Κείμενο – Φωτογραφίες: Γιώργος Τατάκης
Νυσταγμένος, στις τέσσερις τα ξημερώματα, έφτασα με το καράβι στο λιμάνι των Μεστών, το περίφημο μαστιχοχώρι της Χίου. Έπρεπε να οδηγήσω την απόσταση μέχρι τη χώρα, σαράντα περίπου λεπτά, και να περιμένω να ανοίξει το ξενοδοχείο που θα έμενα.
Το φθινόπωρο έφευγε κι ένας αναζωογονητικός άνεμος φυσούσε, έτσι είχα το παράθυρο κατεβασμένο. Εκεί με συνεπήρε για πρώτη φορά η μυρωδιά που αναβλύζει το νησί. Η μυροβόλος Χίος. Έχουμε την τάση να καταστρέφουμε τις λέξεις, υποβιβάζοντας το νόημά τους, με σκοπό να τραβήξουμε το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τι κρίμα· αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, τότε το επίθετο «μυροβόλος» θα μπορούσε να περιγράψει αυτήν την εμπειρία. Τότε, η μυρωδιά της Χίου θα όριζε τη λέξη και όλες οι υπόλοιπες μυρωδιές του κόσμου θα κρινόντουσαν βάσει αυτής.
Ο κάμπος της Χίου, φιλοξενεί αναρίθμητα εσπεριδοειδή δέντρα, εν μέρει υπαίτια για τη μυρωδιά της. Οι ρουτίδες αυτές όμως είναι ίσως ακόμη και ανάξιες αναφοράς συγκριτικά με την αρχαία μυστηριώδη ρητίνη, που απλόχερα προσφέρουν οι σχίνοι στο νότιο μέρος του νησιού.
Η παράδοση αποδίδει το μαστίχι στον Άγιο Ισίδωρο, ο οποίος, κατά το 250 μ.Χ., κυνηγημένος και τραυματισμένος σοβαρά από τους Ρωμαίους κατέφυγε σε ένα μέρος κοντά στα Μεστά. Ενώ ήταν αβοήθητος και τα πόδια του δε βαστούσαν άλλο για να συνεχίσει, εμφανίστηκε ένας λευκός ίππος και τον πήρε στην πλάτη του μέχρι τα νοτιότερα χωριά. Εκεί έκατσε κάτω από έναν σχίνο για να ξαποστάσει. Ο σχίνος τόσο τον λυπήθηκε για τα βάσανά του, όπου τελικά, δάκρυσε. Τα δάκρυά του γέμισαν τον τόπο ευωδιά. Όλο το νότιο μέρος του νησιού, όπου μαρτύρησε ο Άγιος, γέμισε από τα δάκρυα των σχίνων.
Μπορεί στην πραγματικότητα η μαστίχα να είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια, αφού η πρώτη αναφορά βρίσκεται στα γραπτά του Ιπποκράτη, πώς όμως να χωρέσει ο μικρός νους του ανθρώπου ένα τέτοιο θαύμα. Το μαστίχι είναι το διαμάντι της Χίου· και δεν είναι κάποιο δυσεύρετο ορυκτό για τους Χιώτες, όχι. Στάζει και σχηματίζεται πάνω σε κορμούς στον δρόμο. Μπορείς να σταθείς, να κόψεις και να το βάλεις στο στόμα σου. Η υπόλοιπη ανθρωπότητα όμως δεν μπορεί να το βρει πουθενά. Μόνο να το ζητήσει από τους Χιώτες.
Το γεγονός αυτό έβαλε τη Χίο στον χάρτη. Της έδωσε προνόμια μέσα σε δύσκολους καιρούς κι έτσι αναπτύχθηκαν και άλλες ποιότητες στο νησί, με κυριότερη αυτή του εμπορίου. Οι Χιώτες, καλλιέργησαν και επεξεργάστηκαν το μετάξι και με τη δύναμη του εμπορίου που κατείχαν, καταξιώθηκαν ακόμη και στις αυλές των παλατιών της Ευρώπης, οι οποίες προμηθεύονταν υφαντά από αυτούς.
Δεν έχω συναντήσει στις εξορμήσεις μου άλλο μέρος με τέτοια μεγάλη συγκέντρωση ποικιλίας παραδοσιακών φορεσιών. Η Χίος, με την τόσο μεγάλη παραγωγή και την ασύγκριτη ποιότητα υφασμάτων, σε συνδυασμό με τον πλούτο που της εξασφάλιζε το εμπόριο, κατάφερε να δημιουργήσει αυτήν την πολυμορφία ενδυμάτων. Οι κάτοικοι των χωριών σε τόσο κοντινή απόσταση, θέλοντας να δείξουν τον πλούτο τους, προσπαθούσαν να διαφοροποιούνται μεταξύ τους και έτσι το κάθε χωριό είχε τα δικά του ρούχα.
Κατάφερα να αποτυπώσω είκοσι μία διαφορετικές ενότητες ρούχων από το νησί. Αυτά είναι σχεδόν όλα τα οποία σώζονται σήμερα, ή έχουν δημιουργηθεί πιστά αντίγραφα. Τα υπόλοιπα ίσως να μη μάθουμε ποτέ πώς έμοιαζαν…