιθήσεις… Είχε πάντα το αίσθημα του δικαίου. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι δεν θα υποστηρίξει τον αδύναμο, με αποτέλεσμα να στερηθεί πολλά χρόνια τη δισκογραφία. Μάλωνε πολλές φορές για τα μεροκάματα των μουσικών, των σερβιτόρων -όχι για τον εαυτό της- και όλο αυτό την έβγαζε εκτός δουλειάς. Υπάρχει το συμβάν με τους χίτες: τραγουδούσε με τον Τσιτσάνη και αρνήθηκε να πει το «Του Αετού ο γιος», και πέρα από το ξύλο που έφαγε εκείνο το βράδυ, 15 άντρες δεν σηκώθηκαν να την υποστηρίξουν. Έμεινε και άνεργη ενάμιση χρόνο γιατί απειλούσαν ότι θα τους κλείνανε το μαγαζί σε περίπτωση που την ξαναέπαιρναν. Οπότε έπρεπε να αποφασιστεί αν θα δουλέψουν 30 άνθρωποι ή δεν θα δουλέψει κανείς.

Πέρα από την πολυτάραχη ζωή της, είχε τρομερό χιούμορ. Και την βρίσκω πανέμορφη, τρομερά γοητευτική γυναίκα. Άλλο επίπεδο ομορφιάς, έκφρασης. Αυτά τα μάτια… Αυτό που πάντα με τραβούσε στα τραγούδια της είναι ότι η φωνή της δεν έχει ούτε χαρά, ούτε πόνο. Ήταν πιο πάνω από αυτά. Είναι φουλ μετρημένη. Στον τρόπο που εκφράζεται σε συνεντεύξεις από την έρευνα που έκανα, αλλά και στον τρόπο που τραγουδάει, η στίξη στα φωνήεντα δεν έχει ούτε να τραβήξει κάτι για να σε κάνει να νιώσεις πόνο, ούτε να ανεβάσει κάτι για να σε κάνει να νιώσεις χαρά. Ήταν πάντα μετρημένα, δωρικά. Μάλλον ήταν πάνω από όλα αυτά. Γι’ αυτό είναι και μια τραγική ηρωίδα. Σου μετέφερε όλα αυτά μόνο με τη φωνή. Έκανε πάρα πολύ θαρραλέα και αστεία πράγματα. Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν μικροπωλητής – στην Κατοχή πουλούσε παστέλια και τσιγάρα και έβγαζε τα έξοδα. Έπαιζε με την κιθάρα της σε μικρές ταβέρνες και της δίνανε ένα πιάτο φαγητό, ένα χαρτζιλίκι. Δεν την έριχνε κάτω η κακουχία. Είχε ξεμείνει σε κάποια περίοδο πριν τα «Λαϊκά προάστια» -πέρασε και μια δεκαετία εκτός δισκογραφίας γιατί δεν γούσταρε να λέει όλα αυτά τα αραβικά, με αποτέλεσμα να είναι άφραγκη. Και πήγε Μεγάλη Παρασκευή και πούλησε κεριά έξω από τον Επιτάφιο. Και ξεπούλησε! Τη γνωρίζανε κιόλας και αγοράζανε όλοι. Το ίδιο έκανε με τα cd της την επόμενη φορά που είχε ξεμείνει. Γι’ αυτό τη θεωρώ τόσο μέγιστη. Αυτό που με απελευθερώνει είναι ότι έλεγε: «Γιατί νιώθετε ντροπή για μένα. Εγώ δεν νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ποτέ, για τις επιλογές μου, γι’ αυτά που έχω κάνει, γι’ αυτό που είμαι». Το θεώρησε πολύ πιο τίμιο να πάει να πουλήσει τα cd της εκείνη την περίοδο ή να πάει και να πουλήσει κεριά έξω από τον Επιτάφιο, από το να είναι κάπου όπου δεν αισθανόταν άνετα.

Όλα αυτά που λέμε εξηγούν το ότι ανέλαβες αυτό τον ρόλο: δεν ήταν μια προφανής επιλογή η Μπέλλου για σένα, ούτε και εσύ για την Μπέλλου.

Με προβλημάτισε αρκετά γιατί είχε προηγηθεί η «Ευτυχία». Θεωρώ ότι δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους σαν ηρωίδες, αλλά στην αρχή με προβλημάτισε. Μετά όταν διάβασα το έργο της Σοφίας Αδαμίδου ενθουσιάστηκα, όπως και που θα το σκηνοθετούσε ο Γιώργος Παπαγεωργίου. Όσο έψαχνα για την ηρωίδα άρχισε με να με εξιτάρει περισσότερο. Λατρεύω τη Μπέλλου. Αλλά και το πλαίσιο της δουλειάς με ενδιέφερε. Υπήρχε μια ηρεμία στον τρόπο που την προσεγγίσαμε. Μια πρόθεση να αγγίξουμε κάποια μικρά κομμάτια στο παζλ αυτής της γυναίκας και να αρχίσουμε να συνθέτουμε κάτι όπως εμείς το νιώθαμε μέσα στη διαδικασία. Κάποια κοινά με την «Ευτυχία» υπάρχουν: ο τζόγος είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό. Το σκεφτόμουν στην αρχή. Και οι δύο είχαν μια ανάγκη να παίξουν. Να συνεχίσουν το παιχνίδι της αθωότητας. Το βρίσκω πολύ παιδικό ότι και οι δύο συνέχισαν να παίζουν σε όλη τους τη ζωή. Αυτός είναι κοινός παρονομαστής: το παιχνίδι γι’ αυτές ήταν πολύ σημαντικό. Υπέφεραν και οι δύο γιατί δεν ήθελαν να τους αγγίζουν το παιδί, την αθωότητα που είχαν πάρα πολύ έντονα. Από εκεί και πέρα, η σύστασή τους είναι εντελώς διαφορετική. Η Παπαγιαννοπούλου κοιτούσε μπροστά, πήγαινε, πήγαινε. Όταν μου δόθηκε το σενάριο, έλεγα: είναι όπως η Καπρίσκι στη «Δημόσια γυναίκα» του Ζουλάφσκι. Η Μπέλλου είναι η Ζαν Ντ’ Αρκ: κοιτάζει τον ουρανό και γκρεμίζεται. Είναι πάνω. Και η ανάγκη της να υπάρχει… Έκανε μια διαδρομή τεράστια. Δεν ήθελε να έχει ιδιοκτησία. Είχε το δικό της ηθικό κώδικα, τους δικούς της ηθικούς κανόνες. Δεν τους πέταξε ποτέ. Κι αυτό που έχει στη φωνή της… Ο παππούς της ήταν ψάλτης, στην εκκλησία έμαθε να τραγουδάει. Έχει αυτό το βυζαντινό, γιατί μέχρι έξι χρονών πήγαινε στην εκκλησία με τον παππού της και έψελνε.

Επειδή σε ξέρω, είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχουν ρόλοι στους οποίους θα ήθελες να παίξεις.

Όχι, δεν έχω τέτοια.

Υπάρχουν όμως συναντήσεις, άνθρωποι με τους οποίους θα ήθελες να συνεργαστείς;

Ναι, αυτό ναι! Ρόλους όχι. Είμαι πολύ τυχερή που με ενδιαφέρουν οι ηρωίδες που παίζω, είμαι τυχερή σε αυτό. Δεν έχω προσδοκία να παίξω την Μπλανς ΝτιΜπουά ή την Αντιγόνη. Ποτέ δεν το είχα αυτό. Δεν είναι τώρα, και από πιο μικρή δεν το είχα. Συναντήσεις ναι, εννοείται! Θα ήθελα να δουλέψω με κάποιους που εκτιμώ τρομερά τη δουλειά τους. Γιατί βλέπεις, ρε παιδί μου, γίνονται πάρα πολλές παραστάσεις. Η ματιά διαφέρει, η σκηνοθετική προσέγγιση, η ερμηνεία.

Θες να αναφέρουμε ονόματα;

Προτιμώ όχι. Μπορώ να πω ένα, μια ηθοποιό που θα ήθελα να συνεργαστώ: την Αμαλία Μουτούση. Από την ώρα που με θυμάμαι να ασχολούμαι με το θέατρο. Συγκινούμαι που σκέφτομαι κάποιες από τις ερμηνείες της. Την πρώτη φορά που την είχα δει να παίζει, ήμουν πρωτοετής στη δραματική και ήθελα να παρατήσω το θέατρο από το σοκ που έπαθα. Με είχε συνταράξει. Έπαιζε την «Ηλέκτρα» πριν 25 χρόνια περίπου, το 1998. Αυτό το θέλω, το επιθυμώ. Είναι το ένθεο: ξαναβρίσκεις τον ενθουσιασμό σου. Το να έπαιζα με την Αμαλία Μουτούση θα ήταν κάτι συνταρακτικό για μένα.

Info:

Σωτηρία με λένε | Θέατρο Μικρό Χορν

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.