Η Κατερίνα Παπανδρέου μιλάει για τον «Βιβλιοφάγο» που ζωντανεύει μέσα από τη φωνή της έργα της ελληνικής λογοτεχνίας

«Η πρώτη ιδέα ήταν να στραφώ σε κάποια κείμενα που αγαπώ πολύ και ήθελα και θέλω να τα ακούσει και να τα αγαπήσει και κάποιος άλλος»

Μικρή τη φώναζαν βιβλιοφάγο και είχε από τότε τη συνήθεια να διαβάζει δυνατά. Στο σπίτι, στον δρόμο, στην παραλία, μετά στο μετρό. «Είναι κάτι σαν κουσούρι», λέει. «Φοβάμαι ότι, αν δε διαβάσω δυνατά, δε θα καταλάβω τι διαβάζω». Η Κατερίνα Παπανδρέου, μία από τις πιο χαρισματικές νέες ηθοποιούς του θεάτρου μας, ορμώμενη από την αγάπη της για το βιβλίο, ξεκίνησε το δικό της podcast –που διόλου τυχαία το ονόμασε «Βιβλιοφάγο»– σαν μία προσπάθεια για τη δημιουργία μίας ακουστικής βιβλιοθήκης με έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. Διηγήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του Παύλου Νιρβάνα, του Αργύρη Εφταλιώτη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έργα που αγαπούσε από πάντα, αλλά και διηγήματα που ανακάλυψε τον τελευταίο καιρό ζωντανεύουν μέσα από τη φωνή της. Μια φωνή που σε γυρίζει πίσω στον χρόνο, έχει κάτι από Έλλη Λαμπέτη τολμώ να πω, μια φωνή που συλλαμβάνει την ευαισθησία που κρύβεται στα ημιτόνια μεταξύ των λέξεων, που σε ξαφνιάζει καθώς ξαφνιάζεται και εκείνη από τα ίδια τα κείμενα. Είχα τη χαρά να συνομιλήσω μαζί της με αφορμή αυτό το υπέροχο εγχείρημα.

Η ιδέα γι’ αυτό το podcast άρχισε να τριγυρίζει στη σκέψη σου από το πρώτο λοκντάουν. Πότε όμως ξεκίνησες την πρώτη ηχογράφηση; Πώς συνέβη;

Η ιδέα υπήρχε πολύ καιρό και κάποια στιγμή μου έκαναν δώρο ένα μικρόφωνο. Και το είχα εκεί και καθόταν. Κι έλεγα θα δοκιμάσω, αλλά το ανέβαλα. Μάλλον λίγο το φοβόμουν. Και ήταν η περίοδος, που ανακοινώθηκε η πληρότητα 30% στα θέατρα τον Οκτώβρη, ήμουν σε μια πρόβα για την παράσταση Το μινόρε της αυγής στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και υπήρχε μια αναστάτωση για το εάν μπορεί να συνεχιστεί η παραγωγή ή όχι, υπό αυτές τις συνθήκες. Και για ένα διήμερο-τριήμερο ήμασταν στο ότι δεν θα συνεχίσει. Πήγε να με πάρει πολύ από κάτω, ήμουν και μόνη μου στο σπίτι, είχε και κακό καιρό θυμάμαι, και λέω: «Κομμάτια να γίνει, θα ηχογραφήσω». Εκείνο το διήμερο το πέρασα ηχογραφώντας τα δύο-τρία πρώτα, δύο διηγήματα του Λαπαθιώτη και ένα του Παπαδιαμάντη.

Αυτό που μου κάνει πάντως εντύπωση είναι η σύνδεσή σου με ένα κομμάτι της λογοτεχνίας που θα έλεγε κανείς ότι είναι πολύ «παλιό» για έναν τόσο νέο άνθρωπο όσο εσύ;

Έχω μια μεγάλη αγάπη για όσα θεωρούμε «παλιά». Πολύ συχνά νιώθω ότι θα έπρεπε να είμαι γεννημένη 100 χρόνια πριν και από σπόντα βρέθηκα εδώ σήμερα. Αυτά τα κείμενα με συγκινούν πάρα πολύ, νιώθω ότι τα καταλαβαίνω πιο πολύ από κάτι σημερινό. Και τα βρίσκω και πολύ σύγχρονα στη θεματολογία τους. Έχουν μια ευαισθησία που την έχω ανάγκη και γι’ αυτό πάω και ακουμπάω πάνω τους.

Όταν λες σύγχρονα, ως προς τη θεματολογία τους, τι εννοείς;

Για παράδειγμα, το Γυαλένιο μάτι του Λαπαθιώτη είναι σουρρεαλιστικό εντελώς. Νομίζω ότι είναι μια ιστορία από το μέλλον, με την έννοια ότι αυτός οραματίστηκε ένα γυαλάκι που θα έμπαινε σε ένα μάτι, το οποίο έχει σκέψη και φωνή και αισθήματα, λίγο Black Mirror είναι όλο αυτό. Και, φυσικά, όταν λέω σύγχρονα, εννοώ ότι μιλούν για τα πράγματα που μιλάμε πάντα: την αγάπη, τον έρωτα, τη μοναξιά, τον πόλεμο, τον θάνατο, τη φιλία. Αυτά τα θέματα δεν παλιώνουν.

Έχεις σκεφτεί να στραφείς και σε ξένη λογοτεχνία; Θα ήθελες να ηχογραφήσεις, δηλαδή, και κάτι από ξένη λογοτεχνία που να είναι ωραία μεταφρασμένο;

Φυσικά, ναι. Δεν το έχω απορρίψει. Απλώς η πρώτη ιδέα ήταν να στραφώ σε κάποια κείμενα που αγαπώ πολύ και ήθελα και θέλω να τα ακούσει και να τα αγαπήσει και κάποιος άλλος. Έχει διαμάντια η παγκόσμια λογοτεχνία και υπάρχουν πολύ καλές μεταφράσεις, οπότε ναι, μπορεί να στραφώ κι εκεί.

 Kάνεις πρόβα πριν ηχογραφήσεις; Σκηνοθετείς τον εαυτό σου; Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείς;

Όταν διαβάζω κάτι και μου αρέσει, συνήθως αποφασίζω από τις τέσσερις-πέντε πρώτες γραμμές εάν θα το ηχογραφήσω. Όχι το εάν μου αρέσει -όλα αυτά που διαβάζω μου αρέσουν-, το εάν κάνουμε «κλικ» μαζί. Μετά, συνήθως διαβάζω δυο-τρεις φορές για μένα, για να το καταλάβω το κείμενο, και μετά το ηχογραφώ. Δεν θα ‘λεγα ότι το σκηνοθετώ. Προσπαθώ να διαβάσω για να καταλάβω κι εγώ. Αυτή είναι η οδηγία που μου δίνω. Κι από κει και πέρα ακολουθώ τον ρυθμό του κάθε κειμένου. Κάθε κείμενο έχει έναν εσωτερικό ρυθμό, τον οποίο πρέπει να ξεκλειδώσεις και, αν τον βρεις, θα σε πάει αυτός.

Φαντάζομαι δεν διακόπτεις τη ροή της ηχογράφησης.

Προσπαθώ να μην τη διακόπτω. Όσες φορές έτυχε να τη διακόψω, δεν λειτούργησε. Φαίνεται ότι κάτι γράφτηκε κάποια άλλη χρονική στιγμή. Ηχογραφώ χωρίς διακοπές, ακριβώς για να μην χάνεται αυτή η μουσικότητα και αυτή η ροή.

Πριν τα ανεβάσεις τα δίνεις και σε κάποιον άλλο να τα ακούσει; Έχεις ένα τρίτο αυτί;

Έχω ένα-δύο τρίτα αυτιά (γέλια), που κάνουν το πρώτο τσεκ. Ένα πολύ καλό αυτί θεωρώ πάντα ότι είναι και το αγόρι μου, επειδή δεν είναι ακουστικός τύπος, δεν έχει ευκολία σε αυτό δηλαδή, του βάζω συνήθως τα πρώτα λεπτά από κάθε κείμενο για να μου πει «ξέρεις εδώ μιλάς γρήγορα, εδώ δεν κατάλαβα», αυτό το αυτί το εμπιστεύομαι πολύ.

Έχεις πάντως μια αφοπλιστική αθωότητα στον τρόπο που διαβάζεις.

Αυτό μου το έμαθε η Μαρία Σκουλά. Κάποια στιγμή κάναμε ένα σεμινάριο και δουλεύαμε πάνω στη Μαρκησία Ο του Κλάιστ. Και τη διαβάζαμε απλώς. Και μας είπε «να διαβάζετε πάντα ανακαλύπτοντας κάθε λέξη, αθώα για την κάθε επόμενη λέξη». Και αυτό πάντα το θυμάμαι.

Έχεις μια σημαντικότατη διαδρομή ως ηθοποιός στη Γερμανία. Έφυγες αμέσως μόλις αποφοίτησες από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, έμαθες πολύ γρήγορα τη γλώσσα κι εκεί έπαιξες πολύ μεγάλους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου, αναφέρω ορισμένους ενδεικτικά: την Ιωάννα της Λωραίνης στην Παρθένα της Ορλεάνης του Σίλερ, τη Λένα στο Λεόντιος και Λένα του Μπίχνερ, τη Στέλλα στο Λεωφορείο ο Πόθος του Τ. Ουίλιαμς, την Κασσάνδρα στις Τρωάδες. Σπουδαίοι ρόλοι σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου. Όταν σε άκουσα λοιπόν στον «Βιβλιοφάγο», σκέφτηκα ότι επέστρεψες στη γλώσσα σου.

Αυτό που λες τώρα μου θυμίζει κάτι, είχαμε κάνει μετά την καραντίνα ένα αναλόγιο με την Αργυρώ Χιώτη στο «Ρομάντζο» και διαβάζαμε πρίμα-βίστα το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ και ένας θεατής μού είπε ότι κατάλαβε ότι μπορώ να παίξω στα γερμανικά λόγω της ιδιαίτερης σύνδεσης που έχω με τον λόγο. Και νομίζω ότι τα γερμανικά τα έμαθα και τόσο γρήγορα χάρη στα ελληνικά που ξέρω. Αλλά γενικά, αυτό που με γοητεύει πολύ στο θέατρο είναι ο λόγος, η γλώσσα. Όχι ότι δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ το σώμα. Αλλά η σύνδεσή μου ξεκινά πάντα από τον λόγο. Γι’ αυτό μου αρέσουν πάντα κείμενα πιο λυρικά, μου αρέσουν πολύ τα έμμετρα κείμενα. Δηλαδή με τον Σίλλερ και την Ιωάννα της Λωραίνης είχα τρελαθεί. Και μπορεί να έχεις δίκιο, μπορεί να στράφηκα στα κείμενα αυτά για να κάνω κάπως μια εξάσκηση στη δική μου γλώσσα.

Είναι ο ήχος και τα podcast το νέο χιτ της εποχής μας;

Δεν ξέρω εάν είναι το νέο χιτ, πάντως για τον δικό μας κλάδο των ηθοποιών είναι η απόλυτη διαφυγή αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρω πότε το σώμα μας θα βρεθεί ολόκληρο στη σκηνή -ελπίζω σύντομα- αλλά τώρα σίγουρα ο ήχος είναι ένα μέσο. Και με τους ρυθμούς που έχει η ζωή μας είναι πολύ πιο εύκολο να αφοσιωθούμε στον ήχο, ενώ κάνουμε κάτι άλλο. Αυτό έχει και κάτι στενάχωρο, είναι όμως αναμφισβήτητα προς όφελος των podcasts.

Τι θα ακούσουμε προσεχώς στον «Βιβλιοφάγο»; Δώσε μας μια ιδέα.

Κάποια κεφάλαια από τα Λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα, υπάρχει ένα πολύ ωραίο διήγημα του Καρυωτάκη, ο Ιωάννης Κονδυλάκης επίσης, που μου αρέσει πολύ, κι άλλος Λαπαθιώτης, θα μπορούσα να ηχογραφώ μόνο Λαπαθιώτη, τέτοια είναι η αγάπη μου για τα κείμενά του (γέλια). Μου αρέσει πολύ και η Κερένια κούκλα του Χρηστομάνου, αυτό το σκέφτομαι πώς θα το κάνω, εάν μπορώ να απομονώσω ένα κομμάτι που να είναι κάπως αυτοτελές. Κι άλλα πολλά.

Θέλω να κλείσουμε με ορισμένες φράσεις από διηγήματα που διαβάζεις, οι οποίες σε συγκινούν πολύ.

Μια φράση που μου έρχεται αμέσως στον νου είναι από τον Ξεπεσμένο δερβίση του Παπαδιαμάντη:

«Ἄσκ ὀλσοὺν τσιβιρινέκ που σημαίνει χαρὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ ξέρει νὰ τὸν γυρίζῃ, τὸν κόσμον αὐτόν».

Ένα άλλο απόσπασμα που αγαπώ πολύ είναι από το διήγημα Χαίρε Μαρία κεχαριτωμένη του Λαπαθιώτη:

«Κοιτάζονται μεσ’ το βαθύ σκοτάδι και χαμογελάνε. Εκείνος κουράγιο παίρνει από το χαμογέλιο της κι ηρωικά τραβάει τ’ ασήκωτα κουπιά. Πετάνε τώρα στο πέλαο και χοροπηδάνε από τον τρελό χορό των κυμάτων του Έρωτα πουλιά μεσ’ τα χάη του σκοταδιού σφεντονισμένα».

Σε ευχαριστώ πολύ. Αναμένουμε με ανυπομονησία και τις επόμενες εκπομπές του «Βιβλιοφάγου».

Κι εγώ σ’ ευχαριστώ για την ωραία κουβέντα.

Βιβλιοφάγος – ένα podcast αναγνώσεων

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.