«ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ»: Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου σε επετειακή επανέκδοση

«Η Αναπαράσταση δεν είναι αστυνομικό, φωσκολικό δράμα, μα κοινωνιολογική μελέτη πάνω στη μεγάλη ανοιχτή πληγή της ελληνικής υπαίθρου»

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η «Αναπαράσταση» από 5 Ιανουαρίου προβάλλεται σε επετειακή επανέκδοση αποκλειστικά από τη new star art cinema (Σταυροπούλου 33, Αθήνα 112 52) σε συνεργασία με την οικογένεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Κάθε μήνα θα προβάλλεται και μία ταινία του Δημιουργού (Δεκέμβριος 2022 – Δεκέμβριος 2023).

Περίληψη της ταινίας

Μετά από χρόνια δουλειάς στη Γερμανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του, Τυμφαία της Ηπείρου: μια χούφτα πέτρινα σπίτια σε μια έρημη, τραχιά και αποδεκατισμένη περιοχή από τα τόσα χρόνια μετανάστευσης, όπου μετράνε τις μέρες τους οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι – γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Κανένας δεν τον περιμένει, ενώ η κόρη του, στο κατώφλι του σπιτιού, δεν τον αναγνωρίζει.

Λίγες μέρες αργότερα, η σύζυγος, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο, φυτεύοντας κρεμμυδάκια πάνω στον τάφο του. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του, και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξαναέφυγε για τη Γερμανία. Για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, φεύγει με τον εραστή της για τα Γιάννενα. Στο ξενοδοχείο δίνουν το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Στο χωριό όμως η ξαφνική αναχώρηση του μετανάστη δημιουργεί υποψίες και γρήγορα θα φθάσει η αστυνομία. Αυτός είναι ο πυρήνας του θέματος που θα αναπτυχθεί μέσα από διαφορετικές έρευνες: τη γραφειοκρατική (της ανάκρισης) που αναζητά έναν ένοχο για να κλείσει την υπόθεση, κι εκείνην μιας ομάδας δημοσιογράφων, η οποία, καταγράφοντας τις μαρτυρίες των κατοίκων, αναδεικνύει το κοινωνιολογικό πλαίσιο που υπέλθαψε αυτή την ιστορία.

Το χρονικό του φόνου ολοκληρώνεται με τη σύλληψη της γυναίκας, αλλά η δραματική κοινωνική πραγματικότητα του χωριού παραμένει ανοιχτή πληγή. Η ταινία τελειώνει με την επανάληψη της σκηνής του φόνου. Η αμετάβλητη πραγματικότητα πάνω στην οποία ωρίμασε ο φόνος, παραμένει εκεί.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου

 «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (ΤΟΜΟΣ Β΄)»

«[…] Για τον Ελληνικό Κινηματογράφο, η  Αναπαράσταση οροθετεί το πέρασμά του από μια μεγάλη περίοδό του, αυτήν της εμπορικής του ακμής, σε μιαν άλλη, αυτήν του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, με κύριο χαρακτηριστικό του την απόλυτη κυριαρχία του σκηνοθέτη-δημιουργού πάνω στο παραγόμενο προϊόν, θεωρούμενο πια αποκλειστικά ως καλλιτεχνικό. Ο Αγγελόπουλος αποτελεί τον τέλειο εκφραστή αυτού του κινηματογράφου. Κυρίαρχος του παιχνιδιού όσον αφορά στην εξυπηρέτηση των προσωπικών του οραμάτων μέσα από την κάθε ταινία του, θα καταφέρει, στην επόμενη δεκαετία, εκμεταλλευόμενος κυρίως τη διεθνή του φήμη, να κυριαρχήσει και στο παιχνίδι εξεύρεσης κεφαλαίων, κάθε φορά που επιθυμεί να πραγματοποιήσει την καινούρια του ταινία. Η εργοβιογραφία του Αγγελόπουλου παρουσιάζει τεράστιο θεωρητικό ενδιαφέρον, και σ’ αυτό ανταποκρίθηκε η παγκόσμια κινηματογραφική φιλολογία με κριτικές, άρθρα, συνεντεύξεις, κινηματογραφικά και τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, και βιβλία για το σκηνοθέτη.

Η Αναπαράσταση χρησιμοποιεί σαν αφετηρία στο θέμα της ένα έγκλημα που έγινε παλιότερα σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου. Ο αγροφύλακας του χωριού και η ερωμένη του, σύζυγος Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία, δολοφονούν τον τελευταίο όταν αυτός γυρίζει στον τόπο του, και τον θάβουν στον κήπο. Στη συνέχεια, σκηνοθετούν νέα φυγή του στη Γερμανία. Το έγκλημα, όπως ήταν φυσικό, καταγράφηκε στα αστυνομικά χρονικά, απασχόλησε ποινικά τη δικαιοσύνη και προβλήθηκε από τον Τύπο σαν αποτρόπαια πράξη των δύο σατανικών εραστών. Κανένας, όμως, δεν ενδιαφέρθηκε για τα πολλαπλά επίπεδα της ιστορίας, αυτά ακριβώς τα επίπεδα που φορτίζουν το θέμα του Αγγελόπουλου και των συν-σεναριογράφων του, και αλλάζουν την οπτική από αστυνομική σε κοινωνιολογική. Η Αναπαράσταση δεν είναι αστυνομικό, φωσκολικό δράμα, μα κοινωνιολογική μελέτη πάνω στη μεγάλη ανοιχτή πληγή της ελληνικής υπαίθρου, που οι ειλικρινείς και με συμπάθεια ανασκαλευτές της, ακόμα και οι ψηφοθήρες, την κατονομάζουν σαν «εγκατάλειψη» και «ερήμωση».

Τα επίμονα, γενικά, και μεγάλα σε διάρκεια πλάνα του Αγγελόπουλου δεν καταγράφουν τη γραφική ύπαιθρο του Χατζηχρήστου, μα ένα ατέλειωτο νεκροταφείο. Το πρώτο σχόλιο που ακούγεται, μιλάει για 1250 κατοίκους το 1939, και 85 το 1965. Το χωριό ονομάζεται Τυμφαία, ξεχασμένο ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της Ηπείρου.

Πριν από το ζενερίκ, το λεωφορείο της γραμμής προσπαθεί, σχεδόν μάταια, να φτάσει σ’ αυτό. Ήδη μπαίνουμε στον κόσμο του Αγγελόπουλου –αυτόν τον κόσμο, που τόσο θα συζητηθεί στις επόμενες δεκαετίες: πλάνα γενικά, ρυθμοί αργοί, μεγάλο βάθος πεδίου και οι άνθρωποι φιγούρες, σαν μέλη χορού σε αρχαία τραγωδία. Η τελετουργία της τελευταίας, μα και αρκετά θεματικά της μοτίβα, είναι παρόντα στις ταινίες του Αγγελόπουλου. Η άμεση αναφορά στην Ορέστεια, που συναντάμε στο Θίασο, εδώ είναι έμμεση. Ο Γούσης γυρίζει στο σπίτι του μετά από τη δική του περιπλάνηση σε κάποια μακρινή μητρόπολη του καπιταλισμού. Γι’ αυτούς που έμειναν εδώ, το εκεί φαντάζει σαν η αληθινή ζωή, ένας μακρινός επίγειος παράδεισος. Η γυναίκα του ξενιτεμένου όλα αυτά τα χρόνια δεν άντεξε και τον αντικατέστησε με εραστή. Με το γυρισμό του στην Τυμφαία-Μυκήνες θα έχει την τύχη του μακρινού εκείνου προτύπου. Το ρόλο του διχτυού θα τον παίξει η τριχιά. Το ίδιο παράνομο πάθος, διαφορετικές οι κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στον ξενιτεμό, απελπισμένη διέξοδος απ’ την ανυπαρξία ο δεσμός των δύο εραστών. Τραγικές φιγούρες ο χορός, δεν ψάλλουν παθήματα βασιλιάδων, μοιρολογούν πάνω στα ερείπια του τόπου τους.

Η αφήγηση του Αγγελόπουλου δεν είναι γραμμική, γιατί επίκεντρο του ενδιαφέροντος, δημιουργού και θεατή, είναι η έρευνα κι όχι η τύχη των ηρώων. Η τελευταία είναι γνωστή απ’ την αρχή: ο ξενιτεμένος δολοφονήθηκε, και οι ένοχοι βρίσκονται στα χέρια της δικαιοσύνης. Κανένας Ορέστης-εκδικητής δεν πρόκειται να σώσει τον τόπο από το μίασμα και να φέρει την ευημερία στον λαό του Άργους. Οι ένοχοι θα βρεθούν στη φυλακή, και ο τόπος θα συνεχίσει να βιώνει τον αργό του θάνατο.

Ένα ακόμα σπίτι σφραγίστηκε, έξι άτομα ακόμα (οι θύτες, το θύμα και τα παιδιά) έφυγαν από τη ζωή του χωριού. Τα στοιχεία της αστυνομικής έρευνας (αναπαραστάσεις του εγκλήματος, εξέταση των ενόχων, χωριστά και κατά αντιπαράθεση, πισωγυρίσματα της δράσης) βοηθούν στην ανατροπή της γραμμικής αφήγησης.

Η προσοχή συγκεντρώνεται στο κοινωνικό πρόβλημα. Κάθε πλάνο που βγαίνει από τη μηχανή του Αρβανίτη, σχολιάζει και μιαν ακόμα πληγή του χώρου. Οι δημοσιογράφοι, που έρχονται να καλύψουν με ρεπορτάζ μια υπόθεση φόνου, βρίσκονται μπροστά στο σύμπτωμα της μαζικής τάσης για φυγή από τον καταραμένο τόπο. Το έγκλημα διαλευκάνθηκε, οι ένοχοι οδηγούνται στη φυλακή κάτω από τις κατάρες μαυροφορεμένων υπερήλικων γυναικών. Η αναπαράσταση τελείωσε. Ο Sergio Arecco γράφει στο βιβλίο του για τον Αγγελόπουλο:

«Ακόμα κι αν δεν συναντά ανάμεσα στα ερείπια την αγριότητα και τα συντρίμμια που συνάντησε ο Μπουνιουέλ διατρέχοντας τις Hurdes, εντούτοις δημιουργεί –με αυτά τα βουβά ίχνη, με αυτά τα απολιθωμένα όντα (ας θυμηθούμε το κοντόχοντρο σώμα της Ελένης)- έργο φανταστικό, υπερρεαλιστικό. Μέσα απ’το εργαστήρι της Αναπαράστασης καθορίζεται η αλληγορική λειτουργία της τέχνης, που θα αποτελέσει μια ιδέα-οδηγό και θα συνοδεύει τον σκηνοθέτη κατά τη διάρκεια της πυρετικής κυοφορίας της «τριλογίας».[…]»

Βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1970
Βραβείο Ζωρζ Σαντούλ (Γαλλία, 1971)
Βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ Ιέρ (1971)
Ειδική μνεία της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου ( FIPRESCI ) στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (1971)

Δραματική, Ελλάδα., 1970, 110’
Σενάριο : Θόδωρος Αγγελόπουλος
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Συνεργασία στο σενάριο : Στρατής Καρράς, Θανάσης Βαλτινός
Φωτογραφία : Γιώργος Αρβανίτης
Μουσική : Δημοτική μουσική και τραγούδια
Μοντάζ : Τάκης Δαυλόπουλος
Ήχος : Θανάσης Αρβανίτης
Ηθοποιοί : Τούλα Σταθοπούλου (Ελένη), Γιάννης Τότσικας (αγροφύλακας), Θάνος Γραμμένος (αδελφός της Ελένης) , Πέτρος Χοιδάς (εισαγγελέας), Μιχάλης Φωτόπουλος (άντρας της Ελένης) , Αλέξανδρος Αλεξίου (αστυνόμος), Γιάννης Μπαλάσκας (αξιωματικός της χωροφυλακής), Μερσούλα Καψάλη (κουνιάδα της Ελένης), Νίκος Αλεβράς (Βοηθός Εισαγγελέας), Χρήστος Παληγιαννόπουλος, Τέλης Σαμαντάς , Πάνος Παπαδόπουλος, Τώνης Λυκουρέσης, Θόδωρος Αγγελόπουλος (Δημοσιογράφοι).
Παραγωγή : Γιώργος Σαμιώτης
Διεύθυνση Παραγωγής : Χρήστος Παληγιαννόπουλος

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935 και σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών την οποία εγκατέλειψε στο πτυχίο. Το 1961 φεύγει στη Γαλλία και γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης με καθηγητές τον Ζωρζ Σαντούλ και τον Ζαν Μιτρί, ενώ την επόμενη χρονιά δίνει εξετάσεις και γίνεται δεκτός στην περίφημη σχολή κινηματογράφου IDHEC. Στη συνέχεια θα φοιτήσει κοντά στον εθνολόγο-σκηνοθέτη Ζαν Ρους στο Musee d l’homme  όπου θα διδαχθεί το σινεμά-ντιρέκτ.

Με την επάνοδο του στην Ελλάδα το 1964 θα εργαστεί στην εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ» ως κριτικός κινηματογράφου, με την Τώνια Μαρκετάκη και τον Βασίλη Ραφαηλίδη. Το 1965 του προτείνεται από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και το συγκρότημα Φόρμινξ να γυρίσει μια ταινία για το μουσικό συγκρότημα, η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η πρώτη του ταινία έρχεται το 1968 με την μικρού μήκους «Εκπομπή» που θα προκαλέσει αίσθηση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ δύο χρόνια αργότερα η μεγάλου μήκους «Αναπαράσταση» θα σημαδέψει τη νέα εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου.

Οι ταινίες του έχουν συμμετάσχει στα σημαντικότερα διεθνή φεστιβάλ, αποσπώντας τα μεγαλύτερα βραβεία (Χρυσός Φοίνικας Καννών, Χρυσός και Αργυρός Λέων Βενετίας, πολυάριθμα βραβεία FIPRESCI, 2 βραβεία Φέλιξ καλύτερης Ευρωπαϊκής ταινίας και αναρίθμητα άλλα παντού στον κόσμο). Δύο ταινίες του, ο «Θίασος» και το «Βλέμμα του Οδυσσέα» συμπεριλαμβάνονται στις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος υπήρξε συνιδρυτής του ιστορικού περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» με το Β. Ραφαηλίδη, ένα έντυπο που σημάδεψε την ελληνική κινηματογραφική εκδοτική δραστηριότητα όλα τα επόμενα χρόνια. Ο Έλληνας σκηνοθέτης έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό: ανακηρύχθηκε Officier dans l’ordre des Arts et des Lettres της Γαλλικής Δημοκρατίας, του απενεμήθη το παράσημο του Officier de la Legion d’Honneure από τη Γαλλική Δημοκρατία, καθώς και το τίτλος του Grander Ufficiale της Ιταλικής Δημοκρατίας. Έχει επίσης αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων Βρυξελλών, Παρισιού, Grenoble και Essex.

O Θόδωρος Αγγελόπουλος αναγνωρίζεται ως ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους δημιουργούς της έβδομης τέχνης και είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μιλάει για

…τους τόπους των ταινιών του: «Ίσως είναι ψυχαναλυτικοί λόγοι, ίσως οι γραμμές, ίσως το τοπίο, ίσως η σχέση με κάτι που θα λέγαμε οριακό με την έννοια ότι στον Βορρά τελειώνει η Ελλάδα… Δεν ξέρω ακόμη, πάντως ο Βορράς με τραβάει…Είναι περίεργο. Είμαι ένας άνθρωπος του νότου κι έχω κάνει ταινίες μόνο στο βορρά».

…τον καιρό: «Μόνιμο πρόβλημα στις ταινίες μου είναι ο καιρός. Κοιτάξτε έξω το Θερμαϊκό, είναι αυτή η σχέση ουρανού και θάλασσας, που δε φαίνεται τίποτα. Τα καράβια είναι μετέωρα, σαν να μην ακουμπούν πουθενά. Αυτή την θάλασσα ήθελα και τη συννεφιά, δεν ήθελα ήλιο».

…τον θάνατο: «Αργά ή γρήγορα, επειδή μεγαλώνουμε, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ιδέα του θανάτου. Έπειτα, μεγαλώνοντας πολλαπλασιάζονται οι θάνατοι, οι απώλειες των φίλων. Ήμουν ανάμεσα σ’ αυτούς που βρήκαν πεθαμένο το πρωί στο ξενοδοχείο, τον Gian-Maria Volonte. Όταν στο ξενοδοχείο της Φλώρινας τον άγγιξα, η κρυάδα του θανάτου έγινε ταραχή. Έγινε ερώτημα για μένα και για την ανθρώπινη ύπαρξη. Το όριο, το τέλος ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, τα σύνορα ζωής και θανάτου. Τα όρια ανάμεσα στον έρωτα, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην επικοινωνία. Αυτή η έννοια του ορίου, του τέλος ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, μπαίνει σαν θέμα των συνόρων με την ευρύτερη έννοια, όχι μόνο τη γεωγραφική αλλά και της ζωής και του θανάτου».

…την πολιτική και το σινεμά: «Παραμένω συναισθηματικά αριστερός, αν και δεν ξέρω πια τι θα σημαίνει αριστερά. Κάποτε ήξερα ή νόμιζα πως το ήξερα. Παραμένω όμως μ’ ένα συναισθηματικό δέσιμο, δεν μπορώ να το προσπεράσω, έχει χάσει όμως την πολιτική έννοια κι είναι πλέον μια ηθική έννοια. Σε κοινωνίες όπου υπάρχει απουσία ονείρου, οραματισμού, υπάρχει κρίση. Όσοι συνεχίζουμε να κάνουμε κινηματογράφο είναι, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Δεν είναι πια επάγγελμα αλλά τρόπος αναπνοής».

…για το σινεμά: «Η γενιά μου γεννήθηκε μες στην αίθουσα όπου αυτό ήταν μια τελετή. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα. Χάνεται το μέρος της τελετής, κι εγώ αυτό που ονομάζουμε τελετή όχι μόνο στο σινεμά, αλλά σε οτιδήποτε συμβαίνει στην καθημερινότητά μας, λυπάμαι πάρα πολύ όταν χάνεται. Ίσως γι’ αυτό κάνω πολλές σκηνές με χορό. Γιατί έχω την εντύπωση ότι έχει χαθεί ο χορός από τη ζωή μας. Ήταν μέρος μιας ολόκληρης τελετής. Αυτά τα πράγματα χάνονται σιγά-σιγά κι εγώ πιστεύω ότι είναι απώλεια αισθήσεων και αισθημάτων. Τα πράγματα γίνονται πιο λογικά».

…για το μέλλον: «Να μιλήσω στην επόμενη ταινία μου πιο απλά. Αλλά η απλότητα είναι κατάκτηση, όχι επιλογή. Ο Σεφέρης έλεγε “Θα ‘θελα να μιλήσω πιο απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη”».

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.