Ενηλικίωση

Με αφορμή «Το χρίσμα» του Ντέιβιντ Μισό

Το «Χρίσμα» ξεκινά με τον δεκαεπτάχρονο Τζέι να βλέπει ένα τηλεπαιχνίδι με την μητέρα του. Κάθονται δίπλα δίπλα στον καναπέ. Εκείνη φαίνεται να την έχει πάρει ο ύπνος, αλλά ο Τζέι το παρακολουθεί κανονικά. Η πόρτα χτυπάει, νοσοκόμοι μπαίνουν, τους δείχνει τη μητέρα του. «Τι έχει πάρει;», τον ρωτούν. «Ηρωίνη», τους απαντά ατάραχος. Την εξετάζουν ενώ εκείνος, όρθιος πια, συνεχίζει να ρίχνει κλεφτές ματιές στο τηλεπαιχνίδι. Στην επόμενη σκηνή τηλεφωνεί στη γιαγιά του για να την ενημερώσει πως η κόρη της πέθανε και κυρίως για να την ρωτήσει τι πρέπει να κάνει τώρα αυτός με την κηδεία και τα σχετικά. Η γιαγιά του του απαντάει να φτιάξει μια βαλίτσα. Έρχεται να τον πάρει. «Θυμάσαι ακόμη που μένουμε;», τη ρωτάει. Η μάνα του είχε κόψει επαφές με τη δική της και την υπόλοιπη οικογένειά της, η οποία αποτελείται από τους τρεις αδελφούς της. Η γιαγιά -η υποψήφια για όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου Τζάκι Γουίβερ- έχει το ψευδώνυμο «Στρουμφίτα» και μολονότι για τον θάνατο της κόρης της δεν φαίνεται να πολυπονάει, έχει μεγάλη αδυναμία στα αγόρια της, αφού κάθε που είναι να τα χαιρετήσει ή να τα καληνυχτήσει τα φιλά περιπαθώς στο στόμα. Τα αγόρια της -οι θείοι του Τζέι- είναι διαβόητοι κακοποιοί της Μελβούρνης. Ο μεγάλος κάνει ληστείες. Ο μεσαίος είναι έμπορος ναρκωτικών. Ο μικρότερος, δεκαεννιά μόλις χρονών, δεν έχει μπει ακόμα για τα καλά στα κόλπα. Τον μεγάλο τον κυνηγά μια ειδική αστυνομική μονάδα αντιμετώπισης ληστειών, η οποία ενεργεί σαν σερίφης στο φαρ ουέστ και δεν διστάζει ενίοτε να σκοτώνει αντί να συλλαμβάνει, γλιτώνοντας έτσι τον Αυστραλό φορολογούμενο από ένα σωρό έξοδα που θα κόστιζε η ανάκριση, η δίκη, η φυλάκιση κλπ. Όλοι στο σπίτι φοβούνται, γιατί όπως μας πληροφορεί με φωνή οff o Τζέι, οι εγκληματίες στο τέλος πάντα την πατάνε. Βέβαια ο Τζέι είναι μόνο 17, οπότε δικαιούται να διατυπώνει τέτοιες απόψεις με τόση σιγουριά. Δεν γεννιόμαστε κυνικοί ή πικρόχολοι, μας παίρνει κάποια χρόνια για να γίνουμε.
Ο Τζέι αρχίζει λοιπόν να μένει με τη νέα του οικογένεια. Πάλι με φωνή off μας εξηγεί ότι ο εγκληματικός περίγυρος δεν του κάνει τόσο εντύπωση. Προσαρμόζεται, όπως θα προσαρμοζόταν και σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Είναι σε ευπροσάρμοστη ηλικία. Πολύ σύντομα βέβαια τα πράγματα θα στραβώσουν και ο Τζέι θα πρέπει να αποφασίσει πού ακριβώς ανήκει, θα πρέπει να αφήσει την ευκολία της προσαρμογής χωρίς επιλογή, και να κάνει την εντελώς δική του επιλογή, επωμιζόμενος και το κόστος της.
Ο Ντέιβιντ Μισό έχει γράψει και σκηνοθετήσει την ταινία και κατά τη γνώμη μου ο τρόπος που γράφει είναι πιο συναρπαστικός από τον τρόπο που σκηνοθετεί. Ίσως αυτό είναι που τελικά λείπει από την ταινία, μια σκηνοθεσία με εντονότερο αποτύπωμα (μαζί με μια πιο μεγάλη φροντίδα σε τομείς όπως η φωτογραφία κι η καλλιτεχνική διεύθυνση), ώστε να μετατραπεί σε κάτι περισσότερο από αξιοπρόσεκτη και ενδιαφέρουσα (που αναμφίβολα είναι). Γιατί σεναριακά έχει τις προϋποθέσεις για το κάτι περισσότερο, έχει και ευανάγνωστη πλοκή (η οποία στο τελευταίο κομμάτι του έργου πυκνώνει, με αποκορύφωμα μια πανέξυπνη σκηνή που διαδραματίζεται σε γκαλερί ζωγραφικής) και εξαιρετικές ατάκες και μια σειρά από σχηματισμένους χαρακτήρες και ενδιαφέρουσες σχέσεις μεταξύ τους και ένα αβανταδόρικο φινάλε (πολύ ευρηματικά πάντως αυτό σκηνοθετημένο). Επίσης μολονότι δεν έχει και τόσα πολλά εξωτερικά γυρίσματα, αυτά τα λίγα αρκούν για να δώσουν μια μυρωδιά Αυστραλίας, την οποία ακόμα περισσότερο τη δίνουν με την προφορά τους (αλλά και το σουλούπι τους και την κινησιολογία τους) οι ηθοποιοί, περισσότερο ή λιγότερο άγνωστοι -πλην του Γκάι Πιρς- και κατά τούτο ιδιαίτερα ευπρόσδεκτοι: το ίδιο ακριβώς έργο, γυρισμένο σε αμερικάνικη μεγαλούπολη με χιλοφορεμένους πρωταγωνιστές θα έχανε πολύ σε φρεσκάδα.
Ο μεγάλος αδελφός, με ένα παράταιρο χαβανέζικο πουκάμισο που θαρρείς πως δεν αλλάζει ποτέ, σκιαγραφεί έναν ασυνήθιστο «κακό», ο μεσαίος χωμένος στη σπίντα των ναρκωτικών που εμπορεύεται, ο μικρός σε παρόμοια περίπου φάση με τον Τζέι, μη κατασταλαγμένος ακόμα ποιός ακριβώς είναι, αδύναμος να αντισταθεί στην ισχυρή βούληση και στο μανιπουλάρισμα του μεγάλου. Στο μανιπουλάρισμα ειδικεύεται και η μάνα τους, η οποία δεν είναι ευθέως κακή όπως ο μεγάλος της γιος, είναι όμως πραγματίστρια κι αν χρειαστεί να κάνει το κακό, θα το κάνει. Σε μια σκηνή εξηγεί σε έναν απρόθυμο αστυνομικό ότι υπάρχουν πράγματα που μας είναι πολύ δυσάρεστα και προτιμούμε να μην τα κάνουμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τα κάνουμε. Του το εξηγεί ζητώντας του να κάνει κάτι εντελώς παράνομο, ενώ η συνομιλία διεξάγεται σε δικηγορικό γραφείο και αυτός την ακούει έχοντας στο φόντο νομικά βιβλία.
Το «Αnimal Kingdom» (όπως είναι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας) είναι η ιστορία ενός νέου που καλείται να βρει τη δική του θέση μέσα στην τάξη των πραγμάτων, να βρει ποιός είναι, τι είναι σωστό να κάνει, ποιό από τα μεταξύ τους σπαρασσόμενα ζώα του ζωϊκού βασιλείου είναι το δυνατότερο και το ικανότερο να τον προστατεύσει, αφού αυτός έχει βρεθεί στο επίκεντρο της μεταξύ τους σύγκρουσης. Κάθε ενηλικίωση είναι μια έξοδος στη ζούγκλα.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.