«Τείνω να θεωρώ τη διαδικασία της φωτογράφησης, γενικά, ως μια περιπέτεια. Το αγαπημένο μου πράγμα είναι να πηγαίνω εκεί που δεν έχω πάει ποτέ». Σε αυτή τη δική της, προσωπική και υπαρξιακής σημασίας περιπέτεια σε βυθίζει η Diane Arbus μέσα από την καθηλωτική ενέργεια που εκπέμπουν τα κλικ της, σε μονοπάτια που δεν έχεις διαβεί ξανά, ακολουθώντας φιγούρες κρυμμένες στο περιθώριο.
Το όνομα της Diane Nemerov. Γεννιέται το 1923 στη Νέα Υόρκη, σε μια εύπορη οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Ως παιδί δεν έρχεται αντιμέτωπη με αντιξοότητες και αυτό μεγαλώνοντας της δημιουργεί την ανάγκη να σπάσει τη φούσκα της «μη πραγματικότητας» στην οποία ένιωθε ότι γαλουχείται και να αναζητήσει βαθύτερη σύνδεση τόσο με τον εαυτό της όσο και με τους άλλους, συναισθήματα που μάλλον δεν γεύεται στο περιβάλλον που μεγαλώνει.
Στα 18 της παντρεύεται τον παιδικό της έρωτα Allan Arbus, από τον οποίο παίρνει και το όνομά της, και αποκτούν δύο παιδιά. Κάπου εκεί έρχεται στα χέρια της μια Graflex, η πρώτη της κάμερα, και από το 1945 έως το 1956 πορεύεται με τον σύζυγό της μαζί και ως επαγγελματικό ζευγάρι στον δρόμο της φωτογραφίας στη μόδα και τη διαφήμιση, ανοίγοντας παράλληλα το Allan and Diane Arbus Studio με εκείνον να φωτoγραφίζει και την ίδια ως art director.
Ωστόσο αυτός είναι είναι ένας κόσμος που δεν την γοητεύει ιδιαίτερα, γι’ αυτό και στρέφεται στην προσωπική της δουλειά ως ανεξάρτητη φωτογράφος αφήνοντας τον «πρώτο της δάσκαλο». Λίγα χρόνια αργότερα χωρίζει με τον Arbus αλλά ο ένας δεν παύει να υποστηρίζει τον άλλον, ενώ εξακολουθούν να μοιράζονται τον ίδιο σκοτεινό θάλαμο.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Diane Arbus (@diane_arbus)
Σπουδάζει φωτογραφία πλάι στους Berenice Abbott, August Sander, Alexey Brodovitch και Lisette Model, στην οποία βρίσκει τον μέντορά της και σταδιακά αρχίζει να ανακαλύπτει την ταυτότητά της ως φωτογράφος. Για να χαράξει τη δική της διαδρομή έπρεπε να αμφισβητήσει τα πρότυπα των γυναικών της εποχής αλλά και να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό, να βρει το θάρρος να πλησιάσει περαστικούς στον δρόμο και να τους ζητήσει να ποζάρουν στον φακό της. Όπως θα αναφέρει κάποια στιγμή η κόρη της: «Η μαμά πάντα πίστευε ότι όλη της η ζωή ήταν να βοηθάει τον μπαμπά να κάνει τη δουλειά του. Της πήρε πολύ καιρό να προσαρμοστεί».
«Βγάλε φωτογραφίες αυτό που φοβάσαι», θα πει η ίδια και κάπως έτσι η στιγμή αυτή δεν θα αργήσει για εκείνη. Η Arbus ξεχύνεται στους δρόμους με επίκεντρο την πόλη της, τη Νέα Υόρκη με μια Nikon 35mm και συναντά τα θέματά της πολλές φορές τυχαία. Από το Hubert’s Freak Museum στην Times Square και το Coney Island, στα γκέι κλαμπ και τις πολυκατοικίες του Μπρούκλιν και του Μανχάταν με οδηγό το κλείστρο που, όπως θα πει, δεν πατάει η ίδια, «το κάνει η εικόνα και είναι σαν να με χτυπάνε απαλά».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Diane Arbus (@diane_arbus)
Πρωταγωνιστές στα πορτρέτα της άνθρωποι με νανισμό, γυμνιστές, τρανς, drag performers, καλλιτέχνες του τσίρκο και διασημότητες, τρόφιμοι ψυχιατρικών ασύλων, πεζοί της Νέας Υόρκης, ζευγάρια, παιδιά, οικογένειες των προαστίων, ο κόσμος της νύχτας και σύμφωνα με την κόρη της Doon, «ό,τι πιο κοντινό στο απαγορευμένο».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Diane Arbus (@diane_arbus)

Οι φωτογραφίες της δημοσιεύονται για πρώτη φορά στο Esquire το 1960, στα χέρια της μια Rolleiflex και δίπλα στο όνομά της δεν αργεί πολύ να μπει ο χαρακτηρισμός «η φωτογράφος των ”freaks”» με τα λόγια της να συνοδεύουν:
«Τους λάτρευα. Δεν εννοώ ακριβώς ότι είναι οι καλύτεροί μου φίλοι, αλλά με έκαναν να νιώθω ένα μείγμα ντροπής και δέους.[…]«Όπως ένα πρόσωπο σε ένα παραμύθι που σε σταματάει και απαιτεί να απαντήσεις σε έναν γρίφο. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους με τον φόβο ότι θα έχουν μια τραυματική εμπειρία. Τα φρικιά γεννήθηκαν με το τραύμα τους. Έχουν ήδη περάσει τη δοκιμασία τους στη ζωή. Είναι αριστοκράτες».

Στην πραγματικότητα η Arbus δημιουργεί ένα ψηφιδωτό από κάθε πτυχή της κοινωνικής σφαίρας, κάθε πλευρά που είναι εγκλωβισμένη συχνά στο σκοτάδι και ο ασπρόμαυρος ανθρωποκεντρικός φακός της είναι εκεί για της δώσει το φως που της αξίζει τοποθετώντας τη γοητεία της μοναδικότητας στο προσκήνιο.
«Για μένα το θέμα της εικόνας είναι πάντα πιο σημαντικό από την εικόνα. Και πιο περίπλοκο», δηλώνει με την κάμερα να είναι απλώς η άδεια για να συνδεθεί ουσιαστικά με τους ήρωες των έργων της, αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό, ενώ η ειλικρίνεια με την οποία τους προσεγγίζει, η οικειότητα, η αποδοχή και οι απαντήσεις που αναζητά, είναι αυτά που σε κάνουν στην επαφή με το έργο της να μην το ξεχνάς, τα βλέμματα που συναντάς να σε καθηλώνουν λες και ακουμπούν την ψυχή σου.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Diane Arbus (@diane_arbus)
Στον αντίποδα του ενδιαφέροντος που κεντρίζει η αυθεντικότητα του έργου της, το οποίο και «κατακτά» κάποια από τα μεγαλύτερα έντυπα της εποχής, όπως το Esquire, το Harper’s Bazaar, οι New York Times και το Sports Illustrated, τα επικριτικά σχόλια πάνω στη «διαφορετική» και την μπροστά από την εποχή ματιά της, που μιλούν για «έλλειψη ομορφιάς», «αποκρουστικότητα» και «μιζέρια», με την ίδια να υποστηρίζει:
«Υπάρχουν πράγματα που κανείς δεν θα έβλεπε αν δεν τα φωτογράφιζα».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Diane Arbus (@diane_arbus)
Η Arbus δίδαξε φωτογραφία, ενώ εξέθεσε το έργο της μόνο μία φορά όσο ήταν εν ζωή, το 1967, μαζί με τους επίσης νέους τότε φωτογράφους Lee Friedlander και Garry Winogrand, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.

Υποφέροντας από ηπατίτιδα και βαριά κατάθλιψη το 1971, σε ηλικία 48 ετών δίνει τέλος στη ζωή της, ενώ ένα χρόνο μετά τον θάνατό της, 10 έργα της επιλέγονται για να συμπεριληφθούν στην Μπιενάλε της Βενετίας και γίνεται η πρώτη φωτογράφος που συμμετέχει.
Η αναδρομική έκθεση του έργου της την ίδια χρονιά στο MoMΑ έσπασε ρεκόρ επισκεψιμότητας για τα δεδομένα του μουσείου, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2022, 50 χρόνια μετά, η έκθεση που έμεινε στην ιστορία με τίτλο ”Cataclysm: The 1972 Diane Arbus Retrospective Revisited” παρουσιάστηκε στην γκαλερί του David Zwirner στη Νέα Υόρκη αναφερόμενη στον «κατακλυσμό» από σχόλια και αντιδράσεις που προκλήθηκε γύρω από το όνομά της.


Η Diane Arbus τόλμησε να ξεπεράσει τον εαυτό της, να πάει κόντρα στα πρότυπα της εποχής, να πιστέψει στην ανεξαρτησία της και μέσα από τις εικόνες της να δώσει φωνή στη μοναδικότητα αψηφώντας ηλικίες, φύλα, ταυτότητες, τάξεις, ιδιότητες, μορφές, να απεικονίσει έναν κόσμο που βρίσκεται στο περιθώριο, και παρόλο που κατηγορήθηκε για την «αλλόκοτη ματιά» της ακόμα και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές των κάδρων της, πλέον το όνομά της βρίσκεται ανάμεσα στις πιο επιδραστικές γυναίκες φωτογράφους του 20ού αιώνα, έχοντας συμβάλλει στον τρόπο που εκείνη την εποχή αντιλαμβάνονταν την τέχνη της φωτογραφίας, αλλά και τη δύναμή της, γιατί όπως έλεγε και εκείνη:
«Μια φωτογραφία είναι ένα μυστικό για ένα μυστικό. Όσο περισσότερα σου λέει τόσο λιγότερα ξέρεις».