Ζακ Λακόμπ: «Το πιο όμορφο μουσικό όργανο του κόσμου είναι η ανθρώπινη φωνή»

Άνθρωπος ευφυής και πολυταξιδεμένος, ο πολύπειρος μαέστρος Ζακ Λακόμπ μίλησε για μουσική, για θέατρο, αλλά και για την πατρίδα του, μια γαλλόφωνη νησίδα μέσα σε έναν αγγλόφωνο ωκεανό

Ο «Βέρθερος» που κάνει πρεμιέρα στην Εθνική Λυρική Σκηνή, είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του Ζυλ Μασνέ, ενός από τους σημαντικότερους, αλλά και πλέον χαρακτηριστικούς συνθέτες της γαλλικής όπερας. Τη διεύθυνση της ορχήστρας έχει αναλάβει ο Ζακ Λακόμπ, πολύπειρος μαέστρος, γαλλόφωνος αλλά όχι Γάλλος: έρχεται από το Μόντρεαλ του Κεμπέκ, μια περιοχή του Καναδά με πολλές και συναρπαστικές ιδιαιτερότητες.

Άνθρωπος ευφυής και πολυταξιδεμένος, πραγματικός κοσμοπολίτης, μας μίλησε για μουσική, για θέατρο, αλλά και για την πατρίδα του, μια γαλλόφωνη νησίδα μέσα σε έναν αγγλόφωνο ωκεανό. 

Καλώς ήλθατε στην Ελλάδα.

Ευχαριστώ πολύ. Είναι η πρώτη μου φορά.

Ο Μασνέ είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες της γαλλικής όπερας. Θα ήθελα όμως να ακούσω από ένα διευθυντή ορχήστρας ποια είναι τα βασικά του χαρακτηριστικά.

Για μένα, ο Μασνέ, ίσως ανάμεσα σε όλους τους Γάλλους συνθέτες, είναι ο πιο ευαίσθητος στο να τοποθετεί μουσική στο κείμενο, στην προσωδία. Είχε έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο να μελοποιεί, πολύ λίγοι συνάδελφοί του το κατόρθωσαν αυτό. Έχει ένα σεβασμό για το κείμενο, σε συνδυασμό με μια μεγάλη αίσθηση θεατρικότητας. Έχω μια μικρή θεωρία πάνω σε αυτό. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά στο ξεκίνημα της καριέρας του, ο Μασνέ έπαιζε τύμπανα στην Opéra Comique στο Παρίσι. Νομίζω πως αυτό του έδωσε την ευκαιρία –γιατί ως τυμπανιστής έχεις αρκετό χρόνο για να ακούσεις τα πάντα, δεν είναι όπως το πρώτο βιολί που παίζει διαρκώς- κι έτσι πιστεύω πως εκεί είναι, μεταξύ άλλων, που ανέπτυξε την αίσθησή του για το θέατρο, τη δραματικότητά του, που υπάρχουν σε όλα του τα έργα.

Έχω διευθύνει πολύ Μασνέ, ακόμα και έργα του που παίζονται πολύ σπάνια, όπως η «Σαπφώ», που την έχω ήδη διευθύνει, ή την «Ηρωδιάδα», που παίζεται λίγο πιο συχνά, τον «Δον Κιχώτη», τη «Σταχτοπούτα», τη «Μανόν» βέβαια… Και κάθε φορά με καταπλήσσει η αίσθησή του για το θέατρο και την προσωδία. Σε συνδυασμό με αυτά, υπάρχει για μένα στον Mασνέ μια φινέτσα στην ενορχήστρωση.

Μιλούσα αρκετά στην ορχήστρα για τον ήχο του κατά τη διάρκεια των προβών. Γιατί μια από τις δυσκολίες του, και ειδικά στον «Βέρθερο», είναι πως εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να παιχτεί σαν να είναι Πουτσίνι. Σε επίπεδο γραφής, είναι εξαιρετικά συμφωνικό, κι έτσι θα μπορούσε κάποιες φορές να εξωθήσει τους μουσικούς σε έναν ήχο κάπως έντονο, ενώ η γαλλική μουσική πολύ συχνά έχει μια λεπτότητα, μια λεπτομέρεια, είναι σχεδόν διαφανής.

photo: Andreas Simopoulos

Για μένα, υπάρχει ένα βλέμμα όπως στον Ντεμπυσσύ ή τον Ραβέλ, με χρώματα ιμπρεσσιονιστικά. Πρέπει λοιπόν να μπορέσουμε να τα βρούμε αυτά με την ορχήστρα, καθώς ο Μασνέ είναι ένας λαμπρός ενορχηστρωτής. Απαιτείται πολλή δουλειά για να βρεθεί η ισορροπία και να μην ανακατευτούν τα χρώματα. Είναι αληθινά κάτι σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Για παράδειγμα, σκέφτομαι τη μουσική του φεγγαρόφωτος όταν η Σαρλότ και ο Βέρθερος επιστρέφουν από τον χορό στο τέλος της πρώτης πράξης, αυτή την ανάμιξη των ηχοχρωμάτων ανάμεσα στο βιολοντσέλο, την άρπα και το κλαρινέτο. Υπάρχουν τόσες παρόμοιες μικρές πινελιές που είναι εξαιρετικά λεπτές.

Κοιτάζοντας την πορεία σας, θα έλεγα πως ενδιαφέρεστε για τη σχετικά πιο σύγχρονη μουσική. Ξεκινώντας από τον Μασνέ και προχωρώντας προς το σήμερα.

Ναι, σίγουρα. Έχω βέβαια αρκετά ευρύ ρεπερτόριο. Από το ξεκίνημα της καριέρας μου, είχα πάντα στο μυαλό μου να μην με τοποθετήσουν μέσα σε ένα κουτί, να μην γίνω αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν typecast. Να μην περιοριστώ, δηλαδή, σε ένα είδος ή μια περίοδο του ρεπερτορίου. Το δικό μου ρεπερτόριο είναι αρκετά ευρύ, όπως και η δραστηριότητά μου. Είμαι λυρικός μαέστρος, η όπερα καταλαμβάνει μια σημαντική θέση στην καριέρα μου. Όμως δουλεύω και ως συμφωνικός μαέστρος. Μου αρέσει το συμφωνικό ρεπερτόριο, και θεωρώ πως αυτά τα δύο σύμπαντα αλληλοτροφοδοτούνται. Για μένα το πιο όμορφο μουσικό όργανο του κόσμου είναι η ανθρώπινη φωνή. Η ιδανική κατάσταση για μένα όταν δουλεύω με μια ορχήστρα, είναι να κάνω την ορχήστρα να τραγουδήσει. Κι αυτό το έχω λόγω της διαρκούς μου επαφής με τους τραγουδιστές. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός πως δουλεύω πάνω σε συμφωνικά έργα –έχω κάνει πολύ Μπετόβεν, Στράους, Μάλερ, Μπραμς- με υποχρεώνει να εργάζομαι λεπτομερώς πάνω στον τρόπο που κάνεις να ακούγεται μια ορχήστρα.

Κι αυτή τη δουλειά της όπερας μπορώ να τη μεταφέρω στην ορχήστρα. Μου φαίνεται πως για ένα μαέστρο που κάνει αποκλειστικά όπερα, υπάρχει το ρίσκο να περιοριστεί σταδιακά σε ρόλο συνοδού, ενώ ο μαέστρος στην όπερα –σε κάποιες παρτιτούρες περισσότερο από ότι σε κάποιες άλλες- μπορεί να έχει και τον ρόλο του εφευρέτη. Η ορχήστρα σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός χαρακτήρα, συμμετέχει στην αφήγηση της ιστορίας. Η εμπειρία μου λοιπόν ως συμφωνικού μαέστρου μου επιτρέπει κατά βάθος να επιτελέσω αυτό τον ρόλο.

Και επιπλέον, φοράω και ένα τρίτο κασκέτο για το οποίο μιλώ λιγότερο από ότι για τα άλλα, γιατί είναι πάντα ένα κάπως λεπτό ζήτημα: έχω διευθύνει πολλές φορές ορχήστρα για μπαλέτο. Υπήρξα για πολλά χρόνια μαέστρος στα Μεγάλα Μπαλέτα του Καναδά στο Μόντρεαλ. Έχω δουλέψει επίσης πολύ με το Βασιλικό Μπαλέτο του Κόβεν Γκάρντεν και το Κρατικό Μπαλέτο του Καναδά. Όπως μόλις είπα όμως, το ζήτημα είναι να μην περιορίζεσαι, να μην μπαίνεις σε ένα κουτάκι. Ειδικά στον χώρο της μουσικής, ο μαέστρος που κάνει μπαλέτα κακοχαρακτηρίζεται, θεωρείται ρόλος μάλλον υποτιμητικός. Πρέπει να είναι λοιπόν κανείς προσεκτικός. Αλλά εμένα μου αρέσει να τα κάνω όλα αυτά, έχω κάνει και διεύθυνση χορωδίας. Όμως η ερώτησή σας αφορούσε το ρεπερτόριό μου. Έχω κάνει λίγη μουσική μπαρόκ, καθώς στις αρχικές μου σπουδές ήμουν οργανίστας, οπότε έχω τσαλαβουτήσει αρκετά σε αυτήν… Όμως θα έλεγα πως έχω επικεντρωθεί περισσότερο στους κλασικούς. Σπούδασα στη Βιέννη, οπότε προφανώς τους βιεννέζους κλασικούς -Μότσαρτ, Μπετόβεν, Χάυντν-  και μετά τους ρομαντικούς μέχρι και το ρεπερτόριο του 20ου αιώνα. Μόλις έκανα το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Μπρίτεν στο Βανκούβερ. Αλλά μου αρέσει να διευθύνω και έργα που παίζονται για πρώτη φορά. Έχω αρκετή ποικιλία, μου αρέσει να παίζω διαφορετικά είδη. Πιστεύω πως τα είδη αλληλοτροφοδοτούνται μεταξύ τους. Κάνουμε ένα ωραίο επάγγελμα. Είμαι αρκετά τυχερός.

Photo: Valeria Isaeva
Photo: Valeria Isaeva

Κατάγεστε από το Κεμπέκ. Έχετε δουλέψει πολλά χρόνια στο Μόντρεαλ. Έχετε όμως διευθύνει ορχήστρες για μεγάλο διάστημα και τη Βόννη και τη Μιλούζ, που είναι στη Γαλλία, αν και πολύ κοντά στη Γερμανία. Τι διαφορές έχει το κοινό από τη μια χώρα στην άλλη;

Υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Ακόμα και από τη μια πόλη στην άλλη. Για παράδειγμα, στη Βόννη, όπου έμεινα αρκετά χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού ήταν τοπικό ή από την περιοχή, και φαινόταν να έρχεται στην όπερα σε τακτική βάση, γιατί γνώριζε τους τραγουδιστές, τις παραγωγές… Υπάρχει μια τέτοια παράδοση στο γερμανικό κοινό. Έχω δουλέψει πολύ και στο Βερολίνο. Συνεργάστηκα δεκαπέντε χρόνια με την Deutsche Oper Berlin. Εκεί το κοινό έχει μεγαλύτερη ποικιλία, προφανώς. Το Βερολίνο είναι μια πρωτεύουσα, μια μεγάλη κοσμοπολίτικη πόλη. Έτσι και το κοινό έχει μεγαλύτερη ποικιλία, είναι διεθνές κοινό. Υπάρχει και μεγάλος ανταγωνισμός, γιατί στο Βερολίνο υπάρχουν τρεις όπερες: η Deutsche Oper Berlin, η Staatsoper Unter den Linden και η Komische Oper Berlin. Όταν σπούδαζα στη Βιέννη, την πρώτη χρονιά που ήμουν εκεί πέρασα 85 βράδια στην όπερα. 85! Ήταν το σχολείο μου. Υπήρχαν θέσεις ορθίων που δεν κόστιζαν σχεδόν τίποτα, οπότε πήγαινα κάθε βράδυ! Περίμενα στην ουρά μαζί με τον κόσμο, άκουγα γύρω μου τις συζητήσεις τους, ήμουν γοητευμένος! Δεν ξέρω αν είναι ακόμα έτσι, αλλά εκείνη την εποχή στη Βιέννη, εκείνοι που ήταν αληθινοί fans της όπερας, έρχονταν και μετά συζητούσαν: «Άκουσες τον Ριγκολέτο χθες; Ναι, ήταν αυτός που είχε τραγουδήσει τον τάδε ρόλο πριν δεκαπέντε χρόνια!». Υπήρχε ακόμα και κόσμος που είχε τις στατιστικές του, όπως οι φανατικοί του ποδοσφαίρου ή των άλλων σπορ, που ξέρουν όλους τους παίκτες. Αυτό με γοήτευε, είναι σπάνιο, σε μας δύσκολα το βρίσκεις.

Το κοινό της Μιλούζ είναι πιο ανακατεμένο, γιατί η ορχήστρα της Μιλούζ έχει περιφερειακό χαρακτήρα. Η ορχήστρα μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην όπερα και τη συμφωνική μουσική, παίζουν πολύ στο Στρασβούργο, στην Κρατική Όπερα και Χορωδία του Ρήνου. Έτσι το κοινό είναι ποικίλο, με αρκετούς νέους. Και στο Μόντρεαλ το κοινό είναι γενικά αρκετά διαφοροποιημένο. Υπάρχουν πόλεις όπου το κοινό είναι πολύ συντηρητικό σε ό,τι αφορά τις παραγωγές. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, στη Μετροπόλιταν της Νέα Υόρκης, προσπαθούν να κάνουν αλλαγές, αλλά το κοινό της είναι αρκετά συντηρητικό, και του αρέσει να βλέπει τα έργα έτσι όπως παίζονταν πάντα. Αυτό ισχύει σε ένα βαθμό και για τον αγγλόφωνο Καναδά. Όμως στα δικά μας μέρη συμβαίνει τώρα ένα είδος μετάβασης στην όπερα, ειδικά στο Κεμπέκ, όπου υπάρχουν σκηνοθέτες στην όπερα που ήδη είχαν μια μεγάλη καριέρα στη διεθνή σκηνή στον τομέα του θεάτρου. Αναφέρομαι κυρίως στον Ρομπέρ Λεπάζ, μεταξύ άλλων, που σκηνοθέτησε στη Μετροπόλιταν «Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν». Εμείς συνεργαστήκαμε στoν «Πύργο του Κυανοπώγωνα», που ανέβηκε και σε σας. Και πιο παλιά στο “Erwartung” του Σένμπεργκ, που ήταν μία από τις πρώτες σκηνοθεσίες του Λεπάζ στην όπερα. Επίσης, ο Φρανσουά Ζιράρ, που μόλις έκανε τον «Λόενγκριν» στη Μετροπόλιταν. Κάναμε μαζί, λίγο πριν την πανδημία, τον «Ιπτάμενο Ολλανδό». Ο Ζιράρ είναι κινηματογραφικός σκηνοθέτης, κι έχει κάνει μερικές σπουδαίες ταινίες, όπως «Το κόκκινο βιολί» -ίσως το έχετε ακουστά. Είναι ένας από τους σπουδαίους μας κινηματογραφιστές. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν, που προέρχονται από ένα άλλο σύμπαν, φέρνουν επίσης ένα άλλο κοινό στην όπερα, ίσως πιο νεανικό, που παρακολουθεί θέατρο ή σινεμά, και δίνουν μια άλλη δυναμική.

Λατρεύω τον Ρομπέρ Λεπάζ.

Είναι πολύ σπουδαίος. Μου αρέσουν πολύ και τα σόλο του, όπως το «Η κρυφή πλευρά της σελήνης». Και το «Project Andersen». Μεγάλος σκηνοθέτης.

Πάντως είναι αλήθεια πως έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στην όπερα ένα κοινό μιας κάποιας ηλικίας. Όμως τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να επανέρχονται και οι νέοι.

Ναι. Και στην όπερα, και στο θέατρο. Το βλέπω παντού. Το βλέπω στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, και στον Καναδά –και ειδικά στο Κεμπέκ όπου μοιάζει να υπάρχει μεγάλη ανανέωση του κοινού. Και ίσως σε αυτό, περιέργως, να έχουν βοηθήσει και οι νέες τεχνολογίες, που την έχουν κάνει τόσο εύκολα προσβάσιμη. Τώρα όλα βρίσκονται στο ίντερνετ. Έχω και μια άλλη θεωρία: πιστεύω πως η πανδημία βοήθησε πολλούς ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν πως οι παραστατικές τέχνες, το ζωντανό θέαμα, έχει μια αξία διαφορετική από όσα βλέπεις σε μια οθόνη. Η εμπειρία του να βρίσκεσαι σε μια αίθουσα μαζί με άλλους ανθρώπους και να μοιράζεσαι ίδια συναισθήματα, είναι κάτι που το έχουμε ανάγκη. Πιστεύω πως πολλοί το συνειδητοποίησαν μετά από αυτή την πλανητική δοκιμασία που ζήσαμε. Εγώ λατρεύω το θέατρο, κι όταν είμαι στο Μόντρεαλ πηγαίνω συχνότερα στο θέατρο από ότι σε συναυλίες –είναι ίσως φυσιολογικό. Θυμάμαι ότι μετά τον πρώτο εγκλεισμό, τις πρώτες φορές που ξαναβρέθηκα μέσα σε μια αίθουσα, συγκινήθηκα που ήμουν ξανά μαζί με άλλους ανθρώπους να βλέπουμε μια παράσταση. Ελπίζω, λοιπόν, πως με όλη τη δυστυχία που προκάλεσε, ίσως η πανδημία να συνεισέφερε σε μια ομαδική συνειδητοποίηση της σημασίας της ανθρώπινης συνύπαρξης μπροστά στις παραστατικές τέχνες.

Photo: Valeria Isaeva
Photo: Valeria Isaeva
Photo: Valeria Isaeva

Θέλετε να μου μιλήσετε λίγο για το Κεμπέκ; Νομίζω πως δεν γνωρίζουμε αρκετά για τον γαλλόφωνο Καναδά στην Ελλάδα.

Το Κεμπέκ είναι ένα μικρό γαλλόφωνο νησί μέσα σε έναν αγγλόφωνο ωκεανό. Ο πληθυσμός του πρέπει να είναι κάπου οκτώ ή εννέα εκατομμύρια τώρα, ενώ του Καναδά είναι τριάντα και των ΗΠΑ κάπου διακόσια… Το Κεμπέκ, λοιπόν, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, είχε πάντοτε μια οξυμένη συνείδηση του γαλλικού παράγοντα, της προστασίας της γαλλικής γλώσσας. Δουλεύω πολύ στη Γαλλία, και πειράζω συχνά τους Γάλλους για το γεγονός ότι στη Γαλλία θεωρείται πολύ σικ να χρησιμοποιείς αγγλικές λέξεις κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης, ενώ εμείς είμαστε όλο και πιο ευαισθητοποιημένοι απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, και είμαστε πολύ επιφυλακτικοί. Γιατί αν δεν είμαστε προσεκτικοί, είμαστε τόσο λίγοι που σε βάθος δύο-τριών γενεών μπορεί να χάσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά. Και η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το Κεμπέκ, όπως και πολλά άλλα μέρη, είναι αυτή της μετανάστευσης. Κι αυτό γιατί στο Κεμπέκ έρχονται πολλοί μετανάστες είτε από τον Καναδά, είτε από τη Βόρειο Αμερική. Μεταναστεύουν από αγγλόφωνα μέρη. Είναι λοιπόν μια πρόκληση για το Κεμπέκ να αφομοιώσει αυτόν το μεταναστευτικό πληθυσμό –που φυσικά είναι ένας πλούτος, συμφωνούμε σε αυτό- αλλά να τον αφομοιώσει σε μια γαλλόφωνη κουλτούρα. Γιατί αν δεν το προσέξουμε αυτό, θα υπάρξει σταδιακά μια ανισορροπία που μπορεί να φτάσει στο να απειληθεί ο γαλλικός παράγοντας. Αυτό λοιπόν είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο.

Το άλλο, θα έλεγα, που είναι επίσης συνδεδεμένο με τη γλώσσα, αλλά είναι πολιτιστικό, είναι πως εμείς, από όλη τη Βόρεια Αμερική, είμαστε πιο κοντά στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής. Πιθανότατα λόγω μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που μας διαφοροποιεί, για παράδειγμα, από τις ΗΠΑ. Υπάρχει παρόλα αυτά η ποιότητα ζωής της Βορείου Αμερικής στο Κεμπέκ, αλλά με μια ευρωπαϊκή γοητεία που τη βρίσκει κανείς λιγότερο στα αγγλόφωνα μέρη του Καναδά, για παράδειγμα. Ύστερα, υπάρχει το ζήτημα των εποχών. Όταν έφτασα εδώ πριν από λίγο, πάνω από δύο εβδομάδες, είχε 15 βαθμούς, ενώ όταν έφευγα από το Μόντρεαλ είχε -20! Σε εμάς υπάρχουν αληθινά τέσσερις εποχές: πραγματικός χειμώνας, πραγματική άνοιξη, πραγματικό καλοκαίρι, πραγματικό φθινόπωρο. Ένας συνάδελφός σας μου έλεγε πως σκοπεύει να ταξιδέψει στον Καναδά αυτό το καλοκαίρι. Και του έλεγα πως είναι άλλο να μας επισκεφτεί το καλοκαίρι, άλλο το φθινόπωρο, άλλο τον χειμώνα. Οι εποχές είναι πραγματικά πολύ-πολύ διακριτές.

photo: Andreas Simopoulos

Και τον πολιτισμό, το Κεμπέκ γενικά και το Μόντρεαλ ειδικά, είναι ένα μέρος πολύ δυναμικό σε όλους τους δημιουργικούς τομείς, στη σύγχρονη μουσική, στις ορχήστρες. Η ορχήστρα του Μόντρεαλ είναι μία από τις καλύτερες στον κόσμο. Για το επίπεδο του θεάτρου μιλήσαμε ήδη, και το ίδιο ισχύει για τον χορό και τη λογοτεχνία. Είναι ένα περιβάλλον αρκετά πλούσιο πολιτιστικά, που τοποθετείται σε ένα σημείο που συνδέει την Ευρώπη με ορισμένα ξεκάθαρα αμερικανικά στοιχεία και που ανοίγεται όλο και περισσότερο και σε άλλες κουλτούρες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει μια κίνηση εδώ και κάποια χρόνια για να αναγνωριστεί η αξία αυτών που ονομάζουμε Πρώτα Έθνη, τους αυτόχθονες –τους Ινδιάνους, όπως συνηθίσαμε να τους λέμε. Όλες αυτές τις κουλτούρες, λοιπόν, τις θέλουμε για να μας κάνουν πιο πλούσιους, αλλά και για να τις γιορτάσουμε. Είναι μια ενδιαφέρουσα περίοδος για να βρίσκεται κανείς εκεί.

Ναι, το έχω προσέξει. Όπως και την αγωνία για την υπεράσπιση της γλώσσας. Θυμάμαι ένα ψυχεδελικό συγκρότημα του τέλους της δεκαετίας του ’60 από το Μόντρεαλ, τους The Haunted, που είχαν διασκευάσει το “Purple Haze” του Jimmy Hendrix, μόνο που το δισκάκι τους λεγόταν “Vapeur mauve”!.

Χα χα χα… Αυτό είναι υπέροχο!

Το πιο ακραίο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι στο Μόντρεαλ δεν υπάρχουν KFC (Kentucky Fried Chicken) αλλά PFK (Poulet Frit de Kentucky)!

Απολύτως αληθές! Και δεν είναι το μόνο, υπάρχουν πολλές τέτοιες εκφράσεις. Όταν συνεργαζόμουν με γαλλικές ορχήστρες, είχαμε πολλές συζητήσεις περί εκφράσεων: οι Γάλλοι κάνουν “shopping”, εμείς κάνουμε “magasinage”! Στη Γαλλία λένε το Σαββατοκύριακο “weekend” εμείς το λέμε “la fin de semaine”. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι όροι. Έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας! Έχω ένα φίλο που καταγόμαστε από την ίδια πόλη, τον Guy Bertrand, που δουλεύει ως γλωσσολόγος στο Radio-Canada, τη μεγάλη κρατική ραδιοτηλεόραση, και κάνει τέτοιες εκπομπές με επισημάνσεις, όπου μιλάει για την προέλευση κάποιων εκφράσεων, τους αγγλισμούς και όλα αυτά. Είναι συναρπαστικό. Αλλά είναι αλήθεια πως και με τους Γάλλους συχνά διασκεδάζουμε πολύ με αυτά. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε το “hot dog”, αλλά χρησιμοποιούμε και το “chien chaud”! (Γέλια) Τα ξέρετε τα rollers, τα πατίνια; Ε λοιπόν εμείς τα λέμε “patins à roues alignées” (πατίνια με ευθυγραμμισμένα ροδάκια)!

Υπάρχει κάποια όπερα ή συνθέτης που δεν έχετε διευθύνει και το ονειρεύεστε;

Να σκεφτώ… Συνθέτης, δεν νομίζω. Έχω αγγίξει πάρα πολλά πράγματα στον τομέα της όπερας. Έχω διευθύνει Στράους και Βάγκνερ, αλλά δεν έχω κάνει ποτέ το «Τριστάνος και Ιζόλδη» ή τον «Ιππότη των ρόδων». Αυτά θα ήταν ένα όνειρο για μένα. Διαφορετικά, έχω κάνει σχεδόν τα πάντα, το σύνολο του ρεπερτορίου. Για παράδειγμα, πρόκειται να κάνω τη «Λακμέ» του Ντελίμπ για πρώτη φορά στη Νίκαια την προσεχή σεζόν. Είναι ελάχιστοι τέτοιοι τίτλοι που μου έρχονται στο μυαλό από το γαλλικό ρεπερτόριο. Το ίδιο ισχύει και για το ιταλικό ρεπερτόριο. Είχα κάνει ως βοηθός τον «Φάλσταφ» στην αρχή της καριέρας μου, και θα ήθελα να τον ξανακάνω κάποια μέρα. Θα ήθελα να κάνω κάποτε την «Νεκρή Πόλη» του Κόρνγκολντ, που είναι υπέροχη. Δεν έχω διευθύνει όλες τις συμφωνίες του Μάλερ, μου μένει η 8η που δεν την έχω κάνει ακόμα. Κι έχω διευθύνει όλο τον Στράους, κι όλο το μεγάλο κλασικό ρεπερτόριο. Νιώθω αρκετά πλήρης.

Photo: Valeria Isaeva

Info παράστασης:

Βέρθερος | Εθνική Λυρική Σκηνή

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.