Αν είναι ωραίο να μας κάνουν κάτι οι ταινίες -οι θεατρικές παραστάσεις, τα βιβλία, οι μπάντες κ.ο.κ- είναι να μας παθιάζουν. Να μας προκαλούν να συζητάμε, ακόμη και να τσακωνόμαστε για αυτές. Να θέλουμε να μιλάμε με κάθε αφορμή για αυτές, νηφάλια μα και τσαντισμένα. Να μιλάμε για αυτές σαν κάτι όντως να σημαίνουν, σαν κάτι όντως να διακυβεύεται. Να γίνονται σημεία αναφοράς μας. Nα μην έρχονται και φεύγουν απαρατήρητες. Να κρίνονται ως αριστουργήματα, απάτες ή χρυσές μετριότητες, ως μια από τα ίδια ή ως κάτι όντως διαφορετικό, αλλά πάντως να κρίνονται. Να μην ζουν ερήμην μας και να μην ζούμε ερήμην τους. Να αποτελούν γεγονότα.
Αυτό πράγματι μοιάζει να το πετυχαίνει με τις πρώτες λίγες μέρες προβολής του ο «Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου. Και καθόλου δεν πειράζει αν η αφορμή για να το πετύχει είναι το αξιοπερίεργο ένας Έλληνας δημιουργός να σκηνοθετεί καστ γεμάτο σταρ της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας και τα στερεότυπα περί ελληνικού σινεμά που βάζει σε δοκιμασία.
Και το να παθιάζεσαι για τις ταινίες δεν αποτελεί ούτε ιδιώτευση, ούτε ψυχολογική άμυνα απέναντι στο ζόρι και ενίοτε και τη φρίκη της πραγματικότητας. Το να παθιάζεσαι για τον όποιο «Αστακό» δεν σημαίνει ότι κλείνεις τα μάτια απέναντι στα παιδιά που πνίγονται στο Αιγαίο ή στις συνέπειες από τον έκτο χρόνο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Σινεμά δεν μπορείς να δεις με τα μάτια κλειστά.
—
Κεντρική φωτογραφία: Το ελληνικό σινεμά σε πρώτο πλάνο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης | 6 – 15 Νοεμβρίου 2015 | Photo: “Ismus” / Κ. Δέμης
**
Για να λαμβάνετε κι εσείς το editorial μαζί με τις προτάσεις της εβδομάδας, δεν έχετε παρά να εγγραφείτε στο ελcmag