Ο σκληρός Απρίλης του 2022 – Μια ιστορία από την Αργυρώ Πιπίνη

Πάει καιρός που δεν με ρώτησε κανείς τι κάνω, τι χρειάζομαι. Τι χρειάζομαι; Αυτά που χρειαζόμαστε όλοι. Το δέσιμο, αυτό χρειάζομαι. Πάνω απ’ τις έγνοιες, την αγωνία και τον φόβο

Κείμενο: Αργυρώ Πιπίνη
Έργο: ©Αχιλλέας Ραζής

 

Τρέχουν οι μέρες κι εγώ τις ακολουθώ. Δεν μπορώ να πορευτώ μέσα τους. Ξυπνάω και κοιτάζω πού βρίσκομαι. Πού βρίσκομαι; Σε κρεβάτι, σε παγκάκι, σε χαρτόκουτο, σε εφιάλτη, σε βαγόνι τρένου, σε σκάλα; Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι πού θα ‘θελα να βρίσκομαι. Στο σπίτι με την αυλή και το σκυλί. Στο σπίτι που έφτιαξε ο παππούλης μου. Με χώμα, πέτρες και αγάπη. Με κόπο και όνειρα.

Και τώρα εδώ. Άλλος τόπος, άλλος κόσμος, κακοτράχαλοι καιροί.

Διπλώνω τα πόδια, να σηκωθώ, να πάρω τους δρόμους. Τα πόδια μου. Χάραμα, κι εγώ φυγάς, νομάδας και ανέστιος. Τα πόδια μου δεν έχουν πια καμία χρησιμότητα. Να με θυμάστε. Ευμολπιδών, Ιάκχου, Ιεροφαντών, κάθομαι να πάρω μια ανάσα και βγαίνω. Φυσάει αέρας. Ψάχνω τις τσέπες, τις αδειάζω, κάθομαι και λογαριάζω. Ιερά Οδός, πόδια βαριά, σώμα νωθρό και κουρασμένο. Ούτε κελαηδίσματα πουλιών, ούτε ανάσα για τη μέρα, ούτε υπομονή. Θα μπω στην Πειραιώς. Στην Κεραμεικού θα μπω, όχι στη λεωφόρο. Ο Μηνάς και το σουβλατζίδικο. Τον ντρέπομαι τον Μηνά, χάθηκα με το που άρχισαν τα ζόρια.

Κόσμος ανάλγητος, πικραμένος, τρομαγμένος, θυμωμένος. Που ’χει τα μάτια καρφωμένα στη γη, που ’χει τα μάτια καρφωμένα πάνω μου σαν να θέλει να μου πει κάτι. Ήρθαν οι μέρες που είμαστε σαν ξένοι, που δεν τολμάμε ούτε να κοιταχτούμε. Να με θυμάστε. Αν πάρω γάλα και ψωμί, αν πάρω το λεωφορείο, αν πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Στρίβω στην Κολωνού. Τι γυρεύουμε εδώ πέρα εμείς οι ορεσίβιοι; Πρώτα χάθηκε το σπίτι με την αυλή και το σκυλί, πόνος αβάστακτος. Πριν από πέντε μήνες πάει και το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα. Σερί το κακό.

Η ανάμνηση του σπιτιού χαϊδεύει την ψυχή μου. Θέλω να ξαναπάω, θέλω να καθίσω στην αυλή, κάτω απ’ τη μουριά, στρωματσάδα πάνω σε μια κουβέρτα. Εκεί που είναι πάντα καλοκαίρι. Να δροσίζομαι απ’ το αεράκι, ν’ ακούω τον γκιώνη, να μετράω τ’ αστέρια, να βλέπω τον άνθρωπο στο φεγγάρι, να κοιμάμαι ύπνο βαθύ, γεμάτο όνειρα, να περιμένω την επόμενη μέρα, να μη με κυνηγάει ο χρόνος. Θέλω να ξαναφτιάξω την πραγματικότητα. Μήπως βρω το νόημα… τη δεύτερη φορά που θα ’ρθω για να ζήσω.

Μπροστά η λεωφόρος, περνάω απέναντι στη Σοφοκλέους κι έφτασα. Την ώρα του φαγητού. Να με θυμάστε. Παίρνω τη μερίδα μου και κάθομαι στον κήπο. Σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω τον φοίνικα που χορεύει στον αέρα, κοιτάζω τον ουρανό και ο πόνος μού χιμάει. Η σύναξη των αγγέλων. Είδα πάλι χτες το κακό το όνειρο. Να με θυμάστε.

Τρώω δυο μπουκιές, δεν κατεβαίνει τίποτα, αφήνω το πιάτο και ορμάω στον δρόμο. Να πάω στην εκκλησία, να δω στο προαύλιο την κυρά των γάτων, να πω δυο κουβέντες, να πω ένα τραγούδι. Στην εκκλησία. Υπέρ υγείας ― Ανέστης, Σταύρος, Μαρία, Γρηγόρης ― Ζώντες. Υπέρ αναπαύσεως ― Τασία, Μιχάλης, μικρή Ρούλα, Παρθένα, Στράτος, Κυριακή, Ιορδάνης, Ασημάκης, Γρηγόρης, Κασσιανή ― με ζώνουν οι νεκροί. Οι κεκοιμημένοι. Αλλά όχι λησμονημένοι. Πάει το Ρουλάκι, το λουλουδάκι, το μωρό μας, πάει, σχωρέθηκε. Τέσσερα παιδιά, εκείνο βρήκε, το μικρούλι, να πάρει κοντά του ο μεγάλος, Θεέ μου, σχώρα με. Να με θυμάστε.

Πάει καιρός που δεν με ρώτησε κανείς τι κάνω, τι χρειάζομαι. Τι χρειάζομαι; Αυτά που χρειαζόμαστε όλοι. Το δέσιμο, αυτό χρειάζομαι. Πάνω απ’ τις έγνοιες, την αγωνία και τον φόβο. Για λίγο. Δώσ’ μου χέρι να πιαστώ, να πιαστώ να κρατηθώ. Να με θυμάστε.

Στο Θησείο αλλάζω δρόμο: θα πάω στο λιμάνι, να δω τη θάλασσα, να χαιρετίσω τα καράβια που πάνε κι έρχονται. Στη σκάλα πριν την αποβάθρα του σταθμού τα φαντάσματα μιας άλλης ζωής περιμένουν. Μια γυναίκα με ρούχα φθαρμένα έχει ακουμπήσει στα πόδια της μια μικρή ανθοδέσμη. Ένας άντρας με άσπρα μαλλιά κρατάει απ’ το χέρι ένα κοριτσάκι. Να με θυμάστε.

Βρίσκω θέση και κάθομαι ― υπάρχει Θεός, δεν παράτησε στην τύχη του τον κόσμο. Κι έξω απ’ το παράθυρο περνάνε χαρές και πίκρες, γατοσυμμορίες που λιάζονται, γέλια δυνατά, τσιγάρα και ποτά, μπουγάδες που χορεύουν, σκυλιά αλαφιασμένα, κτίρια ξεκοιλιασμένα, παρατημένα, δέντρα που παραδέρνουν στον αέρα, βουνά σκουπίδια, τρύπιες ζωές, του Κεράνη το εργοστάσιο, η πρώτη μας βόλτα στα ξαδέρφια στο Φάληρο, η ζωή που πέρασε και δεν μπορώ πια να την αλλάξω, και το αύριο που ούτε κι αυτό έχω τη δύναμη να φτιάξω, να ψάξω μήπως βρω νόημα στο χάος. Αργά, είναι πια αργά. Να με θυμάστε.

Την τελευταία λέξη θα την πω εγώ, το μυστικό μήνυμα θα το πάρω μαζί μου σαν πεθάνω. Κατεβαίνω τα σκαλιά και στρίβω δεξιά ― Κερατσίνι , Δραπετσώνα, Πέραμα, Νίκαια, Κορυδαλλός. Σύνορα ανοιχτά, ζωές ευάλωτες. Περπατώ με το κεφάλι σκυμμένο και μετράω. Πόσα χρόνια, μήνες, μέρες, πόσο ακόμα. Ο αέρας έχει δυναμώσει. Κάτι έχει σκαλώσει μέσα μου και τρίβει, τρίβει, τρίβει, ροκανίζει τα σπλάχνα μου. Αργά και σταθερά. Αργά και σταθερά. Είναι η αδυναμία, το στένεμα, το παράπονο, γιατί αυτό, γιατί εκείνο, γιατί το άλλο, που με τρώει αργά και σταθερά. Να με θυμάστε.

Τα πόδια μου, τα χέρια μου… γιατί τα χέρια είναι σκοινιά και τα κορμιά καράβια… Ο κόσμος πια είναι μακριά, πίσω, πολύ πίσω, μακριά. Σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω τη θάλασσα στο βάθος. Σύννεφα βαριά, φρουροί άγρυπνοι έχουν κλείσει τον ορίζοντα. Έρχεται μπόρα αυτή την ύστατη άνοιξη. Μια βάρκα ανοίγεται στα ανοιχτά. Τα καράβια θα φωταγωγηθούν το βράδυ και η μπουρού τους θα με αποχαιρετήσει. Να με θυμάστε σαν πεθάνω.

Έχετε γεια, γυναίκες, παιδιά, αστέρια και εποχές, λουλούδια της αυλής, δέντρα και δεντράκια νιόκοπα, τραγούδια και μπουκάλια μπίρας, απιστίες και δυστυχίες. Έχετε γεια, θάλασσες και ποτάμια, λίμνες και σελίδες τσακισμένες, άσπρα πουκάμισα, μεταξωτά φουστάνια, φεγγάρια καλοκαιρινά, φωτογραφίες ασπρόμαυρες αγαπημένων και τραγούδια λυπημένα. Έχε γεια, σπίτι παλιό κι αγαπημένο, σπίτι με την αυλή και το σκυλί, περιβόλι με τις πορτοκαλιές και με τις νεραντζιές, κήπος με τα γεράνια, τα αρωματικά και τα γαρύφαλλα.

Άλλοι άνθρωποι θα έρθουν, άλλες χαρές, άλλοι καημοί, άλλα δάκρυα, άλλες ευτυχίες. Πάντα οι άνθρωποι θα ελπίζουν και θα τραγουδάνε, θα τους προδίνουν και θα πονάνε. Θα κλαίνε και θα περιμένουν, θα γελάνε, θα φοβούνται. Φέρνω το χέρι στην καρδιά και μετράω τους παλμούς, όπως τότε που μου ’βαλε ο γιατρός τα καλώδια και τις βεντούζες για την εξέταση. Και νιώθω τους παλμούς, ολόκληρο το σώμα μου νιώθει τον παλμό, τον χτύπο, γίνεται ο χτύπος, το ρολόι του κορμιού μού λέει πως ήρθε η ώρα να φύγω, φεύγω, πάω τώρα εγώ, πάω, αέρας στα πανιά μου, φεύγω, μπροστά μου ανοίγονται οι δρόμοι οι μεγάλοι. Παίρνω τον δρόμο, παίρνω τη στράτα, το στρατί, στ’ αυτιά του φτάνει μουσική αλλόκοτη, ένα παλιό εμβατήριο, ήρθε η ώρα για την παράδοση της πόλης, πάω εγώ, τρέχω, φεύγω, μιλάω, μιλάω, παλιούς και νέους φίλους όλους εγώ σας χαιρετάω.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.