Ορέστης Χαλκιάς: «Με έναν τρόπο εκπροσώπησα μία κοινότητα και ένιωσα σαν να με αγκαλιάζουν άνθρωποι από μακριά»

Λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Θάνατος στη Βενετία», ο Ορέστης Χαλκιάς μάς αφηγείται από το θεατρικό του σπίτι μια διαδρομή ανάμεσα σε μεταβάσεις, ευθύνες και «τυχερά αστέρια»

Φωτογραφίες: © Ανδρέας Σιμόπουλος

Μεταβαίνοντας από ένα πριν σε ένα μετά, στη δίνη μίας «καινούργιας ζωής». Από τη Θεσσαλονίκη και τα 8 χρόνια στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο Θέατρο Πορεία και μπροστά από τα φώτα της κάμερας της τηλεοπτικής επιτυχίας του ”Maestro” με την ευθύνη του να νιώθεις ότι εκπροσωπείς με έναν τρόπο τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα στην πρώτη ελληνική σειρά στο Netflix.

Μπορεί το παιδικό όνειρο του Ορέστη Χαλκιά να γίνει ροκ σταρ να μην έγινε πραγματικότητα, αλλά πιστεύει ότι «οι ηθοποιοί ιδανικά πρέπει να λειτουργούν σαν μπάντα», γιατί έτσι μπορούν να πουν όλες τις ιστορίες του κόσμου, ενώ για τον ίδιο «ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να επικοινωνεί με το κοινό και να το μετακινεί λίγο προς κάπου» και έχοντας πάρει μια γεύση από αυτά, κοιμάται πολλές φορές με χαμόγελο.

Λίγο πριν την πρεμιέρα στον «Θάνατο στη Βενετία» του Τόμας Μαν σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου και σε διασκευή Στρατή Πασχάλη, μια παράσταση βουτηγμένη στην ποίηση, μάς αφηγείται από το θεατρικό του σπίτι αυτή τη διαδρομή ανάμεσα σε μεταβάσεις, ευθύνες και «τυχερά αστέρια».

Βρισκόμαστε στο Θέατρο Πορεία που είναι κατά κάποιο τρόπο ο θεατρικός σου τόπος από τότε που ήρθες από τη Θεσσαλονίκη.

Ναι, το θέατρο Πορεία είναι ένας οικείος τόπος πια για μένα. Η δεύτερή μου δουλειά ως ηθοποιός στην Αθήνα ήταν η «Δόξα Κοινή», από τότε άρχισε αυτή η σχέση. Αισθάνομαι τόσο οικεία όσο στο Κρατικό Θέατρο που ήμουν για 8 χρόνια. Επίσης είναι ένας χώρος που ρισκάρει καλλιτεχνικά, είναι μόνιμα ενεργός και έτοιμος να προτείνει. Μου έχουν εμπιστευτεί κάποια πράγματα και με έχουν στηρίξει. Νομίζω ότι το ανταποδίδω όσο το δυνατόν με περισσότερη ζεστασιά και διαθεσιμότητα.

Πώς ήταν για σένα επαγγελματικά αυτή η μετάβαση από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα;

Επειδή έγινε μαζί με μία επαγγελματική πρόταση ήταν κάπως ανώδυνη. Είμαι τρία χρόνια τώρα στην Αθήνα και η πρώτη μου δουλειά ήταν «Ο χορός της φωτιάς» με τον Άρη Μπινιάρη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Με τον Άρη έχουμε μία εξαιρετική σχέση και γελάμε κάθε φορά που θυμόμαστε τον τρόπο που επέμεινα να συνεργαστούμε. Κάπως έτσι ξεκίνησε μία καινούργια ζωή. Μου λείπει η ζωή της Θεσσαλονίκης αλλά από την άλλη, κακά τα ψέματα, υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες εδώ. Είναι δύσκολο να ζεις στη Θεσσαλονίκη από το επάγγελμα του ηθοποιού, πρέπει να κάνεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα για να πεις ότι ζεις. Στο Κρατικό Θέατρο ήμουν διαρκώς σε δύο παραγωγές με πρωινές πρόβες και βραδινές παραστάσεις, κάτι που με προετοίμασε ουσιαστικά να έρθω αντιμέτωπος με τους ρυθμούς της Αθήνας. Ήταν ένα τεράστιο σχολείο μετά τη Δραματική.

Στις 28 Φεβρουαρίου έχετε πρεμιέρα με τον «Θάνατο στη Βενετία» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου και διασκευή Στρατή Πασχάλη. Η προσέγγισή σας σε αυτό το έργο είναι πιο κοντά στο βιβλίο του Τόμας Μαν ή στην ταινία του Λουκίνο Βισκόντι;

Στην παράσταση θα έλεγα ότι βάζουμε ένα τρίτο επίπεδο, δεν είναι ούτε η ταινία, ούτε το βιβλίο απόλυτα και αυτό είναι το ενδιαφέρον. Προσπαθεί να βάλει μία πιο ποιητική, φιλοσοφική στρώση. Έχουμε προσθέσει ποίηση μέσα στην ήδη υπάρχουσα δραματουργία, σαν να θέλουμε να εμπλουτίσουμε την αίσθηση του ερωτευμένου και να εντείνουμε το θέμα της αλληγορίας. Πιστεύω μπορείς να γλυκαθείς από την ομορφιά που προκαλεί αυτός ο έρωτας αλλά μέσα σε όλο αυτό υπάρχει μία άλλη παράμετρος, αυτή του θανάτου, που είναι βασικό στοιχείο της ιστορίας. Αυτό είναι κάτι το μοναδικό που κάνει το θέατρο, προσθέτει ένα άλλο επίπεδο το οποίο δεν περνάει από το μυαλό του αναγνώστη ή του θεατή.

Ο Στρατής Πασχάλης χρησιμοποιεί την ποίηση ως μια αφήγηση του κεντρικού ήρωα, του συγγραφέα Άσενμπαχ που παίζει ο Νίκος Χατζόπουλος, πιο προσωπική. Λειτουργεί σαν δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον ήρωα και αυτό που αισθάνεται και βιώνει. Μέσω της ποίησης συνδέεται με τη δύναμη της ζωής, του έρωτα και του θανάτου. Είναι, θα έλεγε κανείς, μια παράσταση λόγου. Οι υπόλοιποι επί σκηνής έχουμε το βάρος του να μεταφέρουμε την ιστορία και να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον του θεατή. Θέλουμε να μπει μέσα σε αυτό τον κόσμο, να γίνει τρισδιάστατο αυτό που θα δει. Παράλληλα υπάρχουν και αρκετοί ρόλοι στους οποίους μπαινοβγαίνουμε για να προχωρήσει η ιστορία, όπως οι υπάλληλοι, ο γονδολιέρης. Το παιδί -ο Τάτζιο- υπάρχει με έναν άλλον τρόπο στην ατμόσφαιρα.

Τι είναι αυτό που σε αγγίζει περισσότερο από αυτή την ιστορία;

Το πιο ισχυρό σε αυτή την ιστορία νομίζω ότι είναι το πώς ένας άνθρωπος «δομημένος» και «τακτοποιημένος» τελικά αφήνεται στο συναίσθημα. Ένας στρυφνός Γερμανός που η ζωή του είναι πολύ συγκεκριμένη, ουσιαστικά μπαίνει σε ένα ταξίδι – υπέρβαση του ίδιου του εαυτού, που τον βγάζει εκτός ισορροπίας, βουτάει σε αυτό και αλλάζει όλο του το είναι. Η συνάντησή του με τον Τάτζιο είναι αυτό που του αλλάζει όλη του την ψυχοσύνθεση. Με έναν τρόπο είναι σαν να πεθαίνει ο προηγούμενός του χαρακτήρας και να γεννιέται ένας καινούργιος, ώσπου στο τέλος πεθαίνει και ο ίδιος. Για μένα αυτό είναι πολύ δυνατό, γιατί ισχύει και στον έρωτα, σαν να κάνουμε ένα scan τον εαυτό μας και μέσα από τα μάτια του άλλου να βλέπουμε τι είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε. Αυτή η παράδοσή του είναι πολύ γοητευτική παρά το γεγονός ότι δεν έχει αίσιο τέλος.

Νομίζω ότι το πιο εύστοχο σχόλιο που έχω διαβάσει για την ταινία του Βισκόντι είναι ότι «ξεχειλίζει ποίηση», στοιχείο που πέρα από τις εικόνες δημιουργείται σε μεγάλο βαθμό και μέσα από τη μουσική, που είναι από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ταινίας. Πώς προσεγγίζετε το μουσικό κομμάτι στην παράσταση;

Προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση, έρωτας και θάνατος χωρίς μουσική. Η μουσική της παράστασης είναι του Άγγελου Τριανταφύλλου και είναι εξαιρετική. Όλα τα υλικά όμως αλληλοσυμπληρώνονται. Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να επικρατεί η μουσική, άλλες που επικρατεί η αφήγηση. Πέρα από τη μουσική όμως υπάρχουν και τα ηχοτοπία, που κάνει ο Βαγγέλης Τούντας, και φέρνουν παράλληλα κάτι απόκοσμο στην ατμόσφαιρα.

Με την πρώτη ανάγνωση καταλάβαμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια σπουδαία προσπάθεια απόδοσης αυτού του έργου. Είναι δύσκολο να μεταφέρεις στον θεατή μια τόσο εμβληματική νουβέλα. Ο κινηματογράφος πολλές φορές μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει περισσότερα εργαλεία για να το κάνει αυτό, όμως τελικά το θέατρο είναι εδώ για να υπενθυμίζει ότι μπορεί να προσθέσει άλλες στρώσεις σε μία ιστορία, που δεν περνάνε από το μυαλό του αναγνώστη ή του θεατή μιας ταινίας.

Πιστεύεις περισσότερο στη δύναμη του θεάτρου ή του κινηματογράφου;

Δεν είμαι σίγουρος ακόμα. Στην αρχή μέχρι να έρθω σε επαφή με την κάμερα έλεγα ότι το θέατρο είναι τα πάντα. Μου αρέσουν βέβαια και τα δύο πάρα πολύ, όπως και η λειτουργία του ηθοποιού μέσα σε αυτά. Η συνεργασία με όλους αυτούς τους ανθρώπους που κάνουν διαφορετική δουλειά από σένα αλλά τελικά καταλαβαίνεις ότι κάνετε την ίδια, είναι μαγική. Τελικά μια με γοητεύει το ένα, μία το άλλο να σου πω την αλήθεια.

Και η δική σου σχέση με τη μουσική πώς ξεκινά;

Από μικρή ηλικία. Πριν αποκτήσω μπάντα είχα μια προσωπική επαφή με τη μουσική, κυρίως αυτοδίδακτος, αλλά βασικά ήθελα να μοιάσω με τα είδωλα της ροκ, έπιασα την κιθάρα και προσπάθησα να μάθω. Η πορεία γίνεται μαγική όταν συναντιέσαι με κάποιου άλλου την πορεία και τη μοιράζεσαι, όπως ας πούμε όταν δημιουργείται μια μπάντα. Αυτή τη μαγεία βιώνεις και στο θέατρο όταν συναντιέσαι με ανθρώπους και μοιράζεσαι την αφήγηση μια ιστορίας.

Η δομή και η λειτουργία της μπάντας άλλωστε ταιριάζει πάρα πολύ με αυτήν του θιάσου.

Ιδανικά πιστεύω ότι οι ηθοποιοί πρέπει να λειτουργούν σαν μπάντα, γιατί το επίπεδο που δένεται μια μπάντα είναι τρομερό, δηλαδή, αν μια ομάδα ηθοποιών το καταφέρει αυτό, δεν έχει να φοβάται τίποτα, μπορεί να πει όλες τις ιστορίες του κόσμου. Σίγουρα ξέρω ότι η μουσική με βοηθάει πολύ στη ζωή μου. Η μουσική αίσθηση είναι εργαλείο απίστευτο για να σε κάνει καλύτερο σε όλα, όχι μόνο στο θέατρο. Επαγγελματικά όμως θέλει πολύ χρόνο και χώρο για να πω ότι θα κάνω μόνο αυτό. Κάνω βήματα προς τα εκεί, αλλά είναι παράλληλα.

Την περίοδο της μπάντας γοητευόμουν στην ιδέα του να γίνουμε ροκ σταρ, να κάνουμε συναυλίες και να ζούμε από αυτό, όμως στην μπάντα υπερισχύει η καλλιτεχνικότητα από τον βιοπορισμό, περνάς καλά και ουσιαστικά εκφράζεσαι. Σημασία όμως έχει να έχουμε να φάμε να σου πω την αλήθεια και το λέω, γιατί πολλές φορές ο κόσμος ξεχνάει ότι η υποκριτική είναι ένα επάγγελμα. Προσπαθείς να κάνεις τις πιο σωστές επιλογές έτσι ώστε να μην χάσεις τον εαυτό σου, να είσαι πάντα εσύ αλλά ταυτόχρονα πρέπει να βιοποριστείς από αυτό.

Από αυτό το παιδικό όνειρο του ροκ σταρ στο να βρίσκεσαι στην πρώτη ελληνική σειρά που προβάλλεται στο Netflix και να ερμηνεύεις συστήνοντάς μας κομμάτια – σταθμούς σε κάποιες γενιές… Πώς το βιώνεις αυτό;

Προφανώς δεν σκεφτόμασταν ότι θα γίνει κάτι τέτοιο και εγώ μέσα σε αυτό δεν λειτούργησα διαφορετικά, απλά ακολούθησα το όραμα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Επειδή αναφέρεσαι στο «Τυχερό αστέρι», η δύναμη της εικόνας και του σεναρίου σε μία τρομερά φορτισμένη σκηνή για όλους τους κεντρικούς ήρωες, που λειτούργησε σαν ένα recap των παθών όλων των χαρακτήρων, σε συνδυασμό με τη μουσική που για μένα είναι η ανώτερη τέχνη, δημιούργησαν μια «έκρηξη». Αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης… Χαίρομαι προφανώς για όλο αυτό που έχει γίνει, γιατί είναι έτσι και αλλιώς ένα τρομερό κομμάτι του Κ.Βήτα, και που ο κόσμος το ακούει και του αρέσει. Ο τρόπος που μου μιλάνε στον δρόμο είναι σαν να με ξέρουν και εγώ έτσι τους φέρομαι, σαν να τους ξέρω.

Είναι όμως τόσο κομμάτι του εαυτού μου αυτό και απλώς τώρα έτυχε και βγήκε σε μεγαλύτερη εμβέλεια. Ουσιαστικά είμαι ένας αφηγητής. Μπήκα στο πετσί ενός άλλου ανθρώπου για να μιλήσω μέσα από το στόμα του, για να πω κάποια σημαντικά πράγματα που βγήκαν μέσα από νότες και στίχους. Αυτή είναι η ουσία και χαίρομαι που συγκινούνται οι άνθρωποι και όλο αυτό τους έχει αγγίξει, γιατί ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι να επικοινωνεί με το κοινό και να το μετακινεί λίγο προς κάπου. Μπορώ να πω ότι είναι μια επιβεβαίωση της σκληρής δουλειάς αλλά δεν είναι ότι θα αλλάξω λειτουργία, ούτε τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, ούτε το ότι πέτυχα το όνειρο που έλεγα σαν παιδάκι με μια αφέλεια.

Τον Απρίλιο ξεκινάτε τα γυρίσματα για τον 2ο κύκλο του “Maestro”. Έχεις σκέψεις για το πώς θα ήθελες να συνεχίσει αυτή η ιστορία;

Ο ρόλος μου έκανε κάτι το οποίο δεν φεύγει από πάνω σου ποτέ, κάτι το οποίο αναπόφευκτα θα το κουβαλάει, ένα έγκλημα. Θέλω να έρθει αντιμέτωπος ψυχικά με αυτό και να το παλέψει, γιατί αυτό ακριβώς είναι ενδιαφέρον υποκριτικά. Από εκεί και πέρα σαν σύμμαχος του ρόλου θα ήθελα να πετύχει ο έρωτάς του με τον Σπύρο και να ζήσει μια ωραία ζωή αλλά δεν νομίζω ότι γίνεται αυτό, οπότε αυτό που θα ήθελα είναι να πάει στα άκρα η ιστορία και ως τηλεθεατής κυρίως θα το έλεγα αυτό. Να ξαφνιαστώ και να έρθουν όλοι αντιμέτωποι με τα σκοτάδια και τα προβλήματά τους και αυτό να τους πάει παρακάτω με ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Θα ήθελα να ερευνηθεί το έγκλημα, να αποκτήσει μια πιο έντονη αίσθηση μυστηρίου, αστυνομικού θρίλερ με τις πινελιές του έρωτα και των σκοταδιών των ηρώων.

Ποιο είναι το σχόλιο που έχεις ακούσει και ξεχωρίζεις μέχρι στιγμής για τον ρόλο του Αντώνη;

Δεν ξέρω αν είναι μόνο ένα, είναι μια γενικότερη αίσθηση βασικά, ότι οι άνθρωποι που ταυτίζονταν με τον ρόλο μου και του Γιώργου Μπένου απέκτησαν τη δύναμη όχι απλώς να κάνουν coming out, αλλά να αλλάξουν στάση ζωής, γιατί ουσιαστικά είναι σαν να βγαίνει μια ολόκληρη ύπαρξη στην επιφάνεια, σαν να ξαναγεννιέσαι. Οπότε αυτού του είδους τα σχόλια που μου στέλνουν, τα «Συνέχισε αυτό που κάνεις», «Μας δίνεις δύναμη», όλη αυτή η αγάπη είναι σαν να επιβεβαιώνει τη δουλειά του καλλιτέχνη που είπαμε και πριν, να μας πηγαίνει λίγο παρακάτω.

Αυτό σου δημιουργεί αίσθημα ευθύνης;

Τεράστια ευθύνη από τη στιγμή που πήρα στα χέρια μου το χαρτί. Ότι πρέπει να κάνω έναν ομοφυλόφιλο άντρα και να δείξω ότι είναι απλά άνθρωπος, γιατί συνήθως υπάρχει ένα περίβλημα όπως το έχουμε δει μέχρι στιγμής στην ελληνική τηλεόραση. Ένιωσα μια τεράστια ευθύνη να το απεικονίσω με ειλικρίνεια, βέβαια ήμουν τόσο τυχερός γιατί η ειλικρίνεια, ο σεβασμός και ο τρόπος απόδοσης αυτής της ιστορίας υπήρχε ήδη από το χαρτί. Τελικά με έναν τρόπο εκπροσώπησα μια κοινότητα. Απ’ ότι φαίνεται αυτό πέτυχε και ένιωσα σαν να με αγκαλιάζουν άνθρωποι από μακριά. Κοιμάμαι με χαμόγελο πολλές φορές για αυτό.

Κλείνοντας, θα ήθελα τη σκέψη σου για όλο αυτό το πλήγμα που έχει υποστεί ο πολιτισμός με το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022 και την υποβάθμιση των καλλιτεχνικών σπουδών.

Είναι λυπηρό και παράλογο. Δεν θέλω να αποδεχθώ τον λόγο που μπορεί να συνέβη αυτό. Ο καλλιτέχνης αφυπνίζει τον κόσμο, οπότε του κόβουν τα φτερά; Δεν θέλω καν να πιστέψω αυτό να σου πω την αλήθεια, προτιμώ να πιστέψω ότι είναι απλά ένας λάθος χειρισμός. Το ότι δεν δίνεται λύση με κάνει καχύποπτο όμως. Είναι τρομερά προσβλητικό γιατί είναι τρομερά σκληρές οι σπουδές μας, αλλά σκέψου και εκείνος που έχει σπουδάσει 12 χρόνια πιάνο και του λένε ότι είναι ανειδίκευτος. Απορώ που δεν λύνεται, ενώ ζητάμε απλώς το αυτονόητο.

 

Info παράστασης:

Θάνατος στη Βενετία | Από τις 28 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Πορεία

 

 

*Ευχαριστούμε το Apoteka Cafe Bar (Δεριγνύ 31) για τη διάθεση του χώρου του για τη φωτογράφιση.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.