Ο όρος «έμφυλη βία» δεν υπάρχει στη νοηματική γλώσσα. Κι όμως, στην Ελλάδα από τα 1,2 εκατομμύρια ανθρώπων με αναπηρίες, το 1/3 έχουν αισθητηριακή αναπηρία, δηλαδή οπτικοακουστική βλάβη. Ωστόσο, οι δράσεις και οι δομές προστασίας από την έμφυλη βία κατά κύριο λόγο δεν είναι σχεδιασμένες για γυναίκες με αναπηρίες: μη προσβάσιμοι χώροι, έλλειψη διερμηνέων νοηματικής γλώσσας και προσωπικού εκπαιδευμένου σε θέματα προσανατολισμού και κινητικότητας. Το ίδιο όσον αφορά και στην ενημέρωση και τις καμπάνιες.
Φανταστείτε μια τυφλή ή κωφή γυναίκα να προσπαθεί να βρει μια γραμμή βοήθειας ή ένα ενημερωτικό φυλλάδιο για νομική βοήθεια ή ένα σχεδιάγραμμα με σχετικά στοιχεία. Επιπλέον, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν, οι γυναίκες αυτές χρειάζεται να ξεπεράσουν μια σειρά από κοινωνικά εμπόδια. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτώχειας που αντιμετωπίζουν τις εγκλωβίζουν σε κακοποιητικές σχέσεις, συχνά μάλιστα η κακοποίηση λαμβάνει και μισαναπηρικές προεκτάσεις: συναισθηματική υποβάθμιση που συνδέεται με την αναπηρία, σκόπιμη παραμέληση, στέρηση φαρμακευτικής αγωγής κ.ά.
Ο οργανισμός Liminal και το Κέντρο ΔΙΟΤΙΜΑ με την υποστήριξη της Alliance for Gender Equality in Europe υλοποίησαν το πρόγραμμα Safeable. Οι στόχοι του έργου είναι να διερευνηθούν οι πολλαπλές συνέπειες και οι δυσκολίες που προκύπτουν, όταν η έμφυλη βία συναντά την αισθητηριακή αναπηρία, να επεξεργαστούν μαζί με τις γυναίκες τρόπους ευαισθητοποίησης και λύσεις για την καλύτερη υποστήριξή τους και να τεθούν οι βάσεις για προσβάσιμες παραπομπές υποστήριξης από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τη δημιουργία πλήρως προσβάσιμης ενημερωτικής ιστοσελίδας για ζητήματα έμφυλης βίας και αναπηρίας, την εκπαίδευση διερμηνέων νοηματικής και στελεχών των δύο οργανισμών σε θέματα έμφυλης βίας, προσβασιμότητας και συμπερίληψης, τη μετατροπή απαραίτητων εγγράφων για την υποστήριξη των γυναικών από τις υπηρεσίες του Κέντρου Διοτίμα σε braille γραφή, μεγαλογράμματα, ηλεκτρονική μορφή, ηχητικό μήνυμα, βίντεο με υποτιτλισμό και διερμηνεία νοηματικής, καθώς και τη διενέργεια ομάδων εστιασμένης συζήτησης με άτομα με αισθητηριακές αναπηρίες.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε και το ομώνυμο ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία της Νιόβης Αναζίκου που προβλήθηκε πρόσφατα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος και είναι διαθέσιμο δωρεάν. Το SAFEable είναι ένα πλήρως προσβάσιμο ντοκιμαντέρ, που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε με την ενεργό συμμετοχή γυναικών με αισθητηριακή αναπηρία. Μέσα από τις αφηγήσεις τους, αποτυπώνονται οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από κακοποιητικά περιβάλλοντα, διερευνάται η σχέση έμφυλης βίας και μισαναπηρισμού και παρέχονται χρήσιμες πληροφορίες για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των κοινοτήτων και του ευρύτερου κοινού σχετικά με τα σημάδια της έμφυλης βίας και τους τρόπους προστασίας.
Πώς ενημερώνονται και προστατεύονται οι γυναίκες με αισθητηριακές αναπηρίες για θέματα έμφυλης βίας; Ποια είναι τα επιπλέον εμπόδια που αντιμετωπίζουν; Ποιες είναι οι σχέσεις εξάρτησης, ενοχής και εξουσίας που συμβάλλουν στη βία; Τι βαθμός αυτονομίας υπάρχει; Πώς προσεγγίζουν το θέμα οι οργανισμοί, οι εργοδότες, οι σύντροφοι, τα κινήματα, η κοινωνία, το σχολείο; Για όλα αυτά μιλήσαμε με τους διοργανωτές της καμπάνιας και με γυναίκες με αισθητηριακές αναπηρίες:
Όπως μας λέει η Έλια Χαρίδη, κοινωνική ανθρωπολόγος και εργαζόμενη στη Διοτίμα: «Είναι γεγονός ότι οι γυναίκες με αναπηρία αντιμετωπίζουν υψηλότερες πιθανότητες από τον γενικό πληθυσμό να βιώσουν έμφυλη βία. Η βία αυτή μπορεί να είναι πιο σύνθετη, να προέρχεται από περισσότερα άτομα και να συμβαίνει σε διαφορετικά περιβάλλοντα.
Επίσης, μία ανάπηρη γυναίκα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε μία σχέση ή ένα περιβάλλον που φέρουν στοιχεία κακοποίησης. Τα είδη έμφυλης βίας που βιώνουν οι γυναίκες με αναπηρία δεν διαφέρουν από αυτά που βιώνουν οι γυναίκες χωρίς αναπηρία». Η κα Χαρίδη όμως διευκρινίζει ότι, όπως αναφέραμε στην αρχή, συχνά στις περιπτώσεις ανάπηρων γυναικών η έμφυλη βία λαμβάνει και μισαναπηρικές προεκτάσεις και μορφές: από τη συναισθηματική υποβάθμιση που συνδέεται με την αναπηρία ή την εσκεμμένη παραμέληση, μέχρι την άρνηση πρόσβασης σε βοηθήματα προσβασιμότητας και επικοινωνίας, τη στέρηση φαρμακευτικής αγωγής ή τη στέρηση επιδομάτων και άλλων οικονομικών προνομίων που μπορεί να λαμβάνει μία ανάπηρη γυναίκα.
«Το 90% των κακοποιητών είναι άνδρες που οι ανάπηρες γυναίκες ήδη γνωρίζουν και συχνά έχουν μαζί τους σχέσεις οικειότητας και εμπιστοσύνης. Πρόκειται για συντρόφους/συζύγους που, αν χρειάζεται, αναλαμβάνουν την καθημερινή τους φροντίδα ή για άλλους, επί πληρωμή βοηθούς ή/και συγγενείς, που φροντίζουν συστηματικά προσωπικές τους ανάγκες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη εξάρτησή τους από τον κακοποιητή/φροντιστή, ανάλογα με τον βαθμό, το είδος και τις ανάγκες της αναπηρίας, σε επίπεδο συναισθηματικό, πρακτικό ή/και οικονομικό. Η εξάρτηση αυτή φυσικά είναι ένα στοιχείο που ο κακοποιητής εκμεταλλεύεται για να ασκήσει εξουσία πάνω στη γυναίκα».

Η Χρυσέλλα Λαγαρία, συνιδρύτρια της Black Light, του οργανισμού που ξεκίνησε από τυφλά άτομα με σκοπό τον σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδεύσεων που εξοικειώνουν τους επαγγελματίες με την τυφλότητα, εξηγεί από την πλευρά της το πώς βιώνουν οι γυναίκες με αναπηρίες την έμφυλη βία και ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχει:
«Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι μια τυφλή γυναίκα / θηλυκότητα, δεν είναι μια διαφορετική οντότητα από εκείνες που βλέπουν, μπορούμε αρχικά να καταλάβουμε ότι η έμφυλη βία βιώνεται με παρόμοιους τρόπους. Ωστόσο, με δεδομένα τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και τις επιπλέον δυσκολίες στην εκπαίδευση που συνυπάρχουν στις ανάπηρες γυναίκες, μπορούμε να καταλάβουμε ότι γίνονται ακόμα πιο ευάλωτες στην πιθανή άσκηση βίας, τόσο από ανάπηρους, όσο και από μη ανάπηρους άντρες. Ένα επιπλέον πρόβλημα εδράζεται επίσης στην έλλειψη αυτοπεποίθησης που επίσης γεννά σε μεγαλύτερο βαθμό ο αποκλεισμός που βιώνουν».

«Υπάρχει η πεποίθηση, στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας, ότι τα ανάπηρα άτομα προτιμούν να ζουν και να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και ότι το κράτος σίγουρα θα έχει φροντίσει γι’ αυτά, οπότε, αφού αποτελούν και μια ξεχωριστή κοινότητα, δεν χρειάζεται και να εμπλεκόμαστε, αν λχ βλέπουμε μπροστά μας συμπεριφορές που συνιστούν βία, ψυχολογική ή λεκτική», επισημαίνει η κ. Λαγαρία.
«Επίσης, ειδικά για τις γυναίκες που έχουν βρεθεί για κάποιο διάστημα στα ειδικά σχολεία, είναι συνηθισμένο φαινόμενο η παραπάνω άσκηση βίας εναντίον τους, είτε από το προσωπικό, είτε από ανάπηρα αγόρια, τα οποία επίσης βιώνουν άσχημες καταστάσεις, με αποτέλεσμα να καταλήγουν να τη θεωρούν κομμάτι της καθημερινότητάς τους και όταν πια ενηλικιωθούν. Από την άλλη, αντίστοιχα μειωμένη είναι και η πρόσβαση των ανάπηρων γυναικών στην ενημέρωση, σε νέα βιβλία που κυκλοφορούν, σε καμπάνιες κλπ, με αποτέλεσμα όταν δέχονται τελικά τη βία επάνω τους, να μην είναι σε θέση να την αναγνωρίσουν. Το ίδιο πρόβλημα φυσικά υπάρχει και στους ανάπηρους άντρες, με αποτέλεσμα ακόμα και κάποιος που φαίνεται να μην εγκρίνει ο ίδιος πρακτικές βίας ή χειραγώγησης μιας γυναίκας, να μην έχει τα κατάλληλα εργαλεία για να εκφραστεί και να βοηθήσει στην εξάλειψη του φαινομένου αυτού».
«Η αναπηρία δεν κάνει εξ αρχής μία γυναίκα πιο ευάλωτη στην έμφυλη βία, αλλά γυναίκες που χρειάζονται κάποιο είδος φροντίδας και εξαρτώνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, βρίσκονται σε μία ευάλωτη θέση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κακοποίηση, είτε αυτή συμβαίνει στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο χώρο», λέει η κα Χαρίδη. «Αυτό που κάνει τις ανάπηρες γυναίκες ποιο ευάλωτες στην έμφυλη βία είναι τα πολλαπλά κενά που υπάρχουν σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο, αφενός για την προστασία των ανάπηρων γυναικών από την έμφυλη βία, αφετέρου για την υποστήριξή τους στο ενδεχόμενο κακοποίησης. Μερικά από αυτά είναι η έλλειψη προσβάσιμης ενημέρωσης για την έμφυλη βία και τα σχετικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, η απουσία εκπαίδευσης σε θέματα αναπηρίας του προσωπικού των δομών για κακοποιημένες γυναίκες και σε θέματα έμφυλης βίας του προσωπικού των δομών για ανάπηρα άτομα, οι μη-προσβάσιμες δομές για κακοποιημένες γυναίκες και η δυσκολία εύρεσης εργασίας και, άρα, δυσκολία μίας ανάπηρης γυναίκας να αυτονομηθεί οικονομικά και να εγκαταλείψει το κακοποιητικό περιβάλλον.
Διάφορα βαθιά ριζωμένα στερεότυπα και κοινωνικές κατασκευές παγιώνουν και αναπαράγουν τα παραπάνω κενά: Η κοινωνική κατασκευή των ανάπηρων γυναικών, ως υποδεέστερων, αβοήθητων, αδύναμων, παθητικών δημιουργεί συχνά και στις επιζώσες με αναπηρία αισθήματα ενοχικότητας και χαμηλής αυτοεκτίμησης, την αντίληψη ότι ‘δεν είμαι καλή, γιατί δεν είμαι αρτιμελής, οπότε καλώς δέχομαι και τη βία’. Στερεότυπα περί αποκλίνουσας ή υπολείπουσας θηλυκότητας και σεξουαλικότητας των ανάπηρων γυναικών. Στερεότυπα περί αδυναμίας τους να μεταφέρουν τα όσα συνέβησαν, ώστε να προβούν για παράδειγμα σε καταγγελία και να γίνουν πιστευτές ή ακόμη και κατανοητές, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις που δεν είναι διαθέσιμη η διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα».

Η Χρυσέλλα Λαγαρία μου εξηγεί ποιες είναι οι ιδιαίτερες δυσκολίες και τα εμπόδια στο να ενημερωθεί, να ζητήσει και να λάβει βοήθεια μια γυναίκα με αναπηρίες που υφίσταται έμφυλη βία:
«Αν σκεφτούμε πως στην πραγματικότητα, το 99% των ενημερωτικών και ψυχαγωγικών προγραμμάτων, δεν είναι στην πράξη προσβάσιμο στις ανάπηρες γυναίκες, μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε και γιατί η πρόσβαση στην ενημέρωση είναι επίσης πολύ μικρή. Μια τυφλή γυναίκα, δεν μπορεί λχ να διαβάσει τους υπέρτιτλους των θεμάτων, όταν παρακολουθεί ειδήσεις, να δει το οπτικό σκέλος μιας διαφήμισης ή μιας καμπάνιας, δεν βλέπει τις αφίσες στους δρόμους, αλλά ούτε τα σκίτσα ή τις φωτογραφίες στο facebook της. Έτσι, χωρίς να το συνειδητοποιεί πολλές φορές, αποκλείεται από την πρόσβαση στην πληροφορία, σε έρευνες, σε στατιστικές κλπ. Αν παρόλα αυτά καταφέρει αυτήν την πληροφορία κάπως να την βρει και απευθυνθεί σε μια δομή για να λάβει την υποστήριξη που χρειάζεται, το πλέον πιθανό είναι να έρθει αντιμέτωπη με ανθρώπους που στην καλύτερη περίπτωση θα την συνοδεύουν με λάθος τρόπο, όπου απαιτείται να βρεθεί και στην χειρότερη θα αμφισβητήσουν ενδεχομένως την ικανότητά της για υπογραφή ή για να φροντίσει μόνη της ένα παιδί κ.ά. Επομένως, έχοντας βρεθεί σε βάση καθημερινή να αντιμετωπίζει τέτοιους αποκλεισμούς και νιώθοντας επίσης πως αποκλείεται απ’ το δικαίωμά της στην πρόσβαση στην πληροφορία, το πιθανότερο είναι να μην νιώσει πως μέσα στις προσωπικές μάχες που χρειάζεται να δώσει, θα άντεχε να εκπαιδεύσει και όσους/ες υποτίθεται πως είναι εκεί να την στηρίξουν».
Κινούμενη από αυτά, η Χρυσέλλα Λαγαρία συνίδρυσε λοιπόν την Black Light, η οποία δημιουργήθηκε από τυφλά άτομα με προηγούμενη εμπειρία στη δημιουργία διαδραστικών και συμπεριληπτικών δρώμενων και στην εξυπηρέτηση πελατών. Βασικός της σκοπός είναι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση B2B εκπαιδεύσεων που εξοικειώνουν τους επαγγελματίες με την τυφλότητα, δημιουργώντας ταυτόχρονα θέσεις εργασίας για τυφλά και μη άτομα:
«Δημιουργήσαμε την Black Light γιατί γνωρίζουμε καλά, μέσα και από το δικό μας βίωμα πως όταν μια διαδικασία, όπως τα καθημερινά μας ψώνια, γίνεται με δυσκολία και προκύπτουν χιλιάδες απρόοπτα εξαιτίας της άγνοιας που συνήθως υπάρχει για το πώς ζουν, πώς κινούνται ή πώς εργάζονται τα τυφλά άτομα, τότε πρέπει να υπάρξει η αλλαγή που θα δημιουργήσει τις κατάλληλες γέφυρες, ώστε να εξαλείψουμε τα λανθασμένα στερεότυπα γύρω από την τυφλότητα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα μια πιο ομαλή καθημερινότητα για όλους μας. Αίτημα των ωφελούμενών μας είναι να εκπαιδεύσουμε/εξηγήσουμε πως οι ανάγκες τους δεν διαφέρουν, η ανεξαρτησία τους δεν μικραίνει και οι δεξιότητές τους δεν λιγοστεύουν, επειδή δεν βλέπουν. Ζητούν λοιπόν από εμάς να εκπαιδεύσουμε εκείνον/η που θα τους συναντήσει/εξυπηρετήσει στο καφέ, στην τράπεζα, στο supermarket κλπ».

Η Ευγενία Γαλάνη, παρουσιάστρια ειδήσεων Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας μας μιλά από την πλευρά της για τα προβλήματα που συναντά μια γυναίκα με ακουστική βλάβη, η οποία έχει υποστεί βία, στο να βρει βοήθεια και υποστήριξη: «Η έλλειψη επικοινωνίας είναι το βασικότερο και συχνότερο πρόβλημα για μια γυναίκα κωφή. Από τη στιγμή που η πλειοψηφία δεν γνωρίζει την νοηματική γλώσσα ή και την κουλτούρα των κωφών, είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθεί με απλές λέξεις/προτάσεις προφορικώς, πόσο μάλλον σε σοβαρό θέμα όπως η έμφυλη βία. Επίσης η έλλειψη εμπιστοσύνης. Πολλές φορές οι κωφές γυναίκες, συνηθισμένες στο οικογενειακό τους περιβάλλον και όχι μαθημένες με τους επαγγελματίες διερμηνείς, φέρνουν δικά τους πρόσωπα πχ θεία, αδελφό κ.α., ως διερμηνείς με αποτέλεσμα να μην νιώθουν άνετα να μιλήσουν λεπτομερώς και οι συγγενείς τους να παρεμβαίνουν προσωπικά/συναισθηματικά. Τέλος, η έλλειψη εκπαίδευσης και επαφής με την ευρύτερη κοινωνία ισχύει για πολλές κωφές γυναίκες με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν τα στοιχειώδη, όπως τα ελληνικά, τα δικαιώματά τους, να αναγνωρίζουν την έμφυλη βία και πώς/σε ποιον να απευθυνθούν για βοήθεια».
Η ίδια η Ευγενία δεν γνώριζε τον όρο ‘έμφυλη βία’ προτού να συμμετέχει σε ένα φόρουμ της Liminal & Διοτίμα και εύχεται να υπάρξει περισσότερη ποιοτική εκπαίδευση στα σχολεία (κωφά και ακούοντα), περισσότερη προσβάσιμη ενημέρωση στην τηλεόραση και στα κοινωνικά δίκτυα και ανοιχτές συναντήσεις φορέων με διερμηνεία. «Πιστεύω ότι, επειδή η νοηματική είναι μια πολύ διαφορετική και οπτική γλώσσα, δεν έχει μεταφραστεί επίσημα η λέξη έμφυλη βία στη νοηματική γλώσσα κι έτσι δεν την έχουμε μάθει. Συνδυάζεται και η έλλειψη ενημέρωσης, ο φόβος της κακής φήμης στη κοινότητα κωφών και ο ψυχολογικός/σωματικός πόνος που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες μοναχές τους κρυφά. Θεωρείται συνήθως ταμπού η έμφυλη βία και οι περισσότερες ντρέπονται να το μοιραστούν με κάποια γνωστή τους για να μην “στιγματιστούν” στην κοινότητα των κωφών».

Υπάρχει, λοιπόν, κρυφό ποσοστό βίας και πώς μπορεί αυτό να γίνει φανερό και να προστρέξουν σε βοήθεια οι γυναίκες αυτές; Και αν φτάσουν να ζητήσουν βοήθεια, ποια είναι τα επόμενα βήματα, υπάρχουν δομές υποστηρικτικές για εκείνες;
«Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι αναμενόμενο ότι υπάρχει σημαντικό ποσοστό ανάπηρων γυναικών που δεν αναφέρει ή καταγγέλλει τη βία που έχει υποστεί ή υφίσταται», λέει η κα Χαρίδη. «Το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά φροντίζοντας, η Πολιτεία πρωτίστως, από κοινού με το σύνολο της κοινωνίας, να καλυφθούν τα παραπάνω κενά. Για παράδειγμα, να δημιουργηθεί και να διαχυθεί ευρέως προσβάσιμη ενημέρωση για την έμφυλη βία και τα σχετικά δικαιώματα. Να γίνουν προσβάσιμες οι δομές για κακοποιημένες γυναίκες. Να λάβει ειδική εκπαίδευση τόσο το προσωπικό των δομών για κακοποιημένες γυναίκες, όσο και το προσωπικό των φορέων που σχετίζονται με την αναπηρία. Παρά τους δικαιολογημένους φόβους και τα υπαρκτά εμπόδια, μία γυναίκα με αναπηρία μπορεί να ξεφύγει από το κακοποιητικό περιβάλλον. Λαμβάνοντας ολοκληρωμένη ενημέρωση για τα δικαιώματα και τις επιλογές της, καθώς και εξειδικευμένη υποστήριξη, μπορεί να βρεθεί μία ασφαλής διέξοδος από την έμφυλη βία για την ίδια ή και τα παιδιά της, σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες της. Στην περίπτωση που τελικά κάποια ανάπηρη γυναίκα φτάσει στο να ζητήσει βοήθεια, δυστυχώς δεν υπάρχουν κατάλληλες υποστηρικτικές δομές. Δεν υπάρχουν για παράδειγμα διερμηνείς νοηματικής στις δομές φιλοξενίας, αλλά και γενικότερα διερμηνείς που να είναι εκπαιδευμένες/οι και ευαισθητοποιημένες/οι στα θέματα της έμφυλης κακοποίησης. Αντίστοιχα για τις τυφλές γυναίκες δεν υπάρχουν άτομα εκπαιδευμένα σε θέματα συνοδείας, προσανατολισμού και κινητικότητας».
«Η εκπαίδευση, η ανοιχτότητα και η κατανόηση του τι σημαίνει αναπηρία και πώς επιτυγχάνεται η συμπερίληψη στην πράξη, είναι τα εργαλεία που χρειάζονται ώστε να νιώσουν ασφάλεια και αποδοχή όσες το χρειάζονται», επισημαίνει η κα Λαγαρία. «Συχνά πηγαίνουμε στην αστυνομία, ακόμα και για μια απλή έκδοση ενός εγγράφου και ακόμη βλέπουμε τους αστυνομικούς να μας χτυπούν στοργικά στον ώμο, να μας μιλούν σαν να είμαστε παιδιά, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητείται συχνά η ικανότητά μας να υπογράφουμε τις αιτήσεις και τα έγγραφα που συμπληρώνουμε. Η αναπηρία δεν χρειάζεται την ευαισθητοποίηση, χρειάζεται την ενσωμάτωση, τη συμπερίληψη και την ισοτιμία. Σε ό,τι αφορά στα κινήματα, δυστυχώς συχνά με τη δικαιολογία των ελάχιστων πόρων που διαθέτουν και της, κατά κύριο λόγο, εθελοντικής συμμετοχής των γυναικών που τα απαρτίζουν, βλέπουμε να μην συνυπολογίζονται οι ανάπηρες γυναίκες στον σχεδιασμό μιας συνέλευσης που δεν γίνεται λχ σε προσβάσιμους χώρους, μιας καμπάνιας που δεν είναι εύκολα προσβάσιμη, ακόμα και ενός πιθανού crowdfunding που μπορεί να τρέχει σε πλατφόρμες ακατάλληλες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση των ανάπηρων γυναικών απ’ το να νιώσουν ότι ανήκουν σε μια μεγαλύτερη κοινότητα με πανομοιότυπα προβλήματα και το «Καμία μόνη» που ίσως ακούνε συχνά, δεν φαίνεται να τις συμπεριλαμβάνει».

Τα πρώτα συμπεράσματα του έργου αποκαλύπτουν ότι οι κοινότητες των αναπήρων έχουν μεγάλη ανάγκη από πρόσβαση στην ενημέρωση αλλά και την προστασία από την έμφυλη βία αλλά και ο μη ανάπηρος πληθυσμός χρειάζεται να ενημερωθεί και να κατανοήσει τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε αναπηρίας:
«Ελπίζουμε ότι αυτό το έργο είναι μόνο η αρχή για να καταφέρουμε, μαζί με τα άτομα από τις κοινότητες, φορείς και οργανισμούς, να βελτιώσουμε τις συνθήκες για όλες και όλους», λέει ο ιδρυτής της Liminal, κ. Χρίστος Παπαμιχαήλ.
Κλείνουμε με τα λόγια της Χρυσέλλας: «Μια υγιής σχέση, πρέπει να είναι αυτή η μαλακή κουβέρτα, εκείνο το προστατευτικό κουκούλι, μέσα στο οποίο μπορείς να είσαι όπως θέλεις, να εκφράζεις αυτά που νιώθεις και να προχωράς όπως εσύ επιλέγεις, χωρίς να φοβάσαι ότι για τους ανθρώπους που έχεις κοντά σου, κάτι από αυτά δεν είναι αποδεκτό. Οι ανάπηρες γυναίκες, συχνά καλούνται να αποδεικνύουν σε όλους ότι είναι τόσο κανονικές όσο πρέπει, ότι τα καταφέρνουν να δουλεύουν, να μεγαλώνουν παιδιά, ότι ‘αν και ανάπηρες’ ή… ‘παρά την αναπηρία τους’ υπερνικούν τα εμπόδια και γίνονται αυτό που η κοινωνία έχει προβλέψει για αυτές. Όταν σταματήσουμε να αναπαράγουμε αυτά τα κλισέ με αφορμή την αναπηρία, δεν θα έχουμε βέβαια εξαλείψει την πατριαρχία, αλλά θα έχουμε κάνει ένα μικρό βήμα προς την αληθινή συμπερίληψη και αποδοχή των γυναικών με αναπηρία».