«Αμνός» του Bαλντιμάρ Γιοχάνσον: Της μάνας του καμάρι

Εβγήκε εις την εξοχή και το χλωρό χορτάρι

O «Aμνός» ξεκινάει με μια υπέροχη εικόνα άγριων αλόγων μέσα στην ομίχλη της ισλανδικής υπαίθρου. Πανέμορφη σκηνή, σκηνή που θυμίζει Μπέλα Ταρ (που παίρνει κι ένα κρέντιτ στους τίτλους τέλους, γιατί είναι κάτι σαν μέντορας του σκηνοθέτη και τον συμβουλεύτηκε όταν έγραφε το σενάριο), σκηνή όμως που δεν θα συνδεθεί αφηγηματικά με οποιονδήποτε άλλο τρόπο με όσα θα δούμε στη συνέχεια της ταινίας. Εκτός κι αν δεχθούμε ότι είναι μια ταινία που τελικά θέλει να μιλήσει για τη φύση, οπότε γιατί όχι και μερικά πανέμορφα άλογα; Ας το λήξουμε συμβιβαστικά: και το νόημα να παραμένει μετέωρο, μια όμορφη σκηνή είναι πάντα μια όμορφη σκηνή.

Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια εσχατιά της Ισλανδίας και οι πρωταγωνιστές είναι ένα ζευγάρι κτηνοτρόφων. Θα περάσουν πολλά λεπτά μέχρι να ακούσουμε λόγο και λέξεις, ο «Αμνός» μιλάει στην αρχή μόνο με εικόνες, εικόνες από τη ζωή στο αγρόκτημα, εικόνες από τους δύο ανθρώπους και τα ζώα τους, τόσο τα κατοικίδια όσο και τα πρόβατα που εκτρέφουν και ενίοτε ξεγεννούν. Μοιάζει να ζουν μια ζωή ήρεμη και χωρίς αναταράξεις, μέχρι που ξαφνικά αποφασίζουν να πάρουν ένα νεογέννητο αρνάκι και να αρχίσουν να το μεγαλώνουν σαν να ήταν παιδί τους. Απλά καθημερινά πράγματα δηλαδή, που -ας μην κρυβόμαστε- σε όλους μας έχουν κάποια στιγμή συμβεί.

Σύντομα θα μάθουμε ότι παίζει τραύμα από πίσω, τραύμα βαθύ. Το ζευγάρι έχει στο παρελθόν χάσει ένα παιδί. Ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Άντα. Άντα θα βαφτίσουν και το νέο τους «παιδί». Κι επειδή οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα σαλεμένοι από τον πόνο ή την απομόνωση που έχουν επιλέξει να ζουν, θα έρθει η στιγμή που θα δούμε ότι έχουν λόγο που έκαναν ό,τι έκαναν, ότι δεν ξύπνησαν μια μέρα και είπαν, μωρέ δεν παίρνουμε ένα αρνάκι να το βάλουμε στο βρεφικό κρεβατάκι, να του δίνουμε γάλα με μπιμπερό και να του κάνουμε ζουζουνιές; Όχι. Είχαν λόγο που επέλεξαν το συγκεκριμένο αρνί, είχαν λόγο που είπαν αυτό εδώ το αμνοερίφιο θα το πάρουμε απ’ το μαντρί μας και θα το βάλουμε σπίτι μας και θα το πούμε και Άντα.

Είχαν. Κι ο λόγος τους είναι και εκεί που στηρίζεται ολόκληρη η ταινία. Και ο τρόπος που παρουσιάζεται σκηνοθετικά ο λόγος τους γίνεται σε δύο διαδοχικά στάδια, που εμένα τουλάχιστον μου προξένησαν δυο ριζικά διαφορετικές αντιδράσεις. Προτού φτάσουμε όμως στο πρώτο στάδιο, έχει προηγηθεί το στάδιο της απόκρυψης. Ο Bαλντιμάρ Γιοχάνσον μας κρύβει πράγματα για την Άντα και συνεπακόλουθα για την επιλογή του ζευγαριού, με αποτέλεσμα να πέσουμε στην παγίδα του. Έτσι όταν έρχεται η στιγμή της πρώτης αποκάλυψης, καταφέρνει όντως να προξενήσει μια αυθεντική έκπληξη, ένα γόνιμο σοκ, τη συνειδητοποίηση πως εδώ βρισκόμαστε ενώπιον μιας διαφορετικής κινηματογραφικής εμπειρίας.

Αλλά όσο σε ταρακουνάει και σε φτιάχνει και σε προϊδεάζει για κάτι πολύ δυνατό η πρώτη αποκάλυψη, όταν έρθει λίγο μετά η στιγμή της δεύτερης, όταν δεις πια μπροστά σου ολόκληρη την εικόνα, σε πιάνουν τα γέλια. Εμένα τουλάχιστον με έπιασαν. Και όχι, δεν νομίζω, ότι αυτό ήθελε ο σκηνοθέτης, δεν νομίζω ότι επιδίωξε να ακροβατήσει ανάμεσα στα είδη. Και είναι μάλλον προτιμότερο να απέτυχε θεαματικά και να βγάζει γέλιο η σκηνή απ’ το να θεώρησε ότι μπορεί όντως κανείς να πετύχει δραματουργικά μια τέτοια λειτουργική ακροβασία.

Εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που το μεγάλο μυστικό του «Αμνού» έχει βγει στο φως, θα περίμενες κι ότι θα ξετυλιχτεί πολύ περισσότερο κι η ιστορία γύρω απ’ αυτό. Κάθε άλλο. Γιατί είναι ένα πράγμα να έχεις ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα και αρχική ιδέα για μια ταινία και ένα τελείως διαφορετικό να ξέρεις τι θα το κάνεις και πώς θα το αναπτύξεις. Έτσι, είναι εντυπωσιακό ότι η ταινία ήταν πολύ πιο ατμοσφαιρική και πολύ πιο μυστηριακή, όσο τα τεκταινόμενα ήταν εντελώς ρεαλιστικά -φακντ απ, αλλά πάντως ρεαλιστικά-, κι από τη στιγμή που το μη ρεαλιστικό μυστικό εμφανίζεται, η πλοκή αρχίζει να κινείται σε πιο μπανάλ τέμπο, τέμπο στο οποίο θα κινηθεί μέχρι την τελική ανατροπή της πλοκής.

Έχει μεσολαβήσει η είσοδος στην υπόθεση ενός τρίτου, του αδελφού του συζύγου, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει ρόλο εξωτερικής ματιάς στο φαινόμενο, αλλά στην πραγματικότητα μάλλον χρειαζόταν για να προσθέσει παραγεμίσματα (και σε μεγάλο βαθμό παρεκκλίσεις) της πλοκής, η οποία δεν μπορούσε να βγάλει ταινία μεγάλου μήκους μόνο με την ιστορία της Άντα.

Κι όταν έρθει η τελική ανατροπή, θα μαζέψεις άρον άρον όσες θεωρίες είχες προσπαθήσει να χωρέσεις στο κεφάλι σου για το τι θέλει να πει ο ποιητής, για το τι είδους αλληγορία είναι αυτή που παρακολουθείς, για τη σχέση που έχει το τραύμα με το θαύμα, η απώλεια με την αναπλήρωση, ο Αμνός του Θεού με τη Μαρία, το ανθρώπινο με το Θείο, το ανθρώπινο με το ζωώδες, το ΚΙΝΑΛ με το ΠΑΣΟΚ, και θα πεις, εντάξει, παραιτούμαι, πάλι καλά που το τελείωσαν έτσι και δεν χρειάζομαι να αναρωτιέμαι τι ακριβώς δεν κατάφερα να καταλάβω.

Πολλές φορές τα πράγματα είναι πιο απλά: δεν έχεις στα αλήθεια κάτι να καταλάβεις, ο κατασκευαστής εικόνων και ο κατασκευαστής νοημάτων είναι δύο διαφορετικές κατηγορίες κατασκευαστών, η συναρπαστική αρχική ιδέα από τη συναρπαστική ταινία απέχει όσο ο εντυπωσιασμός από την ουσία.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.