Η Ασημίνα Προέδρου μάς αφηγείται τη διαδρομή προς το πολυβραβευμένο ντεμπούτο της «Πίσω από τις θημωνιές» που κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες

«Στο σινεμά βιώνουμε τη μαγεία σε όλα τα στάδια. Έχεις κάτι στο χαρτί και όταν το βλέπεις στο μόνιτορ νιώθεις ότι είναι ζωντανό, δεν το πιστεύεις»

2015 στα βόρεια σύνορα της χώρας, στο φόντο μια λίμνη και όσα κρύβονται στα παγωμένα νερά της, στο κέντρο ο Στέργιος, η Μαρία και η Αναστασία, η οικογένεια και τα προσωπικά αδιέξοδα, οι αδυναμίες τους, το κόστος των πράξεών τους να αναμοχλεύονται.

Ανακαλύπτοντας την άγρια ομορφιά της λίμνης της Δοϊράνης και κινούμενη από την «επαγγελματική διαστροφή της» -όπως λέει- γύρω από τον ρεαλισμό, η Ασημίνα Προέδρου αποτυπώνει τρεις ιστορίες ιδωμένες από πολύ κοντά χωρίς τίποτα να μοιάζει στυλιζαρισμένο. Μετά το ”Red Hulk”, την πρώτη της μικρού μήκους και με το «Πίσω από τις θημωνιές», το ντεμπούτο της στις μεγάλου μήκους ταινίες να κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες έχοντας ήδη «κερδίσει» το φεστιβαλικό κοινό με 6 βραβεία στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η ίδια αναφέρει: «Στην ουσία αυτό που κάνω μέχρι στιγμής είναι να επικεντρώνομαι στον άνθρωπο. Δεν είναι ακριβώς πολιτικό το σινεμά που κάνω, είναι πιο ανθρωπολογικό. Επικεντρώνομαι στον άνθρωπο, αλλά στον άνθρωπο που πιέζεται από την κοινωνία, η κοινωνία καθορίζει τις αποφάσεις του, τις σχέσεις του».

Από τη διαφθορά, τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και την επαρχία, στη λίμνη και το προσφυγικό, η Ασημίνα Προέδρου μάς αφηγείται τη διαδρομή προς την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, μάς μιλά για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και για τη συγκίνηση όταν τελικά ο δημιουργός καταφέρνει να επικοινωνήσει ουσιαστικά με τον θεατή.

Ποια ήταν η αρχική ιδέα πάνω στην οποία έχτισες το «Πίσω από τις θημωνιές»;

Άρχισα να σκέφτομαι το θέμα της ταινίας το 2014. Ήθελα να κάνω μία ταινία που να σχετίζεται με τους διαφορετικούς τρόπους που μπορεί να υποτασσόμαστε καθημερινά σε μία διεφθαρμένη κοινωνία. Κάνοντας μία διερεύνηση του θέματος και ενώ παράλληλα έκανα το διδακτορικό μου, μία φίλη μου μου μίλησε για τη Λίμνη Δοϊράνη και ενώ δεν είχα καταλήξει καθόλου στην ιστορία άρχισα να σκέφτομαι ότι θα τοποθετήσω την ιστορία στη Δοϊράνη. Είδα κάποιες φωτογραφίες με αυτό το άγριο τοπίο, με τη λίμνη να έχει κάνει υπερχείλιση και τα δέντρα νεκρά μέσα στη λίμνη. Οπότε το 2015 πήγα στη Δοϊράνη για να αρχίσω την έρευνα για το μέρος. Την πρώτη νύχτα που μείναμε στο ξενοδοχείο δίπλα στη λίμνη φιλοξενήθηκαν περίπου 30 Σύριοι πρόσφυγες. Κάπως έτσι άρχισε να αποτελεί και αυτό κομμάτι της ιστορίας και το ένα έφερε το άλλο. Από τη διαφθορά, τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και την επαρχία, στη λίμνη και το προσφυγικό.

Αφηγείσαι την ιστορία με τέτοιο τρόπο που αποπνέει μία φυσικότητα, τίποτα δεν μοιάζει στημένο ή επιτηδευμένο. Πώς το πέτυχες αυτό;

Αυτό έχει να κάνει πολύ με την τοποθεσία αλλά και με τη δική μου επαγγελματική διαστροφή για τον ρεαλισμό. Για το καθετί έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλη έρευνα, από τον τρόπο που ψαρεύουν μέχρι τους χαρακτήρες μέχρι το οτιδήποτε. Βοήθησαν πάρα πολύ και οι άνθρωποι της τοπικής κοινωνίας και είμαι πάρα πολύ χαρούμενη για αυτό, γιατί τους ρωτούσα τα πάντα. Σκέψου ότι δεν έχω καμία σχέση ούτε με την περιοχή ούτε με τις αγροτικές εργασίες. Είναι δηλαδή κάτι που απαιτεί πάρα πολλή δουλειά, δεν είναι μόνο θέμα πρόθεσης.

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;

Υπήρχαν πολλές δυσκολίες που στην οθόνη δεν βγαίνουν. Τα γυρίσματα έγιναν χειμώνα. Για παράδειγμα οι σκηνές στη λίμνη είναι ένα κομμάτι γυρισμένο στη Δοϊράνη, όμως ο πνιγμός είναι γυρισμένος στη θάλασσα στον Σχινιά με 22 βαθμούς Κελσίου, μέρα και στο post production έγινε νύχτα μαζί με όλα τα εφέ που βλέπουμε. Αυτό το κάναμε, γιατί οι σκηνές που βλέπουμε στη λίμνη είναι γυρισμένες με -10.

Πέρα από τον καιρό, ήταν πολύ δύσκολο γιατί τα γυρίσματα έγιναν μέσα στο lockdown, με τα μαγαζιά κλειστά, με τα σύνορα της Δοϊράνης κλειστά, οι νομοί ήταν κλειστοί λόγω covid, γιατί γυρίσαμε και στην ελληνική πλευρά και στη Βόρεια Μακεδονία. Επίσης το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι όλες οι ταινίες γίνονται με λιγότερα λεφτά από αυτά που θα έπρεπε. Στο τέλος γίνονται με την αυτοθυσία και την προσωπική δουλειά. Πρέπει να πω όμως ότι νιώθω πολύ τυχερή γιατί όλοι οι συνεργάτες έδωσαν πραγματικά όλη την ψυχή τους για να γίνει αυτή η ταινία αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται η οικογένεια. Περίγραψέ μας τι είδους οικογένεια είναι αυτή.

Είναι κοινωνική ταινία με την έννοια ότι βλέπεις μία κοινωνία, ο κάθε χαρακτήρας της οικογένειας πιέζεται από την κοινωνία και αυτό επηρεάζει τις σχέσεις της, αλλά πράγματι στον πυρήνα της ιστορίας είναι η οικογένεια. Είναι μία οικογένεια της επαρχίας που κουβαλάει όλη την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας. Ο πατέρας, ο οποίος είναι ψαράς και αγρότης, έχει κάνει μία κομπίνα στο παρελθόν, έχει χρέη και ξεκινάει να κάνει διακίνηση προσφύγων με τη βάρκα του στη λίμνη. Είναι αρκετά αυταρχικός, είναι όμως ο άνθρωπος που νοιάζεται για την οικογένειά του, αλλά ίσως το δείχνει με λάθος τρόπο καταπιέζοντάς την.

Η γυναίκα είναι μία νοικοκυρά, αυτό που θα λέγαμε η γυναίκα δίπλα στον άντρα φαινομενικά, γιατί πολλά πράγματα ανατρέπονται. Προσπαθεί να αποκτήσει κοινωνικό status μέσα από τη θέση της στην εκκλησία, επειδή είναι πιστή του ιερέα και εκκλησάρισσα του χωριού και αναζητάει τον πραγματικό λόγο του Θεού.

Και τέλος, η ιστορία της κόρης είναι μία ιστορία ενηλικίωσης, όπου η κόρη προσπαθεί να ορίσει τη ζωή της μέσα στο καταπιεστικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται. Η ιστορία της Αναστασίας ομολογώ ότι λειτούργησε σαν δώρο σε μένα για να απελευθερωθώ ως δημιουργός, αλλά και στο κοινό που άντεξε τις άλλες δύο ιστορίες για αυτό και την έβαλα στο τέλος. Ουσιαστικά παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από αυτές τις τρεις διαφορετικές οπτικές. Δεν βλέπουμε ποτέ την ίδια σκηνή από άλλη οπτική βλέπουμε το πριν, το μετά της πολύ συχνά, αλλά ποτέ την ίδια σκηνή.

Γιατί επέλεξες τα κοντινά πλάνα για να αποτυπώσεις το μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας;

Ήθελα εξαρχής να κάνω την ταινία με κοντινά. Οι τρεις ιστορίες έχουν κυρίως κοντινά με κάποιες παύσεις που έχουν κάποια γενικά και μετά ξαναπάμε στα κοντινά. Η αρχική μου σκέψη ήταν να το κάνω έτσι αλλά ο λόγος που το αποφάσισα τελικά είναι και επειδή η ταινία γενικά ήταν πάρα πολύ απαιτητική σε χώρους, μεγάλη σε διάρκεια και αυτό προσθέτει πολύ κόστος. Οπότε έπρεπε κάπως να μην χάσουμε το production value της ταινίας. Επειδή όμως πιστεύω πάρα πολύ στην υφολογική συνέπεια, δεν θα έκανα ποτέ μία επιλογή επειδή με βολεύει οπότε πήρα την απόφαση να το κάνω αυτό και στα τρία κεφάλαια. Είναι ένα κεφάλαιο, μία οπτική και εγώ επιλέγω να είμαι πολύ κοντά στον ήρωά μου. Όταν το επιλέγεις ως γραφή και μάλιστα το κάνεις από την αρχή ως το τέλος είναι κάτι τεκμηριωμένο από την ίδια την αφήγηση. Ταυτόχρονα με την αφήγηση όμως ήταν και μία επιλογή που έγινε λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες παραγωγής και τις δυσκολίες που υπήρχαν.

Παρουσιάζοντας τους ήρωες κάνεις τον θεατή να μπει στη θέση του κάθε χαρακτήρα και να την κατανοήσει χωρίς να πέφτεις στο κλισέ-μοτίβο του καλού και του κακού. Πώς καταφέρνεις να μην στέκεσαι επικριτικά απέναντί τους και να καλλιεργείς αυτή την ταύτιση;

Αυτή ήταν η πρόθεσή μου αλλά ξαφνιάζομαι κιόλας θετικά γιατί το έχω ακούσει αρκετά ως σχόλιο. Παρόλο που ήταν πρόθεσή μου δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ήταν κάτι που θα βοηθούσε τόσο πολύ στην ταύτιση με τους χαρακτήρες και την ιστορία τους. Γενικά είναι ο τρόπος που εγώ λειτουργώ και σκέφτομαι και γι’ αυτό έκανα αυτή την προσπάθεια για να δουλευτεί και να βγει. Είναι το πώς είμαι εγώ ως Ασημίνα. Συνειδητοποιώ διαρκώς το πόσο έχω στο μυαλό μου να μην είναι έτσι οι χαρακτήρες, με κάθε απόφαση. Αν με ρωτούσες ποιον δεν μπορώ να δικαιολογήσω με τίποτα, ποιος είναι ο απόλυτα κακός θα σου έλεγα τον Δημήτρη, αλλά ακόμα και εκεί ο λόγος που έβαλα τον Τσαρούχα στον ρόλο του κακού ήταν γιατί ήξερα ότι ο Τσάρουχας μόνο που θα παίξει με αυτό το physique, την πλάκα που κάνει και με το στυλ που έχει, θα έκανε έναν χαρακτήρα που ενώ στο χαρτί είναι ας πούμε μονοδιάστατος, θα έχει τελικά και άλλες πτυχές· να γίνει πιο ζωντανός, πιο ανθρώπινος και αυτό ακριβώς είναι που δείχνει το πόσο η ερμηνεία ενός ηθοποιού προσθέτει στην αφήγηση.

Βέβαια θεωρώ ότι αν αυτοί οι άνθρωποι ήταν δίπλα μας, ίδιοι ακριβώς, που υπάρχουν και μπορεί και εμείς οι ίδιοι να είμαστε και να μην το παραδεχόμαστε, δεν θα τους δικαιολογούσαμε. Τους δικαιολογείς γνωρίζοντας ότι βλέπεις ταινία.

Ενόψει της πρεμιέρας στις αίθουσες μίλησέ μας για το feedback που πήρες από το κοινό στην παγκόσμια πρεμιέρα  στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου η ταινία απέσπασε 6 βραβεία. Περίμενες αυτή την ανταπόκριση;

Χάρηκα πάρα πολύ με το φεστιβάλ. Πίστευα και πιστεύω πολύ στην ταινία, έχω πολύ υψηλές προσδοκίες, αλλά και πάρα πολύ μεγάλο άγχος για το αν θα πραγματοποιηθούν. Αυτό που έγινε με το κοινό όμως ήταν πέρα από τις προσδοκίες μου γιατί ήταν ποιοτικά διαφορετικό. Περίμενα ότι θα αρέσει σε ένα λίγο πιο ευρύ κοινό, γιατί η ταινία είναι αφηγηματική, αλλά τελικά με ξάφνιασε πάρα πολύ θετικά. Δεν περίμενα να έρχονται και να είναι τόσο ταραγμένοι και να μου μιλάνε για την ταινία, για αυτό λέω ότι είναι ποιοτικά διαφορετική η αντίδραση.

Αυτό που συμβαίνει, και γενικά στις σπονδυλωτες ταινίες, είναι ότι ο κάθε θεατής μπορεί να ταυτίζεται με διαφορετικό χαρακτήρα. Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που λειτουργεί το σινεμά, ότι είναι πέρα από την ταινία οι ταυτίσεις που κάνει ο θεατής, οι δικές του προβολές. Ο καθένας έχει διαφορετικές εμπειρίες, διαφορετικές αναφορές, διαφορετικά τραύματα και κάνει όλες τις ταυτίσεις με βάση τα δικά του κριτήρια και αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον. Κάπως ακροβατείς στην ιστορία ως δημιουργός. Εσύ μπορεί να θες να δείξεις θυμό και το βλέμμα να λέει κάτι άλλο, αλλά υπάρχει και το πώς ένα κοινό αντιδρά συνολικά σε μία ταινία που έχει να κάνει με το momentum, με την πολιτική συγκυρία, με τη μόδα, με τη διαφήμιση, με το word of mouth. Υπάρχουν πολλά πράγματα που είναι πέρα από την ταινία, οπότε υπάρχει τεράστια ανασφάλεια σε σχέση με αυτό.

Το πιο συγκινητικό για μένα στη Θεσσαλονίκη είναι ότι έρχονταν και μου έλεγαν πράγματα για τα οποία αναρωτιόμουν αν θα τα δει ο θεατής, αν θα τα εισπράξει. Πέρα από το βασικό πεδίο αφήγησης, στοιχεία που ήταν σε ένα δεύτερο, τρίτο, τέταρτο επίπεδο. Αυτό είναι πάρα πολύ συγκινητικό γιατί είναι ουσιαστική επικοινωνία με τον θεατή.

Κάπου εκεί βρίσκεται και η μαγεία του σινεμά.

Στο σινεμά βιώνουμε τη μαγεία σε όλα τα στάδια. Στο γύρισμα που εκεί είναι η γέννηση το βλέπεις με έναν άλλο τρόπο, απλώς εκεί το βλέπεις εσύ και οι συνεργάτες σου. Έχεις κάτι στο χαρτί και όταν το βλέπεις στο μόνιτορ δεν το πιστεύεις, νιώθεις ότι είναι ζωντανό. Είναι απίστευτη μαγεία αυτό το πράγμα. Μετά στο μοντάζ και μετά στην αίθουσα.

© George Lycoudis

Παρακολουθώντας τόσο το «Πίσω από τις θημωνιές» όσο και τη μικρού μήκους που έκανες, το ”Red Hulk”, καταλαβαίνει κάποιος ότι σε ενδιαφέρει η κοινωνία, οι ιστορίες σου εστιάζουν στην πραγματικότητα. Σε αυτό το πεδίο σκοπεύεις να κινηθείς και στο μέλλον;

Η προηγούμενη ταινία μου, το ”Red Hulk” ήταν μία πιο ρεαλιστική ταινία και σε σχέση με τη γραφή. Αυτή θεωρώ ότι έχει και μία μεγαλύτερη ποίηση. Γενικότερα αυτό που έχω κάνει μέχρι στιγμής είναι στην ουσία να επικεντρώνομαι στον άνθρωπο, δεν είναι ακριβώς πολιτικό το σινεμά που κάνω, είναι πιο ανθρωπολογικό. Επικεντρώνομαι στον άνθρωπο, αλλά στον άνθρωπο που πιέζεται από την κοινωνία, η κοινωνία καθορίζει και επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις του, τις σχέσεις του. Μέχρι στιγμής αυτό είναι που έχω κάνει, για το μέλλον δεν ξέρω.

Η ταινία «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 19 Ιανουαρίου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.