“Elvis” του Μπαζ Λούρμαν: Οι άνθρωποι που έπεσαν στη γη

“Elvis” του Μπαζ Λούρμαν

Ο Έλβις στη σκηνή

Στον “Elvis” του Μπαζ Λούρμαν συνυπάρχουν δυο ταινίες σε μία. Αν για λόγους συνεννόησης πρέπει να τις βαφτίσoυμε κάπως, η πρώτη είναι μουσική και η δεύτερη βιογραφική. Η μουσική ταινία με συνεπήρε και με θάμπωσε, η βιογραφική θεωρώ ότι έχει ένα σωρό ελαττώματα. Ελαττώματα όμως που τελικά είμαι διατεθειμένος να προσπεράσω, μαζί με ολόκληρο το βιογραφικό σκέλος του “Elvis”, ακριβώς γιατί αυτό που το μουσικό σκέλος του έκανε στα μάτια μου, τα αυτιά μου, το μυαλό και την καρδιά μου, μου προσέφερε μια πλήρωση που είναι πιο κρίσιμη απ’ την αρτιότητα.

Στο σκέλος δράμα, πλοκή, συγκρούσεις, διακυβεύματα, χαρακτήρες, έχουμε κατά τη γνώμη μου να κάνουμε με μια ταινία αρκετά αδύναμη, σχετικά επιφανειακή και σίγουρα όχι ξεχωριστή, όχι ιδιαίτερη, όχι πρωτότυπη, παλιομοδίτικη. Και επειδή οκ, προφανώς και σε ένα biopic, αλλά και σε κάθε κινηματογραφικό είδος, δεν τα λες και δευτερεύοντα πράγματα όλα αυτά, ο “Εlvis” χάνει αρκετούς πόντους και μπορεί να μην μείνει ως σημαντικό έργο. Στο υποθετικό αυτό σενάριο, προσπαθώ να σκεφτώ τον θεατή που θα πέσει πάνω του μετά από χρόνια και θα αρχίσει να το βλέπει χωρίς μεγάλες προσδοκίες. Μου φαίνεται αρκετά πιθανό να μείνει με το στόμα ανοιχτό και να πει τι ταινιάρα είναι αυτή.

Πώς μπορεί όμως να είναι ταινιάρα ένα φιλμ το οποίο δεν κατορθώνει στην πραγματικότητα ποτέ να αναδείξει τον Έλβις σε έναν κινηματογραφικό χαρακτήρα με βάρος; Ας προσπαθήσω να το απαντήσω έτσι. Αγαπώ πολύ το “Μoulin Rouge” του Λούρμαν. Είκοσι χρόνια μετά δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν στην πλοκή του. Όταν το είχα δει όμως είχα αγοράσει το σάουντρακ. Και το άκουγα συνέχεια. Και με έναν τρόπο το σάουντρακ δεν ήταν μόνο σάουντρακ, η ηχητική μπάντα της ταινίας ήταν και η ατμόσφαιρά της, ο ήχος της ήταν και το χρώμα της, το ύφος της και το ήθος της, οι φωνές της Νικόλ Κίντμαν και του Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, one day I’ ll fly away  και Roxanne, το μέντλεϊ και το πάντρεμα των ήχων επανέφερε διαρκώς την ταινία στο μυαλό σου ως αισθητικό γεγονός, ως καλλιτεχνικό σύμπαν, ως τον κόσμο του Λούρμαν.

“Elvis” του Μπαζ Λούρμαν

Το σινεμά του Λούρμαν είναι μουσικό και όχι εννοιολογικό, ρυθμικό και όχι νοηματικό. Αν τα σενάρια γενικά προσπαθούν να μεταφέρουν νοήματα, ιδέες ή και συναισθήματα μέσα από τις ιστορίες των ηρώων, αν τα σενάρια είναι μεταφορείς λόγου, η μουσική ήταν πάντα ένας άλλος κόσμος. Ένας κόσμος που βρίσκεται σχεδόν απέναντι απ’ τον κόσμο του λόγου και των λέξεων. Το συναίσθημα που δημιουργεί η ίδια δεν είναι το συναίσθημα που μας προξενεί η αφήγηση μιας ιστορίας και η σύνδεση με τις τύχες κάποιων ηρώων. Tο συναίσθημα που προξενεί η μουσική είναι πολύ πιο αφιλτράριστο, την ακούς και ξυπνάει μέσα σου (και συχνά μέσα στο σώμα σου) κάτι αυτόματο κι ακαταμάχητο.

Ο Λούρμαν παίρνει το αφιλτράριστο σοκ που προξενούσε ο Έλβις όταν ανέβαινε στη σκηνή και βάζει πάνω του τη δική του σκηνοθετική δεξιοτεχνία, για να αναπαραστήσει ένα συλλογικό παραλήρημα, μια έκσταση, έναν διονυσιασμό. Το μέντλεϊ και το πάντρεμα των ήχων είναι και πάλι παρόντα, όλη η ταινία ντύνεται από ευρηματικές ενορχηστρώσεις, όλη η μαύρη μουσική σαν μια συνέχεια μέχρι και το σήμερα, έβλεπα την ταινία και σκεφτόμουν ότι είναι μια ταινία που μπορείς κάλλιστα να ακούσεις, όχι γιατί η εικόνα δεν είναι κυρίαρχη στο σινεμά του Λούρμαν, αλλά γιατί οι εικόνες του είναι σαν μουσική και οι μουσικές του σαν εικόνες.

“Elvis” του Μπαζ Λούρμαν

Ο Έλβις βγαίνει στη σκηνή, δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω του, ο τρόπος που τραγουδάει, χορεύει, υπάρχει, είναι ένα ενιαίο σύνολο, ένα συμβάν, ένα σοκ. Παρακολουθούμε μέσω του Έλβις τη γέννηση μιας μουσικής -και όχι μόνο μουσικής- επανάστασης, τα γεννητούρια και τα αποκαλυπτήριά της στη σκηνή. Η ροκ γεννιέται, μαζί της ίσως ο μεγαλύτερος ροκ σταρ όλων των εποχών, τι λάμψη αστρική είναι αυτή, τι ρυθμός πρωτόγνωρος κι άγνωστος στους λευκούς ως τότε είναι αυτός, τι λίκνισμα των γοφών και της λεκάνης είναι αυτός, τι συμβαίνει εδώ, γιατί ουρλιάζουν έτσι οι κοπέλες, τι τους έχει συμβεί, η σεξουαλικότητα έχει βγει επί σκηνής, αυτό το απαγορευμένο ως τότε και τρομακτικό πράγμα μέσα τους, αυτό που δεν κάνει να νιώθεις αλλά το νιώθεις, έντονη ρυθμική μουσική – αισθησιασμός – άφημα, φεύγουμε απ’ τον πουριτανισμό και πάμε στην σεξουαλική απελευθέρωση, την οποία θα αγκαλιάσει εν συνεχεία η διαφήμιση, το λάιφ στάιλ, το σύστημα.

Δεν θα υπάρξει εκείνη την εποχή αντίδραση; Θα υπάρξει. Ο Έλβις θα κριθεί ότι κινεί το σώμα του όταν τραγουδά με τρόπο ενάντια στα χρηστά ήθη, θα γίνει προσπάθεια να λανσαριστεί ο νέος κουστουμαρισμένος Έλβις, οι φανς θα ζητήσουν πίσω τον παλιό, ο Έλβις θα ξαναβγεί στη σκηνή όπως πριν, η συναυλία του θα διακοπεί, ο παλιός Έλβις θα προσαχθεί, αλλά το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.

“Elvis” του Μπαζ Λούρμαν

Οι γονείς του ήταν φτωχοί και μικρός βρέθηκε να μεγαλώνει κοντά σε συνοικίες μαύρων στο Μισισίπι. Μην ζώντας σε μια φούσκα, άνοιξε τις κεραίες του, παραδόσεις μπολιάστηκαν, μπλέχτηκαν, αναμίχτηκαν, το ριθμ εντ μπλουζ, ο έντονος αισθησιασμός κι ερωτισμός, αλλά και η γκόσπελ πλευρά της μαύρης μουσικής που μπορεί να μην είναι ερωτική, αλλά παίρνει τον χριστιανισμό και τον κάνει μέσα σε μια εκκλησία τραγούδι, συλλογική συμμετοχή, γιορτή, γεγονός που τους εμπλέκει όλους.

Aς πούμε και δυο κουβέντες για το αδύναμο σκέλος της ταινίας. Δίνεται κυρίαρχη σημασία στον ρόλο του ατζέντη του, του συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ, ενός ανθρώπου που αποδείχτηκε απατεώνας σε πολλαπλά επίπεδα, που δεν ήταν τελικά συνταγματάρχης, που δεν είχε το ονοματεπώνυμο με το οποίο κυκλοφορούσε, που δεν ήταν καν Αμερικάνος. Πώς θα ήταν άραγε η καριέρα του Έλβις με άλλον ατζέντη; Mπορούμε να υποθέσουμε, ότι πέραν των λεφτών που του έτρωγε, είτε νόμιμα, με τον λεόντειο όρο του συμβολαίου του, είτε παράνομα, τον κράτησε και πολλές φορές πίσω; Έτσι φαίνεται να υποστηρίζει η ταινία. Απ’ την άλλη υπάρχει το αναμφίβολο γεγονός ότι μαζί του αναδείχθηκε και έφτασε στην κορυφή. Ίσως απλά να έπρεπε να τον έχει εγκαταλείψει εγκαίρως, αλλά ο συνταγματάρχης κατάφερε να του δημιουργήσει μια σχέση πολλαπλής εξάρτησης. Η παγίδευσή του πάντως σε μια συνθήκη χειραγώγησης απ’ την οποία «δεν μπόρεσε» να ξεφύγει ακόμα κι όταν το προσπάθησε, μας θυμίζει μάλλον αυτό που ξέρουμε πολύ καλά, είτε από προσωπική εμπειρία είτε ως μάρτυρες εμπειρίας άλλων: ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το δεν μπορώ δεν είναι ποτέ αντικειμενικό, είναι πάντα εσωτερικό, το δεν μπορώ είναι δεν θέλω, όχι γιατί δεν βασανίζομαι, ούτε γιατί γουστάρω να βασανίζομαι, αλλά γιατί όσα με κρατάνε ψυχολογικά δέσμιο είναι ισχυρότερα από τη δύναμή μου να ελευθερωθώ.

“Elvis” του Μπαζ Λούρμαν

Για πολλοστή φορά σε μια ταινία εποχής θα δούμε τους ήρωες να στέκονται μπροστά σε έναν τηλεοπτικό δέκτη και να μαθαίνουν τα νέα πρώτα της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και μετά του Μπόμπι Κένεντι. Πρέπει να ήταν πολύ μεγάλο το συλλογικό τραύμα τότε και η εποχή να έμοιαζε πολύ σκοτεινή. Όταν στο μέλλον θα γυρίζονται ταινίες εποχής, όπου η εποχή θα είναι η εποχή μας, θα υπάρχουν αντίστοιχα συλλογικά τραύματα της αμερικάνικης κοινωνίας, σωστά; Η εισβολή στο Καπιτώλιο, η ανακοίνωση της απόφασης για τις αμβλώσεις, από σκοτάδι άλλο τίποτα.

Yπάρχει μια σκηνή στην οποία ο Έλβις λέει μια φράση, που δεν ξέρω αν όντως την έχει πει. Ότι πλησιάζει τα σαράντα και δεν έχει αφήσει πίσω του κάτι μόνιμο, απέτυχε στο σινεμά, κανείς δεν θα τον θυμάται. Θα ήθελα να την έχει όντως πει αυτή τη φράση. Όχι γιατί θα ήθελα να τυραννιέται, αλλά γιατί είναι νομίζω γενικότερα χαρακτηριστική του ανθρώπινου είδους. Δεν ικανοποιούμαστε με τίποτα. Ακόμα κι αν είμαστε ο Έλβις, ακόμα κι αν είμαστε ο Βασιλιάς. Πάντα θα ψάχνουμε να βρούμε τι λείπει, τι μας ζορίζει, τι μας δυσκολεύει, πού αποτύχαμε.

“Elvis” του Μπαζ Λούρμαν

Να πίστευε άραγε όντως ότι δεν έχει αφήσει πίσω του κάτι που θα μείνει; Στην τελευταία σκηνή της ταινίας ο Λούρμαν θα εμφανίσει τον ίδιο τον Έλβις. Θα τον δούμε στην τελευταία ζωντανή ερμηνεία του λίγο καιρό πριν τον θάνατό του, μόλις στα σαράντα δύο του. Εδώ δεν λικνίζεται σεξουαλικά, εδώ είναι παχύς, εδώ κάθεται σε ένα πιάνο και ιδρώνει κουβάδες ιδρώτα, εδώ είναι στα τελευταία του, εδώ θα πάρει το Unchained Melody και θα το τραγουδήσει με μια δύναμη ισχυρότερη από κάθε θάνατο, με έναν ερωτισμό ισχυρότερο από κάθε λίκνισμα. Στο τέλος θα γυρίσει και θα ρίξει ένα φευγαλέο χαμόγελο λαμπερό όσο ποτέ. Μερικοί άνθρωποι μάς ήρθαν από κάπου αλλού. Μερικοί άνθρωποι δεν πρόκειται να φύγουν ποτέ.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.