Το καλλιτεχνικό αυτό project, εστιασμένο στην καλλιτεχνική αναζήτηση του Leonardo Denoda, εμπλουτίζεται από την παρουσία του Emanuele Balzani, ενεργού καλλιτέχνη στους τομείς των εικαστικών, του θεάτρου και της experimental μουσικής.
Η συνεργασία μεταξύ Denoda και Balzani, και οι δύο κάτοικοι Αθηνών, προτείνει στην ελληνική πρωτεύουσα, μέσω του έργου της “Θείας Κωμωδίας”, ένα κομμάτι της ιταλικής κουλτούρας, αποτέλεσμα καλλιτεχνικής και διανοητικής έρευνας, μέρος της οποίας αναπτύχθηκε απευθείας στην Ελλάδα. Η έκθεση “Specula Dantis” ή “Δαντικοί Καθρέπτες”, τίθεται ως ενεργός παραλληλισμός στιχουργο-εικαστικός, μεταξύ εικαστικού έργου και γραπτού και προφορικού στίχου: ο καινοτόμος και ενδιαφέρων παράγοντας δεν έγκειται στην αντιμετώπιση της δημοφιλούς “Κωμωδίας” σε εικαστικό και φωνητικό επίπεδο, μέσω της απλής αναπαράστασης και ανάγνωσης, αλλά στον χαρακτήρα της ουσιαστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ ποίησης, ζωγραφικής, υποκριτικής και μουσικής: σπλαχνική εικονική υπαγόρευση, δοσμένη στην τέχνη από τον δαντικό λόγο σε αυτό το συνολικό έργο σύγχρονης τέχνης. Το ελληνικό και διεθνές κοινό, θα παραβρεθεί ενώπιον ενός event καθορισμένου από μία αισθητική και διανοητική έρευνα σε διαρκή μεταμόρφωση, η οποία αποτελεί καρπό του εσωτερικού συνδέσμου μεταξύ των εμπλεκόμενων καλλιτεχνών και της Κωμωδίας του Dante Alighieri.
Παρεμβαίνουν στην έκθεση υπό την μορφή audio o ιταλός ηθοποιός Jacobo Sabar Giacchino, o οποίος χαρακτηρίζεται από μία έντονη θεατρική δράση στον χώρο της “scrittura di scena” και η Valentina Messa, καταξιωμένη πιανίστρια ιταλικής κλασσικής μουσικής σκηνής.
Τα βήματα της Κωμωδίας, τα οποία προτείνει ο Denoda εναλλάσσονται των ζωγραφικών έργων και των μουσικών πηγών ενώ ο ίδιος ο λόγος επανατοποθετείται στην δράση μέσω της υποκριτικής στο μουσικό πλαίσιο διαμορφωμένο από την Dante’s Synphony του Liszt έως την σύγχρονη experimental music, οργανική και ηλεκτρονική.
H έκθεση, κατά την αντίληψη του Leonardo Denoda, αποτελεί ποίηση σε δράση, δεν περιορίζεται στην έκθεση σειριακών προϊόντων, ακριβώς όπως η Κωμωδία δεν περιορίζεται στα αισθητικά όρια της ρητορικής και της μεσαιωνικής θεολογίας, μα τα προσπερνάει δημιουργώντας έναν πραγματικό κόσμο, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις της ιταλικής γλώσσας. Υπό αυτή την οπτική, η δομή της έκθεσης ως ζωντανός και ζωτικός οργανισμός, υποβλητικός και υποβάλλων, υποκινείται από μία δυναμική σχέση μεταξύ έργου και κοινού.