«Η Χώρα του Θεού» του Χλινούρ Παλμασόν: Προσευχήσου για μένα

Με την ατομική εκκλησία στις πλάτες

Τέλη 19ου αιώνα. Νεαρός Δανός ιερέας αναλαμβάνει αποστολή να πάει σε σχετικά απομονωμένη περιοχή της Ισλανδίας και να χτίσει εκκλησία. Του εξηγούν ότι η Ισλανδία είναι ένα παράξενο νησί, η μέρα και η νύχτα έχουν άλλους κανόνες και διάρκεια, τα ποτάμια κάνουν τα δικά τους με τα νερά, το ηφαίστειο βγάζει διαρκώς λάβα που βρωμάει, κι όλα αυτά μαζί μπορούν να ταράξουν τα μυαλά των ανθρώπων. Του εξηγούν ότι η αποστολή του είναι δύσκολη, αλλά μήπως οι Απόστολοι είχαν ποτέ εύκολες αποστολές; Η Ισλανδία υπαγόταν τότε στη Δανία, ήταν τμήμα του Βασιλείου της, το έργο που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας σχεδόν αποστολικό, όχι τόσο με την έννοια του εκχριστιανισμού μη χριστιανικών πληθυσμών, όσο με την έννοια της εγκαθίδρυσης ενός ακόμη οίκου του Θεού και μαζί της μητρόπολης προς την περίπου αποικία, αλλά και της εγκαθίδρυσης ενός ακόμη οίκου του πολιτισμού σε γωνιές της γης που ακόμη την αληθινή κυριαρχία την ασκούσε η φύση.   

Ο ιερέας ξεκινά το ταξίδι του. Θα έχει συντροφιά του ένα διερμηνέα για να τον βοηθήσει να συνεννοηθεί, γιατί εκείνος δεν μιλά ισλανδικά, μια γλώσσα που έχει διψήφιο αριθμό διαφορετικών λέξεων για τη βροχή. Όταν φτάσει στο νησί θα τον περιμένει ένας ντόπιος, επιφορτισμένος να τους οδηγήσει με ασφάλεια στο μακρινό και δύσκολο ταξίδι που τους περιμένει μέχρι τον προορισμό τους, αλλά και να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση της εκκλησίας. 

Το ταξίδι δεν το κάνει καθόλου ευκολότερο το ότι ο ιερέας θέλει να φωτογραφίσει τους ανθρώπους του νησιού. Κουβαλά τα ογκώδη λόγω της εποχής φωτογραφικά σύνεργα και όπως εξέχουν τα πόδια στα οποία τα στερεώνει, είναι σαν να κουβαλάει στην πλάτη του μια μικρή ατομική εκκλησία. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι κουβαλά έτσι στην πλάτη του ένα δεύτερο οίκο του πολιτισμού και θέλει να αλληλεπιδράσει κι εκείνος με τη φύση, να κυριαρχήσει ίσως στιγμιαία αλλά ταυτόχρονα και αιώνια στη φύση, απαθανατίζοντας την ως τοπίο και φόντο πίσω από τα πρόσωπα των ντόπιων. Φτάνει στην Ισλανδία με τη γλώσσα του τόπου του και το βλέμμα του τόπου του, μέσα απ’ αυτό θα προσπαθήσει να δει τον ξένο τόπο και τους ξένους ανθρώπους, διερμηνέας για το βλέμμα δεν υπάρχει, η μηχανή θα δει ό,τι κοιτά εκείνος με τη δανέζικη ματιά του.   

Στο ξεκίνημα της «Χώρας του Θεού» πληροφορούμαστε ότι ανακαλύφθηκαν επτά φωτογραφίες ενός Δανού ιερέα, ότι είναι οι πρώτες που διασώζονται και απεικονίζουν τη νοτιοανατολική Ισλανδία κι ότι η ιστορία που θα παρακολουθήσουμε είχε ως πηγή έμπνευσης τις συγκεκριμένες φωτογραφίες. Μπαίνω λοιπόν στο τριπάκι να δω ολόκληρη την ταινία που ακολουθεί υπό το συγκεκριμένο πρίσμα και σκεπτόμενος τι ωραία φάση να φτιάχνεις μια ιστορία έτσι, μέσα από θραύσματα πάνω στα οποία πατάς ελεύθερα, αφήνοντας τη φαντασία σου ελεύθερη να δημιουργήσει.

Εκ των υστέρων που πάω να γκουγκλάρω για να βρω τις φωτογραφίες και να συγκινηθώ ακόμη περισσότερο, διαβάζω με έκπληξη, ότι, όχι, δεν ισχύει, δεν υπήρχαν τέτοιες φωτογραφίες, ότι η αναφορά σε αυτές ήταν τμήμα της μυθοπλασίας. Νιώθω λίγο σαν να με έχουν κλέψει και δη χωρίς κάποιον αποχρώντα λόγο και αναρωτιέμαι γιατί; Συμπτωματικά ξαναείδα πολύ πρόσφατα το “The Social Network” του Φίντσερ, θυμόμουν ότι υπήρχε μια διαμάχη για την πιστότητα στα πραγματικά περιστατικά και διαβάζω ότι ο Σόρκιν ούτε λίγο ούτε πολύ δήλωσε ότι όταν η αλήθεια σου χαλάει την ιστορία που αφηγείσαι, οφείλεις ως σεναριογράφος να είσαι πιστός στην ιστορία που αφηγείσαι κι όχι στην αλήθεια. Δεκτό ίσως ως γενική αρχή, δεν πρέπει να υπάρχει όμως κάποιο όριο σε αυτό; Η σαγηνευτικότητα της αφηγούμενης ιστορίας είναι το μόνο κρίσιμο διακύβευμα;

Μια από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες, το “Magnolia”, ξεκινάει εικονοποιώντας μια σειρά από αδιανόητες συμπτώσεις που είχαν καταγραφεί στα χρονικά και πάνω στις οποίες ο αφηγητής καταλήγει λέγοντας πως όταν συμβαίνουν γεγονότα τόσο εξωφρενικά δεν γίνεται να τα αποκαλούμε απλά συμπτώσεις και να ξεμπερδεύουμε μαζί τους. Είχα μείνει για χρόνια, όχι απλά με την -εσφαλμένη όπως αποδείχθηκε- πεποίθηση, αλλά με την -εσφαλμένη όπως αποδείχθηκε- βεβαιότητα, ότι ήταν αληθινά περιστατικά, πάνω στα οποία έμεινε άφωνος ο Πολ Τόμας Άντερσον, ειδάλλως τι νόημα θα είχε η επίκλησή τους; Για να καταλήξω, υπάρχει εδώ κατά τη γνώμη μου ένα γενικότερο ζήτημα με την εντός εισαγωγικών ηθική των ιστοριών κι εκείνων που μας τις αφηγούνται. Ναι, να τα δίνουμε όλα για τη μέγιστη δυνατή σαγήνη του θεατή, αλλά πρέπει να υπάρχει και μια προσοχή στο κενό μεταξύ της σαγήνης και της εξαπάτησης. 

Επειδή καθόλου δεν θέλω να παρεξηγηθώ κι επειδή την ένστασή μου την είπα και ξεμπέρδεψα μαζί της, όπως παρόλα αυτά και το “Social Network” πρώτης τάξης σινεμά είναι κι όπως το “Magnolia” σπουδαία ταινία παραμένει, έτσι και «Η Χώρα του Θεού» ακόμα κι αν ξεγελά τον θεατή στην αρχή, κάθε άλλο παρά τον ξεγελά ή τον εξαπατά στη συνέχεια, ο δημιουργός της, Χλινούρ Παλμασόν έχει φτιάξει ένα έργο υποβλητικό και επιβλητικό, ένα έργο γεμάτο εικόνες που προξενούν δέος.

Στην αίθουσα που έτυχε να το δω, λίγο πριν ξεκινήσει η προβολή, μια κυρία μιλάει στο τηλέφωνο και λέει «Θα βγω σε δυο ώρες». Σε κάθε προβολή όμως, το ερώτημα είναι πώς βγαίνουμε από την κινηματογραφική αίθουσα; Ολόιδιοι με πριν; Τι έχει μεσολαβήσει αυτό το δίωρο; Έχουμε απλά περάσει δυο ώρες, λιγότερο ή περισσότερο ευχάριστα, ή έχουμε έρθει σε επαφή με κάτι βαθύτερο που δεν μας έχει αφήσει ανέγγιχτους; Και η «Χώρα του Θεού» ανήκει ακριβώς στην κατηγορία εκείνη των ταινιών που προορίζονται να διεκδικήσουν μέσα σου πολύ περισσότερο χρόνο από τη διάρκεια της παρακολούθησής τους.

Δεν σου διηγείται απλώς μια ιστορία, σε βάζει σε έναν κόσμο. Η ιστορία που διηγείται μπορεί από μόνη της να μην είναι χωρίς τα όποια προβλήματά της ή τα όποια άλματά της. Αλλά και δεν σε πειράζει. Γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που η κρισιμότητά του έγκειται στο γιατί ο ένας ή ο άλλος ήρωας δρουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Δεν εννοώ ότι είναι πρόσχημα η ιστορία, ούτε ότι αποτελεί απλά ένα άλλοθι προκειμένου να καταγραφεί όλο το γύρω γύρω των τοπίων που σου κόβουν την ανάσα ή και η αναπαράσταση της εποχής. Αλλά είναι μια ιστορία, που ενώ έχει φυσικά τη σημασία της, είναι μια σημασία που αποτελεί ένα μέρος μόνο του παζλ, ένα μέρος μόνο της μεγαλύτερης εικόνας.

Σε αυτόν τον χρόνο και σε αυτόν τον τόπο, ακόμη κι αν δεν συνέβαινε η συγκεκριμένη σημαντική ιστορία, θα συνέβαιναν άλλες. Με τη δική τους σημασία. Που κι εκείνες όμως όπως κι αυτή δεν θα ήταν αποκομμένες από τον συγκεκριμένο τόπο, τον συγκεκριμένο χρόνο, αλλά και τη διαχρονική και οικουμενική κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων και όλων των ζωντανών. Δεν είναι πιο σημαντικοί οι άνθρωποι από όλο αυτό που τους περιβάλλει. Που τους περιβάλλει όχι ως ντεκόρ για φωτογραφίες ή για κινηματογραφικά τοπία, αλλά ως αναπόσπαστο τμήμα μιας ολότητας και ενός κύκλου ζωής

Τόπος, χρόνος, άνθρωποι, ζώα, ιστορίες. Στη «Χώρα του Θεού» δεν είναι μόνο το τοπίο που συμπρωταγωνιστεί με τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους. Είναι και τα ζώα. Ζώα που σε διάφορα σημεία βλέπουμε την τύχη τους μετά τη σφαγή τους. Αλλά και ζώα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι όχι για να τραφούν. Τα άλογα κινηματογραφούνται σαν να παίζουν κι αυτά. Υπάρχουν σκηνές που νιώθεις ότι παίζουν κι αυτά. Ο δε σκύλος στην ταινία δεν νιώθεις απλά ότι παίζει, σχεδόν ξέρεις ότι παίζει κι αυτός.  

Κι αν στο πρώτο κομμάτι της «Χώρας του Θεού» σου δημιουργείται η αίσθηση ότι η κάμερα καταγράφει με αδηφαγία το φυσικό τοπίο ως ντεκόρ, έρχεται και η σκηνή που η κάμερα αφήνει τους ανθρώπους να προχωρούν με τα άλογά τους και τις ιστορίες τους και αρχίζει να καταγράφει σκέτη τη φύση και μαζί της όσα δεν μπορούμε να δούμε, αλλά μόνο να ακούσουμε, αν πάρουμε για μια στιγμή την προσοχή μας από τη σημασία των ανθρώπινων ιστοριών και τη δώσουμε στο οικοσύστημα που τραγουδά διαρκώς τα δικά του τραγούδια.

Κι από την άλλη, όσο κι αν γεμίζει τα μάτια και την καρδιά του ανθρώπου η επαφή με το δέος της φύσης, οι άνθρωποι πάντα χρειάζονται λέξεις, νοήματα, ιστορίες, παραβολές. Στη μέση του ταξιδιού, μια παρένθετη αφήγηση, άσχετη με την πλοκή: τα χέλια που αναπαράγονται όλα μαζί, οι ήχοι που βγάζουν και θυμίζουν τους ήχους των γυναικών όταν κάνουν έρωτα, το όνειρο του ταξιδιώτη ότι πίσω στο χωριό η γυναίκα του έχει συνευρεθεί με όλους τους άνδρες του χωριού. 

Οπότε, ό,τι κι αν συμβαίνει τελικά με τον ιερέα και τον διερμηνέα και τον οδηγό κι όποιους άλλους γνωρίσουν στο ταξίδι ή την κατάληξή του, η «Χώρα του Θεού» είναι κάτι που πάει πολύ πιο πέρα από την ιστορία τους, είναι ένα έργο που αποκτά τη δική του ζωή, τον δικό του ρυθμό, που έχει τις δικές του ποιητικές παρεκβάσεις, που τα χωράει και τα ενσωματώνει όλα, καθώς μετατρέπεται σε μια μυσταγωγική εμπειρία. 

Κλείνω αντιγράφοντας απ’ το δελτίο Τύπου, λόγια του Χλινούρ Παλμασόν:

«Είναι υπέροχο να διαβάζει κανείς ημερολόγια ή επιστολές από εκείνη την περίοδο κι ακόμα πιο παλιά και να βλέπει ότι και τότε τους ανθρώπους τους απασχολούσαν τα ίδια πράγματα όπως σήμερα. Πόσα χρήματα έχω για ψωμί και κρασί; Είδα μια όμορφη γυναίκα στον δρόμο. Ο καιρός ήταν χάλια σήμερα. Γιατί βρίσκομαι εδώ;»

 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.