Ο Νικολάι Λουγκάνσκυ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με το Τρίτο Κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών συμπράττει με τον μεγάλο πιανίστα στο «Έβερεστ» των πιανιστικών κοντσέρτων

7 Απριλίου 2023

Στις 7 Απριλίου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών συμπράττει με τον μεγάλο πιανίστα Νικολάι Λουγκάνσκυ στο Τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, το «Έβερεστ» των πιανιστικών κοντσέρτων, στο οποίο ο Λουγκάνσκυ έχει αναδειχθεί ιδανικός ερμηνευτής.

Ακόμη, ο Βασίλης Χριστόπουλος ηγείται της πρώτης εγχώριας εκτέλεσης της Ιουλιανής Σουίτας του Φίλιππου Τσαλαχούρη, η οποία αποτελεί έναν φόρο τιμής στη μνήμη της διακεκριμένης βυζαντινολόγου Ιουλιανής Χρυσοστομίδου. Στο επίκεντρο του προγράμματος, η συμφωνία «Ματθίας ο ζωγράφος» του Πάουλ Χίντεμιτ. Μια δημιουργία που εμπνέεται από τον αναγεννησιακό ζωγράφο Ματίας Γκρύνεβαλντ και στοχάζεται τον ρόλο του καλλιτέχνη μέσα στην κοινωνία.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΣΑΛΑΧΟΥΡΗΣ (γεν. 1969)
Ιουλιανή Σουίτα, έργο 85 (α’ πανελλήνια εκτέλεση)

ΠΑΟΥΛ ΧΙΝΤΕΜΙΤ (1895 – 1963)
Ματθίας ο ζωγράφος (συμφωνία)

ΣΕΡΓΚΕΪ ΡΑΧΜΑΝΙΝΟΦ (1873–1943)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 σε ρε ελάσσονα, έργο 30

Η συναυλία πραγματοποιείται και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Άνοιξης

Το σχόλιο του μαέστρου

Είναι μεγάλη η χαρά μου που θα διευθύνω το αριστουργηματικό και δημοφιλέστατο Τρίτο Κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ με έναν από τους κορυφαίους σολίστ πιάνου της εποχής μας, τον εξαιρετικό Νικολάι Λουγκάνσκι. Αλλά και το πρώτο μέρος της συναυλίας προδιαγράφεται συναρπαστικό, με την ατμοσφαιρική Ιουλιανή Σουΐτα του Φίλιππου Τσαλαχούρη, καθώς και την υπέροχη συμφωνία «Ματθίας ο ζωγράφος» του Χίντεμιτ, κατά τη γνώμη μου ένα από τα κορυφαία συμφωνικά έργα του 20ου αιώνα.

Για την ιστορία…

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΣΑΛΑΧΟΥΡΗΣ (γεν. 1969)

Ιουλιανή Σουίτα, έργο 85, «Πέντε ακουαρέλες στις αποχρώσεις της Ελληνικής γλώσσας» (2013)
1. Prologue: Chaos – Idea & Logos
2. Ode: Nostalgia
3. Apocalypse – Genesis
4. Epigram: Melancholia
5. Psyche, eclipse, epilogue

Η Ιουλιανή Σουίτα, για ορχήστρα έργο 85, ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2013. Η ανάθεση για την σύνθεσή της έγινε από το Ελληνικό Κέντρο του Λονδίνου για να τιμηθεί η μνήμη της διακεκριμένης βυζαντινολόγου Ιουλιανής Χρυσοστομίδη (1928-2008). Οι «πέντε ακουαρέλες», ως τα βασικά μέρη της Σουίτας, μεταφέρουν ηχητικά στον ακροατή «υδατογραφημένες» τις αποχρώσεις που μέσα στους αιώνες έχουν διατηρήσει μία σειρά από ελληνικές λέξεις που βρίσκονται σε διεθνή χρήση. Αυτές οι λέξεις δεν χρειάζονται μετάφραση, ελληνικές λέξεις που συμβολίζουν στο χρόνο αυτό που η παγκόσμια σκέψη οφείλει στα ελληνικά Γράμματα, αυτό που η Ιουλιανή Χρυσοστομίδου υπηρέτησε σε όλη της τη ζωή.

Τα μέρη:
1. Prologue: Chaos – Idea & Logos. Μέσα από το πάντα φορτισμένο, άχρωμο, πυκνό και δυσδιάκριτο χάος, γεννιέται η ιδέα. Κάθε ιδέα προσπαθεί να πάρει σχήμα, αντλώντας αρχικά δύναμη από τη ροή του χρόνου. Η ιδέα, αμφιβάλλει, σωπαίνει, στέκεται. Την ιδέα ακολουθεί ο στοχασμός. Ο στοχασμός γίνεται λόγος. Λόγος που δεν δίνει απαντήσεις, λόγος που γεννά ερωτήματα, λόγος που υπόσχεται.
2. Ode: Nostalgia. Ωδή στη Νοσταλγία για το καθετί. Πάντα λίγο πικρή, πάντα χωρίς πολύ φως. Ο δρόμος της νοσταλγίας, ευθύς, με μοναδικό προορισμό την αυτογνωσία. Η νοσταλγία δικαιώνει την ύπαρξη κάθε πνευματικής πατρίδας.
3. Apocalypse – Genesis. Ο τόπος και ο τρόπος κάθε Γένεσης είναι πάντοτε αποκαλυπτικός. Η Αποκάλυψη μόνον ως προοίμιο γένεσης έχει νόημα. Η Γένεση απομακρύνει τα συντρίμμια, διαλύει τους καπνούς, διευκολύνει το φως. Η διαδικασία έχει όνομα: γνώση.
4. Epigram: Melancholia. Για το Επίγραμμα, διαβάζουμε στα λεξικά, πως είναι ποιητικό είδος, που χαρακτηρίζεται από συντομία, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία εποχή• συχνά με σκοπό τη χάραξή του σε ένα μνημείο.
5. Psyche, eclipse, epilogue. Η ψυχή υπάρχει, η ψυχή είναι. Οι δάσκαλοί μας μέσα από τη γνώση και την εμπειρία «υπάρχουν», οι δάσκαλοί μας απλά «είναι». Η ανάμνησή τους εύθραυστη και τρυφερή, σαν την ανάμνηση μιας μελωδίας. Η μοίρα βαδίζει γοργά και συχνά η σκιά της είναι τραχιά, αν και αναμενόμενη, σχεδόν πάντα ακαριαία, σαν την έκλειψη του φωτός του ήλιου που δεν αργεί, όμως, να ξαναφανεί διότι είναι πάντα «εκεί» για εμάς, το φως της γνώσης που διαρρηγνύει το σκοτάδι.

Φίλιππος Τσαλαχούρης

Η Ιουλιανή Χρυσοστομίδου (1928-2008) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Αγγλία ανθρωπιστικές σπουδές με μεταπτυχιακές σπουδές στη Βυζαντινή Ιστορία. Δίδαξε για δεκαετίες στο Κολλέγιο Royal Holloway του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Αν και αφυπηρέτησε ως Ομότιμη Καθηγήτρια στη Βυζαντινή Ιστορία το 1993, διορίστηκε το 1998 Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου του Royal Holloway όπου εργάστηκε μέχρι τον θάνατό της. Η Ελληνική Πολιτεία της απένειμε τον τίτλο του «Πρεσβευτή Ελληνισμού». Η Ιουλιανή Χρυσοστομίδου υπήρξε διακεκριμένη επιστήμων και αφοσιωμένη δασκάλα, πηγή έμπνευσης για γενεές φοιτητών.

ΠΑΟΥΛ ΧΙΝΤΕΜΙΤ (1895 – 1963)
Συμφωνία «Ματθίας ο ζωγράφος»

1. Engelkonzert (Συναυλία των αγγέλων)
2. Grablegung (Ενταφιασμός)
3. Versuchung des heiligen Antonius (Πειρασμός του αγίου Αντωνίου)

Κατά τη δεκαετία του 1920 ο Πάουλ Χίντεμιτ ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα ως συνθέτης, υπογράφοντας εικονοκλαστικές, μοντερνιστικές συνθέσεις, που έφεραν νέα πνοή στα γερμανικά μουσικά πράγματα συνδυάζοντας πολυφωνικές τεχνικές και κλασική μορφολογική διαύγεια με μία προχωρημένη αρμονική γλώσσα και εξπρεσιονιστική ηχοχρωματική παλέτα. Παράλληλα, ως εκτελεστής βιόλας, ο Χίντεμιτ συμμετείχε στο δραστήριο τότε Κουαρτέτο Αμάρ. Ωστόσο, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία δεν άργησε να διαμορφώσει ένα διαφορετικό τοπίο, που σταδιακά γινόταν όλο και λιγότερο ευνοϊκό για τον συνθέτη. Αν και στην αρχή ο ίδιος εκτιμούσε πως ο ναζισμός θα ήταν μία αμελητέα και σύντομη παρένθεση στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, άμεσα (1933) βίωσε τον επώδυνο χαρακτηρισμό του έργου του ως «καλλιτεχνικού μπολσεβικισμού», ενώ αργότερα αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την καθηγητική του θέση στη Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου (1935) και να υποστεί την απαγόρευση εκτέλεσης των έργων του (1936).

Το 1933, ως καλλιτεχνική αντίδραση στο ναζιστικό καθεστώς, ο Χίντεμιτ ξεκίνησε να συνθέτει (πάνω σε δικό του λιμπρέτο) την όπερα Ματθίας ο ζωγράφος, που ουσιαστικά πραγματεύεται τη θέση του καλλιτέχνη στην κοινωνία. Πρόκειται για μία εξιστόρηση της ζωής του Γερμανού ζωγράφου Ματίας Γκρύνεβαλντ (περ. 1470 – 1528), ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ των χωρικών στον «Πόλεμο των χωρικών» (1524 – 1525), κατά τον οποίο ο αγροτικός πληθυσμός και οι εργάτες ορυχείων στον γερμανόφωνο χώρο στράφηκαν εναντίον των φεουδαρχών και της Καθολικής Εκκλησίας. Ενώ η όπερα ακόμα γραφόταν, ο Χίντεμιτ δέχτηκε την παραγγελία του κραταιού τότε μαέστρου της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου, Βίλελμ Φουρτβαίνγκλερ για ένα νέο συμφωνικό έργο και αξιοποιώντας υλικό από την όπερα που ήδη είχε λάβει μορφή, συνέθεσε την ομώνυμη Συμφωνία, η οποία παρουσιάστηκε από τους ανωτέρω συντελεστές στις 12 Μαρτίου 1934. Ο θρίαμβος της πρεμιέρας είχε σαν αποτέλεσμα το έργο και ο δημιουργός του να δεχθούν δριμεία κριτική από τους εθνικοσοσιαλιστές.

Ο Φουρτβαίνγκλερ, προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον συνθέτη και το έργο του, δημοσίευσε σχετικό άρθρο με τίτλο «Η περίπτωση Χίντεμιτ» στον τύπο (Νοέμβριος 1934). Η απάντηση του Γκαίμπελς ήταν πως ο Χίντεμιτ ήταν ένας «ατονικός φασαριόζος» και επέφερε την (προσωρινή) παραίτηση του Φουρτβαίνγκλερ από τη θέση του. Κατ’ αναλογία, και η πρεμιέρα της όπερας (σε επτά σκηνές) έγινε με καθυστέρηση (Μάιος 1938) και όχι βέβαια στη Γερμανία αλλά στη Ζυρίχη της Ελβετίας.
Ο ίδιος ο συνθέτης εξήγησε εύγλωττα την επιλογή του να ασχοληθεί με τη μορφή του Γκρύνεβαλντ: «δεν μπορώ να σκεφτώ φυσιογνωμία πιο ζωντανή, πιο ανθρώπινη, πιο συγκινητική και -με την καλύτερη έννοια της λέξης- πιο δραματική… Ο Ματθίας έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του ισχυρού κρατικού και εκκλησιαστικού μηχανισμού αλλά κατόρθωσε προφανώς να αντισταθεί στις πιέσεις τους. Οι άβυσσοι της αμφιβολίας και της απόγνωσης μέσα από τις οποίες πέρασε πρέπει να ήταν βαθιές. Ήταν ένας άνδρας που πήγε στον τάφο του βρίσκοντας επιτέλους την ψυχική ισορροπία ανάμεσα στην ευλογία και την απέχθεια.»

Το γνωστότερο και σημαντικότερο έργο του ζωγράφου είναι το «ρετάμπλ του Ίζενχαϊμ» (1512 – 1516) που δημιουργήθηκε για να διακοσμήσει την Αγία Τράπεζα της Μονής του Αγίου Αντωνίου στο Ίζενχαϊμ της Αλσατίας (σήμερα εκτίθεται σε μουσείο στο στο Κολμάρ της Αλσατίας). Κάθε μέρος της Συμφωνίας εμπνέεται και από μία συγκεκριμένη παράσταση του ρετάμπλ. Το πρώτο μέρος (που ταυτίζεται με το ορχηστρικό Πρελούδιο της όπερας) συνδέεται με την εικόνα της βρεφοκρατούσας Παρθένου περιβαλλόμενης από αγγέλους που παίζουν μουσικά όργανα. Ο Χίντεμιτ αξιοποιεί θεματικά το παλιό παραδοσιακό τραγούδι Es sungen drei Engel ein’ süssen Gesang (τρεις άγγελοι τραγουδούσαν ένα γλυκό τραγούδι), το οποίο είχε μελοποιήσει πριν από εκείνον ο Μάλερ και το είχε χρησιμοποιήσει στο πέμπτο μέρος της Τρίτης Συμφωνίας του. Το δεύτερο μέρος (που ταυτίζεται με το ιντερλούδιο της τελευταίας σκηνής της όπερας) ξεκινά με μία λυρική μελωδία στο φλάουτο και οδεύει προς μία δραματική κορύφωση, όπου κυριαρχούν τα χάλκινα πνευστά, προτού καταλήξει στοχαστικά και χαμηλόφωνα. Το φινάλε αποτελεί επεξεργασία μουσικού υλικού από την έκτη σκηνή της όπερας, όπου ο ζωγράφος παρουσιάζεται να έχει παραισθήσεις και να φαντάζεται ότι είναι ο άγιος Αντώνιος, βαλλόμενος από φανταστικά πλάσματα. Το καταληκτικό χορικό του μέρους αυτού βασίζεται στον ύμνο Lauda Sion Salvatorem (Ύμνησε τον Σωτήρα, Σιών).

ΣΕΡΓΚΕΪ ΡΑΧΜΑΝΙΝΟΦ (1873 – 1943)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 σε ρε ελάσσονα, έργο 30

1. Allegro ma non tanto
2. Intermezzo: Adagio
3. Finale: Alla breve

Ο Νεοϋορκέζος ιμπρεσάριος Χένρι Γούλφσον είχε κανονίσει για την καλλιτεχνική περίοδο 1909-1910 μία περιοδεία τριάντα περίπου συναυλιών για τον Σεργκέι Ραχμάνινοφ στις Η.Π.Α., κατά την οποία θα παρουσιαζόταν στο αμερικανικό κοινό με τις τρεις του ιδιότητες: του συνθέτη, του πιανίστα και του μαέστρου. Εκείνος αρχικά είχε επιφυλάξεις για ένα τέτοιο εγχείρημα αλλά οι υψηλές οικονομικές απολαβές από την περιοδεία, που θα καθιστούσαν εφικτή και την απόκτηση ενός αυτοκινήτου, τον έπεισαν να αποδεχτεί την πρόταση.

Το Τρίτο Κοντσέρτο γράφτηκε για τις ανάγκες αυτής της περιοδείας σε σύντομο χρονικό διάστημα, από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο του 1909. Ο Ραχμάνινοφ μάλιστα, μην έχοντας ουσιαστικά επαρκή χρόνο να μελετήσει και να υποτάξει έγκαιρα το κολοσσιαίας δυσκολίας σολιστικό μέρος, αναγκάστηκε να το κάνει σε ένα «βουβό» κλαβιέ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την Αμερική. Η πρεμιέρα δόθηκε στις 28 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς στη Νέα Υόρκη με σολίστα τον συνθέτη υπό τη διεύθυνση του γερμανικής καταγωγής Αμερικανού αρχιμουσικού Βάλτερ Ντάμρος. Δύο μήνες μετά, ο Ραχμάνινοφ είχε την ευκαιρία να εκτελέσει ξανά το νέο Κοντσέρτο (και πάλι στη Νέα Υόρκη), αυτή τη φορά υπό τη διεύθυνση του Γκούσταβ Μάλερ, συνεργασία την οποία ο ίδιος αργότερα θυμόταν με συγκίνηση και θαυμασμό.

Το Τρίτο Κοντσέρτο αφιερώθηκε στον μεγάλο πιανίστα Γιόζεφ Χόφμαν, ο οποίος ωστόσο ουδέποτε το ερμήνευσε θεωρώντας ότι η διάπλαση των χεριών του ήταν ένα αξεπέραστο εμπόδιο. Για αρκετά χρόνια το έργο παρέμεινε άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ίδιο τον Ραχμάνινοφ ως εκτελεστή αλλά οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις ενός νέου Χόροβιτς ή λίγο αργότερα ενός Γκήζεκινγκ έπεισαν τον συνθέτη να το «αφήσει» στα χέρια άλλων πιανιστών, αφού πάντως ο ίδιος είχε την ευκαιρία να το ηχογραφήσει με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας και τον Ευγένιο Όρμαντυ (1939). Το Κοντσέρτο καθιερώθηκε δικαιολογημένα ως ένα από τα πλέον λαμπερά και απαιτητικά από δεξιοτεχνικής άποψης κοντσέρτα του ρεπερτορίου του πιάνου και παράλληλα ως ένα από τα πιο εκτενή και δομικά περίπλοκα συμφωνικά έργα του Ραχμάνινοφ.

Όπως και στη Δεύτερη Συμφωνία, ο νοηματικός και δομικός πυρήνας όλων των θεμάτων του κοντσέρτου βρίσκεται στο εναρκτήριο θέμα του πρώτου μέρους, το οποίο παρουσιάζεται άμεσα με απόλυτη απλότητα από το πιάνο υπό τη λιτή συνοδεία της ορχήστρας. Το θέμα θυμίζει κατά κάποιον τρόπο μελωδίες από τον χώρο της ορθόδοξης ρώσικης θρησκευτικής μουσικής, αν και ο ίδιος ο Ραχμάνινοφ δήλωνε πως η όποια τέτοια συνάφεια ήταν συμπτωματική, αφού κατ’ αυτόν το θέμα «γράφτηκε σαν από μόνο του». Όσο απλή είναι αυτή η αρχή του έργου, τόσο σύνθετη και δαιδαλώδης από κάθε άποψη είναι η από εκεί και μετά γραφή του κοντσέρτου. Το λυρικό δεύτερο θέμα εκτίθεται με πληθωρικό τρόπο από το πιάνο, που βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο. Η ενότητα της επεξεργασίας εν πολλοίς βασίζεται στη μεταμόρφωση μοτιβικών στοιχείων του πρώτου θέματος, που πραγματώνεται μέσα σε μία αναπτυξιακή πορεία προς μία δραματική κορύφωση. Λίγο αργότερα το πιάνο αναλαμβάνει να εκθέσει μία τεράστια και άκρως δεξιοτεχνική καντέντσα, που κατά
παράδοξο μορφολογικά τρόπο εμπεριέχει και την επανέκθεση του θεματικού υλικού. Από εκεί και ύστερα μία σύντομη coda κάνει φευγαλέες παραπομπές στα βασικά θέματα κλείνοντας με ανάλαφρο τρόπο το πρώτο μέρος.

Ο χαρακτηρισμός του δεύτερου μέρους ως ιντερμέτζου έχει σίγουρα μία αισθητική λογική• η ατμόσφαιρα που πρυτανεύει είναι σε γενικές γραμμές πιο ήρεμη και επίσης για πρώτη φορά στο έργο το πιάνο σιγεί επί μακρόν κατά την αισθησιακή εισαγωγική ενότητα της ορχήστρας. Αυτή παρουσιάζει ένα μελαγχολικό θέμα, το οποίο στην πορεία επιδέχεται σειράς παραλλαγών. Από τη στιγμή που το σολιστικό όργανο ξανακάνει την εμφάνισή του -με τρόπο εξόχως εντυπωσιακό- διατηρεί τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξύφανση των παραλλαγών. Ανάμεσα σε αυτές παρεμβάλλεται, εν είδει σκέρτσου, ένα επεισόδιο εμφανώς πιο γρήγορο. Σε αυτό το πιάνο συνοδεύει με περίπλοκο τρόπο τη μελωδική γραμμή στο κλαρινέτο και το φαγκότο, η οποία αποτελεί σαφώς μουσικό παράγωγο του πρώτου θέματος του πρώτου μέρους. Ενώ η αρχική ατμόσφαιρα επανέρχεται, ένα σολιστικό πέρασμα ξεσπά απρόσμενα, για να οδηγήσει χωρίς διακοπή στο φινάλε.

Η δεξιοτεχνική γραφή στο μέρος του πιάνου βρίσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια του τρίτου μέρους στο απόγειό της. Με απαράμιλλη γνώση των πολυφωνικών και μελωδικών δυνατοτήτων του οργάνου, ο Ραχμάνινοφ τις αξιοποιεί στο έπακρο γράφοντας μία μουσική που πόρρω απέχει από το να χαρακτηρισθεί ως απλό πιανιστικό πυροτέχνημα. Παράλληλα, το φινάλε, γραμμένο σε τριμερή μορφή, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά στα θέματα και στη φόρμα του. Ο συνθέτης αντλεί το θεματικό υλικό από τα θέματα του πρώτου μέρους, επιτυγχάνοντας έτσι αξιοσημείωτη δομική συνοχή στο έργο και πειραματίζεται ευφάνταστα με τη φόρμα. Προς το τέλος, μία σύντομη πιανιστική καντέντσα ακολουθείται από μία συγκλονιστικής συναισθηματικής έντασης καταληκτική ενότητα.

Συντελεστές

Εισιτήρια

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 20:30

19:30 |  Δωρεάν εισαγωγική ομιλία από τον Νίκο Λαάρη για τους κατόχους εισιτηρίων

Τιμή εισιτηρίου:

Είσοδος: 20
- 60 ευρώ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ

Βασ.Σοφίας & Κόκκαλη 1, 11521 Αθήνα

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.